«Όσο υπάρχει η μουσική, ζούμε σ’ έναν κόσμο μαγικό»
Ο Βασίλης Βαρβαρέσος, ξεκλέβει λίγο χρόνο απ’ τις πρόβες του στο Μέγαρο Μουσικής, κι έρχεται να με βρει στο πολύβουο Lot 51, την πρώτη μάλλον πραγματικά ανοιξιάτικη μέρα της χρονιάς. Συναποφασίζουμε να κάνουμε μια παύση απ’ όλα τ’ άλλα και να μιλήσουμε – από καρδιάς, λέω εκ των υστέρων- για τη σημερινή παγκόσμια ημέρα πιάνου. Νομίζω πως και για τους δυο μας αυτό που συμβαίνει είναι μια μικρή γιορτή.
Ο Βασίλης είναι ένας πιανίστας διεθνούς φήμης, με τεράστια λίστα σπουδών, συνεργασιών και συναυλιών στο βιογραφικό του. Είναι αδιαπραγμάτευτα δοσμένος στη μουσική κι αυτό θα ήταν εμφανές, ακόμα κι αν δεν τον ήξερα όσο καλά τον ξέρω. Χαμογελάει και μιλάει με ενθουσιασμό για μελωδίες, για παρτιτούρες, για τον Brahms, για όσα έμαθε και κατάλαβε ως τώρα. Ο Βασίλης δεν είναι εστέτ. Δεν έχει ύφος. Μου λέει όσα τον ρωτάω -κι ακόμα περισσότερα. Είναι γενναιόδωρος και ενθουσιώδης. Τον ευχαριστώ βαθιά για την κουβέντα αυτήν.
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συνθέτες; Σε ποιους επιστρέφεις πάντα;
Αν με ρωτούσες παλιότερα, θα σου έλεγα ότι είναι ανάλογα με την εποχή, τη διάθεση, αν πέφτουν τα φύλλα… Και όντως ισχύει κατά κάποιον τρόπο. Παρ’ όλα αυτά, όσο περνάνε τα χρόνια, η ψυχή μου επανελκύεται από συγκεκριμένους συνθέτες, τελικά. Τον Brahms. Τρελαίνομαι με τον Brahms. Αν με πετύχεις να ακούω μουσική, εννιά στα δέκα που θα ακούσω θα είναι Brahms. Κι ο Bach. Έχω και μια ιδιαίτερη αγάπη στον Schubert. Επστρέφω και στον Mozart συχνά και στον Schumann και στον Beethoven.
Για ποιο λόγο σε αυτούς;
Ο καθένας τους με ελκύει για διαφορετικούς λόγους. Αν αρχίσω να το αναλύω αυτό θα μας πάρει μήνες. Θα σου πω όμως για τον Brahms. Είναι απόλυτα γενναιόδωρος και ευγενικός με τα συναισθήματά του. Δεν προσπαθεί ποτέ να σε εκβιάσει, να σου δείξει πόσο πολύ πονάει ή αγαπάει. Είναι σαν να σου λέει «Σήμερα απλά πονάω» Αυτό. Έχει τρομερή ευγένεια ψυχής μέσα του και πολλή αγάπη. Και όταν αυτά παντρεύονται και με την δική του απύθμενη σιγουριά… Ξέρεις που το πάει από την πρώτη νότα. Όχι τι ακριβώς θέλει να σου πει, αλλά σε ποια διάθεση είναι. Έχει δυναμισμό και σιγουριά.
