Πίνακας περιεχομένων
Ένας κύκλος με πολλά πρόσωπα
Η Ομόνοια με τις πολλές φάσεις της και τα πολλά της πρόσωπα.
Με τις καλές στιγμές και τις δύσκολες.
Με τους ανθρώπους, τα κτίρια και τα τρόλεϊ.
Με τις ταμπέλες και τις πλατείες της.
Με την ιστορία της, τα συντριβάνια της, τα γκρι της και τα πράσινα.
Η Ομόνοια από ψηλά, από πλάγια, από πίσω και από κάτω.
Η Καλλιόπη, μούσα της Έμπνευσης, γυρίζει τα βράδια και φοβάται, ροδίζει στο πρωινό φως και ελπίζει.
Να σταματήσουμε να πάμε για εφημερίδες.
Να πάμε να πανηγυρίσουμε.
Να πάμε να ψωνίσουμε και να ψωνιστούμε.
Να πάμε να συζητήσουμε.
Να κλείσουμε ραντεβού στον επαρχιώτη ξάδελφο.
Να την τραγουδήσουμε και να την ερωτευτούμε.
Να την χαράξουμε και να την βρίσουμε.
Να την αγαπήσουμε τελικά.
Θρίαμβοι και πανωλεθρίες στον «ομφαλό της Ελλάδας»
Γιάννης Ράγκος
Ως «ομφαλό της Αθήνας» τη χαρακτηρίζει ο αθηναιογράφος Γιάννης Καιροφύλας, ενώ ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου επισημαίνει πως «είναι η πλατεία όλων των χωριών και όλων των πόλεων της χώρας». Αλλά, η Ομόνοια συγκροτεί διαχρονικά και ένα μνημονικό παλίμψηστο, όπου έχουν εγγραφεί οι πανωλεθρίες και οι θρίαμβοι της νεότερης Ελλάδας.
Θρίαμβοι, θρίαμβοι, θρίαμβοι
Ίσως, δεν υπάρχει άλλος τόπος στη χώρα που να συνδέεται οργανικότερα με τους εθνικούς «θριάμβους» της. Ενδεικτικά:
Το βράδυ της 4ης Απριλίου 1968, με τη δικτατορία των συνταγματαρχών να απαγορεύει δημόσιες συγκεντρώσεις, 300.000 άνθρωποι ξεχύνονται από το Παναθηναϊκό Στάδιο μέχρι την πλατεία Ομόνοιας για να γιορτάσουν τη νίκη της ΑΕΚ στον τελικό του ευρωπαϊκού Κυπέλλου Κυπελλούχων στο μπάσκετ.
Τρία χρόνια αργότερα, νέοι ξέφρενοι πανηγυρισμοί, μετά την πρόκριση του Παναθηναϊκού στον τελικό του Γουέμπλεϊ για το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης στο ποδόσφαιρο. «Η Ομόνοια ήταν ο μεγάλος μαγνήτης για το πολύωρο έξαλλο πανηγύρι», ανέφερε εφημερίδα της εποχής.
Τον Ιούνιο του 1987, εκατοντάδες άνθρωποι βουτούν στα νερά του σιντριβανιού, εκστασιασμένοι από τη νίκη της εθνικής ομάδας στο Eurobasket, ενώ 17 χρόνια αργότερα, ίδιες σκηνές επαναλαμβάνονται μετά την κατάκτηση του ποδοσφαιρικού Euro 2004 από την εθνική ομάδα. ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: λίγους μήνες μετά, η ελληνική εθνική ομάδα χάνει από την αντίστοιχη της Αλβανίας με 2-1, με τους Αλβανούς μετανάστες να συγκεντρώνονται επίσης στην πλατεία για να πανηγυρίσουν — και μερικούς «ένθερμους» Έλληνες να τους επιτίθενται, φωνάζοντας «Αλβανέ, δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ». Παρόμοιες συγκεντρώσεις γίνονται αργότερα, μετά από συλλογικές και εθνικές νίκες στο μπάσκετ (κατακτήσεις Euroleague) ή το ποδόσφαιρο.
Δίπλα στις αθλητικές επιτυχίες, τα κορναρίσματα, οι σημαίες και οι πανηγυρισμοί των νικητών στις εκλογές, κυρίως έως τα τέλη του προηγούμενου αιώνα.
Το έχει γράψει ο Γιώργος Ιωάννου: «Δεν είναι χρεία να πας πουθενά για να γνωρίσεις τους Έλληνες, εδώ τους γνωρίζεις καλύτερα».
«Ομφαλός» της Ελλάδας, «πίσω αυλή» της Αθήνας
Η Ομόνοια είναι χώρος «εξωστρεφής». Έχει όμως, ταυτόχρονα, μια μυστική ζωή γεμάτη ανθρώπινες πανωλεθρίες.