Θυμάσαι πότε αποφάσισες ότι θα ασχοληθείς μόνο με το πιάνο και με τίποτα άλλο;
Στα 30 μου. Πιάνο παίζω απ’ τα 5. Ήταν εμφανές, όμως, ήταν αδιαμφισβήτητο το ταλέντο που είχε εκείνο το μικρό παιδί. Βέβαια, είμαστε ελεύθεροι απ’ το ταλέντο μας. Ένας πολύ όμορφος άνθρωπος δεν είναι υποχρεωμένος να γίνει μοντέλο, μπορεί να γίνει μάγειρας. Εγώ πέρασα από πολλά εσωτερικά κύματα για να καταλάβω ότι μόνο αυτό θέλω να κάνω και θα κάνω τα πάντα για να το διατηρήσω ακέραιο. Και το κατάλαβα ακριβώς όταν δοκίμασα να κάνω κι άλλα πράγματα. Έγραφα μουσική για σινεμά, για μιούζικαλ. Για δυο χρόνια που δεν μπορούσα να παίξω, λόγω ενός τραυματισμού στον ώμο, έπεσα σε κατάθλιψη. Τώρα, εκ των υστέρων, λέω πως η έλξη που αισθάνομαι για το πιάνο και για την κλασική μουσική δεν είναι επιλογή μου. Επιλογή μου είναι όμως να το επιλέγω ξανά και ξανά. Τη σκέψη να ασχοληθώ με κάτι άλλο, απλά δεν τη δέχτηκε το σώμα μου. Δεν είναι απλό. Ο Beethoven όταν είδε ότι είχε αρχίσει να κουφαίνεται, δεν είπε «ας γίνω κάτι άλλο». Δεν μπορούσε. Και με ένα χέρι να έμενε, πάλι πιάνο θα έπαιζε. Δεν είναι ιντελεκτουέλ ο λόγος που κάνουμε αυτό που κάνουμε, είναι ουσιαστικός. Αυτό πιστεύω. Είναι έλξη, πόθος εσωτερικός. Και σε μια σπηλιά να με βάλεις αυτό θα είμαι πάλι. Καλλιτέχνης θα είμαι, θα παίζω πιάνο κι εκεί.
Η σύνθεση όμως σε ενδιαφέρει; Καταλαβαίνω πως είναι άλλη διαδικασία από το να αναμετριέσαι με μια υπάρχουσα παρτιτούρα.
Μια πολλή μεγάλη κουβέντα είναι το τι είναι μουσική και τι είναι η μπίζνα της μουσικής. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Η δουλειά του πιανίστα, το να παίζει ένας πιανίστας έργα άλλων δημιουργών, ουσιαστικά ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αιώνα και ανδρώθηκε στον 20ο. Από τους νεάντερταλ μέχρι το 1860 σχεδόν, δεν υπήρχε αυτή η έννοια. Η λογική ήταν να γράφει κάποιος τις δικές του μουσικές και ενίοτε να παίζει και έργα άλλων γιατί τα αγαπούσε. Αργότερα, όταν άρχισε να αναπτύσσεται η έννοια της ιστορίας, της ιστορικότητας και της σημασίας της, τότε ξεκίνησαν τα ρεσιτάλ. Ουσιαστικά τα ξεκίνησε ο Liszt, γιατί ήταν από τους πρώτους που άρχισε να παίζει και έργα άλλων. Κατά τ’ άλλα όμως, όλοι ήταν κυρίως συνθέτες και δευτερευόντως εκτελεστές. Η έμπνευση δεν είναι να έχεις 88 πλήκτρα μπροστά σου και να λες, «ας παίξω έναν Mozart», η έμπνευση είναι να έχεις μια μουσική μέσα σου που πρέπει να βγει, να εκφραστεί, με κάποιον τρόπο. Πάντα μιλάω για τον χώρο μου, το πιάνο και την κλασική μουσική, δε θέλω να γενικεύσω. Όταν έχουν υπάρξει οι μεγάλοι, όταν έχει υπάρξει ο Beethoven, ο Chopin… Δεν είναι ότι δε γράφεις, αλλά καταλαβαίνεις που είσαι και που δεν είσαι. Εγώ ξέρω ότι μου βγαίνει όμορφα να γράφω τραγούδια για το Broadway ας πούμε, ή του στυλ Disney των 90s. Εκεί μου βγαίνουν όμορφες μελωδίες, αλλά δεν θα κάτσω να γράψω ένα κουαρτέτο.
Μια συγκινητική ανάμνησή σου από τη σκηνή;
Είναι πάρα πολλές, αλλά θα σου πω την πιο πρόσφατη. Τον Δεκέμβρη παίξαμε στο Μέγαρο Μουσικής με την ΕΛΣΟΝ (σ.σ. Ελληνική Συμφωνική Ορχήστρα Νέων), σε διεύθυνση του Διονύση Γραμμένου, ο οποίος είναι ένας απίστευτος μουσικός και φίλος. Έχει φτιάξει μια ορχήστρα από νέα παιδιά, Έλληνες μουσικούς, που άλλος παίζει στο Βερολίνο, άλλος στη Δρέσδη… Παίζουν απίστευτα ωραία, με δίψα και πείνα για μουσική. Μόνο με τον Διονύση και την ΕΛΣΟΝ έπαιζα με κλειστά τα μάτια και δάκρυζα. Παίζαμε το αργό μέρος από το 2ο κονσέρτο του Rachmaninoff και είχα σοκαριστεί. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως γίνεται να συμβαίνει κάτι τόσο όμορφο. Αναπνέαμε 80 άτομα μαζί, ακούγαμε ο ένας τον άλλον στ’ αλήθεια…
Σχεδόν μεταφυσικό ακούγεται…
Μα είναι μεταφυσικό. Πιστεύω ακράδαντα ότι η μουσική είναι το πιο απτό ψηλάφισμα που μπορούμε να έχουμε για την ύπαρξη του επέκεινα, για την ύπαρξη του μεταφυσικού. Υπάρχει και κάτι άλλο εκεί έξω, ό,τι κι αν είναι αυτό. Γιατί όσο πας να αναλύσεις τι είναι η μουσική, τόσο πιο πολύ «κουφαίνεσαι», γιατί δε βγάζει νόημα. Τι είναι η μελωδία; Ήχοι στη σειρά που σου ακούγονται όμορφα ο ένας δίπλα στον άλλον. Τι πάει να πει αυτό; Παίζει κάποιος ένα πιάνο και ο μαέστρος απ’ τους ήχους καταλαβαίνει που θα πάει η μελωδία και κουνάει το χέρι του με τέτοιον τρόπο ώστε 80 άνθρωποι να αναπνέουν μαζί. Πώς; Δεν το καταλαβαίνω. Γι’ αυτό λέω ότι ο καλλιτέχνης ουσιαστικά είναι ένας πρακτικός φιλόσοφος κι ένας ελεύθερος άνθρωπος. Η έννοια της πάσας, της εμπιστοσύνης, της στιγμής εκείνης που είστε όλοι μαζί. Το ίδιο πιστεύω ότι συμβαίνει και με εσάς, στο θέατρο. Όσο υπάρχει η μουσική, ζούμε σ’ έναν κόσμο μαγικό. Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που τον πόνο τους τον κάνουμε τραγούδι.
Πώς ήταν να παίζεις στο Λευκό Οίκο για τον Barack Obama;
Ήταν πολύ πιο μπανάλ απ’ ό,τι ακούγεται. Να σου πω την αλήθεια; Βαριόμουνα. Τα βαριέμαι αυτά τα politics. Πιο πολύ με ενδιαφέρει να παίξω για έναν μουσικό που θαυμάζω. Εντάξει, ήταν ωραίος τύπος, μια χειραψία κάναμε, μου έδωσε συγχαρητήρια, αυτό. Ήταν και η Michelle, ένας congressman, ούτε θυμάμαι ποιος να σου πω την αλήθεια.
Σε τι πιάνο έπαιξες;
Ούτε αυτό το θυμάμαι. Είμαι ευγνώμων που το έζησα, βέβαια και θα ’χω να το λέω ότι τον γνώρισα, αλλά στην ουσία, απλά μας ακούγεται πιο cool να γνωρίσει κάποιος τον πρόεδρο της Αμερικής από αυτόν της Ελλάδας ή των Σκοπίων, αλλά δεν είναι. Δεν είναι αξιακά σημαντικότερο. Είναι ο αρχηγός ενός κράτους. Απλά ζούμε σε μια αμερικανική αυτοκρατορία. Εδώ στη χώρα μας, πιστεύω, πως ένα από τα πράγματα που μας έχουν κρατήσει πίσω, είναι ένας πολύ βαθύς επίκτητος κι όχι εγγενής ραγιαδισμός, μια λογική σκλάβου, ας πούμε. Ακούμε ότι κάποιος γνώρισε την Τaylor Swift και εντυπωσιαζόμαστε. Είναι πιο διάσημη; Ναι. Αλλά τα τραγούδια της είναι καλύτερα απ’ τα τραγούδια της Αρλέτας; Όχι. Το πιο ενδιαφέρον από τη μέρα εκείνη είναι ότι έκλεψα μια χαρτοπετσέτα με το Οικόσημο του Λευκού οίκου. Αυτό. Τίποτα παραπάνω.
Κανένα περίεργο, μη συνηθισμένο μέρος που θα ’θελες να παίξεις;
Εντάξει, υπάρχουν 2-3 αίθουσες που είναι όνειρο ζωής να παίξω. Ας πούμε στη μεγάλη αίθουσα της Royal Concertgebouw στην Ολλανδία στο Άμστερνταμ ή στη μεγάλη αίθουσα της φιλαρμονικής του Βερολίνου. Έχουν μια αίγλη. Αλλά έτσι όπως το είπες, σκέφτομαι ότι κάτι κουφό αλλά πολύ ωραίο θα ’ταν να παίξει κανείς πιάνο στο Μάτσου Πίτσου. Ή σ’ ένα ηφαίστειο, στο Φουτζιγιάμα ή στης Σαντορίνης, να φοβάσαι ότι μπορεί να εκραγεί ανά πάσα στιγμή αλλά εσύ παίζεις. Ή δίπλα σε κανένα μεγάλο καταρράκτη. Αλλά ναι, είναι ορισμένες αίθουσες που έχουν μια παράδοση και μία αίγλη που με το που μπαίνει το κοινό ξέρει…τον προετοιμάζει για κάτι όμορφο. Είναι σαν ένα rite of passage, όπως όταν τελειώνουμε το πανεπιστήμιο, ας πούμε και πάμε στην ορκωμοσία, ε, θα βάλεις τα καλά σου. Κάπως έτσι είναι και μερικές αίθουσες. Είναι μια εμπειρία που ξεκινάει από το ίδιο το κτίριο. Είναι ωραίο αυτό γιατί με την κλασική μουσική υπάρχει πάντα το θέμα του «εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά», ξεκινάει ως κλειστό κείμενο. Ενώ σε τέτοιες αίθουσες μπαίνεις ήδη πιο ανοιχτός και είσαι παρών. Είσαι ήδη ψημένος να ευχαριστηθείς αυτό που θα γίνει.
Άγχος έχεις όταν ανεβαίνεις στη σκηνή;
Πάρα πολύ. Η εμπειρία μου μού έχει διδάξει ότι θα έχω πάντα, αλλά τη στιγμή που θα αρχίσω να παίζω παραλύουν τα πάντα, γιατί αυτό που πάω να ζήσω είναι μια ευλογία. Μικρός αγχωνόμουν πάρα πάρα πολύ. Τώρα έχω συναυλίες, τότε δεν είχα. Έπρεπε να αποδείξω πράγματα. Αλλά πλέον το βλέπω αλλιώς. Εγώ δεν έχω να αποδείξω κάτι, γιατί αυτό που κάνω το αγαπάω με όλο μου το είναι. Έχω δώσει τη ζωή μου γι’ αυτό. Εσείς κοινό, κριτικοί, πρέπει να μου δείξετε ότι καταλαβαίνετε πόσο το αγαπάω. Και να μη σας αρέσει, να προσπαθήσετε να καταλάβετε. Πολλοί είπαν ότι δεν τους άρεσε η τελευταία ταινία του Λάνθιμου, το Poor things. Αλλά, είναι προϊόν αγάπης; Ναι. Είναι προϊόν ταλέντου; Ναι. Ξέρει τι κάνει ο Λάνθιμος; Άλλο αν δε σ’ αρέσει εσένα. Το αγαπάει; Το πονάει; Ναι. Τέλεια. Τελεία. Δεν είναι τυχαίο που εδώ και 300 χρόνια ο πλανήτης ανατριχιάζει με το Requiem του Mozart στις 3 πρώτες νότες. Δεν έχει να κάνει με την αποικιοκρατία. Οι Γερμανοί δεν πήγαν στην Ιαπωνία να τους πουν να παίξουν Bach. Κι όμως μερικοί απ’ τους καλύτερους παίκτες του είναι Ιάπωνες. Μίλησε στην ψυχή τους ο Bach και τον μελέτησαν. Το ίδιο είναι και με το άγχος. Δίνω την ψυχή μου γιατί τον αγαπάω τον Brahms και θέλω να το μοιραστώ. Ευλογία είναι. Τώρα πια λέω «ας κάνω και λάθος, ας μην τους αρέσει, δεν πειράζει. Εγώ ξέρω τι νιώθω και το μοιράζομαι». Ο καλλιτέχνης δυστυχώς, από υπερβολική ευαισθησία, έχει αφεθεί να γίνει υποχείριο πολλών άμουσων ανθρώπων, χοντροκομμένων ανθρώπων. Η ψυχή του καλλιτέχνη είναι πολύ λεπτή, δεν μπορεί να μιλήσει με χοντροκομμένους ανθρώπους, μ’ αυτούς που σε κοιτάνε και σε κρίνουν με ύφος «δε μου κάνεις, τα μαλλιά σου δε μ’ αρέσουν». Ειδικά στο χώρο της όπερας, στη showbiz, συμβαίνουν πολλά τέτοια. Εγώ συνεχίζω να αγαπάω τον Brahms και θέλω να το μοιραστώ. Μουσική κάνουμε επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Κι ο Beethoven επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς έγραφε, όχι επειδή κάποιοι θα τα ακούγανε. Αυτό θα πει γενναιοδωρία. Είτε λέγεται κάποιος Αλκίνοος Ιωαννίδης, είτε Χατζηδάκης, είτε Beethoven, γράφει για τη δική του ανάγκη, όχι για μένα και για σένα. Εδώ ο ίδιος δε θα τ’ άκουγε. Κι εμείς όλα αυτά τα έχουμε τζάμπα αυτήν τη στιγμή. Έχεις πάρει ό,τι πιο βαθύ έχει αποστάξει η ψυχή του ανθρώπου σε μορφή ήχου, τον συσσωρευμένο πόνο, τη ζήλεια, τον έρωτα. Όλα αυτά κάποιος τα έχει κάνει μελωδία κι εμείς το ακούμε σήμερα. Θα μπορούσε να μην το χει κάνει, θα μπορούσε να έδερνε τη γυναίκα του ή να μην είχε κάνει τίποτα ή να έχει αυτοκτονήσει. Ο Beethoven μάλιστα, εκεί στα 25 του είχε στείλει κι ένα γράμμα στους αδερφούς του, όταν άρχισε να κουφαίνεται που γράφει ότι σκεφτόταν να αυτοκτονήσει, αλλά τον έσωσε η τέχνη. Αυτό είναι γενναιοδωρία. Κι εμείς μετά κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Είναι σαν να σου έχει δώσει ο καλύτερός σου φίλος το παιδί του. «Θα λείψω για λίγο, το κρατάς;» Ε, άμα το προσέξεις αυτό το παιδί, άμα φερθείς τρυφερά απέναντι σε κάτι τόσο όμορφο και το αγαπήσεις και του μιλήσεις και το μεγαλώσεις -ξένο παιδί, έτσι; Δεν είναι το δικό σου- έχεις κάνει κάτι καλό στη ζωή σου.
Το ΑΙ συνθέτει και μουσική πια. Θα δημιουργήσει πρόβλημα λες αυτό;
Εγώ ξέρεις τι νομίζω ότι θα γίνει; Νομίζω ότι θα δημιουργηθεί όντως ένα πρόβλημα, γιατί θα μπορεί να γράφει μεγάλη ποσότητα, την οποία ήδη γράφει κάποιος κόσμος τώρα…Αλλά άμα σκεφτείς το πόση μουσική γράφεται καθημερινά που δεν είναι καλής ποιότητας, την ακούς μια και την ξεχνάς αμέσως, τότε τα καλά θα ξεχωρίζουν. «Θέλω μουσική για μια διαφήμιση, για ένα εστιατόριο, θέλω ένα popάκι για να πάει στη Eurovision και να τα σπάσει”. Αυτή είναι η χρησιμοθηρική πλευρά. Τόσες σειρές βλέπουμε στο Netflix, μας μένει όμως η μουσική; Σπάνια. Αλλά λες στον άλλο Star Wars και μπορεί να σου το σιγοτραγουδήσει. Λες Harry Potter και όλοι τη θυμόμαστε τη μουσική, ή αυτήν στη Λίστα του Σίντλερ. Γιατί; Γιατί ο John Williams είναι μεγάλος συνθέτης. Οπότε το ΑΙ θα αναγκάσει τους ανθρώπους να σταματήσουν να επαφίενται σε μια καλλιτεχνική τεμπελιά. Τώρα θα το κάνει ο υπολογιστής, κάποιοι όμως θα ξεχωρίζουν γιατί θα γράφουν μελωδιάρες.
Περισσότερες πληροφορίες για τον Βασίλη Βαρβαρέσο θα βρείτε: ΕΔΩ