Εδώ, στα τέλη του 19ου αιώνα, συνωστίζονταν οι εξαθλιωμένοι νεαροί λούστροι, που τους εκμεταλλεύονταν στυγνά οι «εργοδότες» τους —εξαιρετικές περιγραφές βρίσκουμε στο μυθιστόρημα του Ι. Κονδυλάκη Οι άθλιοι των Αθηνών. Εδώ, στις αρχές του 20ου αιώνα, λειτουργούσαν τα «κακόφημα» καφέ-σαντάν και εκδιδόταν η εφημερίδα Παληάνθρωπος, που εκθείαζε την μποέμικη ζωή στην πρωτεύουσα. Εδώ, μετά τη λήξη του Εμφυλίου, περιέφεραν συλληφθέντες αντάρτες για να τους φτύνουν δημόσια «αγανακτισμένοι» εθνικόφρονες πολίτες. Εδώ, διαπόμπευαν τη δεκαετία του ’60 τους «τεντιμπόηδες» (καταδικασμένους με τον… περίφημο νόμο 4000), αφού προηγουμένως τους κούρευαν γουλί στο τέρμα της Πανεπιστημίου. Εδώ, συγκεντρώνονταν οι «παπατζήδες», λειτουργούσαν μερικοί από τους γνωστότερους κινηματογράφους που πρόβαλαν ταινίες πορνό, πωλούνταν στη μαύρη αγορά εισιτήρια ποδοσφαιρικών αγώνων. Εδώ, ιδιαίτερα τις δεκαετίες του ’70, του ’80 και του ’90, κυκλοφορούσαν τα «βαποράκια» των ναρκωτικών, οι εξαθλιωμένοι χρήστες και πολλοί άστεγοι που έβρισκαν καταφύγιο στον υπόγειο σταθμό. Εδώ, τη δεκαετία του ’90 γινόταν το αθέατο «σκλαβοπάζαρο» των Αλβανών (οικονομικών) μεταναστών, που αναζητούσαν οποιοδήποτε μεροκάματο. Εδώ, τον Οκτώβριο του 1999, ο Παντελής Καζάκος –που αργότερα θα γίνει γνωστό ότι σχετιζόταν με τη Χρυσή Αυγή– διέπραξε το πρώτο μαζικό ρατσιστικό έγκλημα στην Ελλάδα, δολοφονώντας δύο μετανάστες και τραυματίζοντας άλλους επτά σε τρία 24ωρα. Εδώ, τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα εξαπολύθηκαν διαδοχικές «επιχειρήσεις-σκούπα» για την απομάκρυνση παράνομων μεταναστών και τον έλεγχο (;) της εγκληματικότητας στην περιοχή.
Εδώ, ύστερα, ήρθε ο «εξευγενισμός»…
Ιστορία γραμμένη με αίμα
Η πλατεία έλαβε το (σημερινό) όνομά της τον Οκτώβριο του 1862, αμέσως μετά έξωση του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας (προηγουμένως ονομαζόταν πλατεία Όθωνος), ως συμβολική πράξη συμφιλίωσης του έθνους, ακριβώς επειδή νωρίτερα είχε αποτελέσει πεδίο αντιπαράθεσης και σφοδρών συγκρούσεων μεταξύ οθωνικών και αντιοθωνικών.
Επρόκειτο, ωστόσο, για ατελέσφορη (και αντι-ιστορική) προσδοκία. Μερικούς μήνες μετά, η ευρύτερη περιοχή βρέθηκε στο επίκεντρο τριήμερων μαχών, με εκατοντάδες νεκρούς, κατά τη διάρκεια των Ιουνιανών του 1863, όταν ενόψει της άφιξης του νέου βασιλιά Γεωργίου Α’, πήραν (κυριολεκτικά) τα όπλα οι δύο κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις της εποχής, Πεδινοί και Ορεινοί.
Την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916-1917), η πλατεία έγινε και πάλι χώρος πολιτικών αντιπαραθέσεων μεταξύ βενιζελικών και φιλοβασιλικών οπαδών, που συχνά κατέληγαν σε βίαιες συγκρούσεις.
Το καλοκαίρι του 1936, βρέθηκε στο επίκεντρο αντιδικτατορικών διαδηλώσεων (ας θυμηθούμε το καθεστώς της «4ης Αυγούστου» υπό τον Ιωάννη Μεταξά), όταν μάλιστα οι διαδηλωτές έριξαν ένα από τα οκτώ αγάλματα των μουσών που βρίσκονταν περιμετρικά της πλατείας πάνω σε τσιμεντένιους κίονες, σκοτώνοντας ένα άτομο. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1942, στη συμβολή των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος, η αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ υπό τον Κώστα Περρίκο ανατίναξε τα γραφεία της φιλοναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ.
Το 1966-67 ξέσπασαν «προβοκατόρικες» φωτιές σε διάφορα σημεία της περιοχής, ως –μία ακόμη– προπαρασκευή για τη δικτατορία της «21ης Απριλίου».
Κοντολογίς, θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι δεκαετίες τώρα το περίφημο σιντριβάνι της πλατείας «προσπαθεί» ‒μάταια– να ξεπλύνει τους τόνους αίματος που έχουν σωρευτεί στο υπέδαφός της.
Ομόνοια Platz
Λέανδρος Σλάβης
Ομολογώ ότι δεν έχω άμεση σχέση με την Ομόνοια. Γειτονιά μου (και σημείο αναφοράς) είχα την Πλατεία Αμερικής. Αργότερα, δε, ανακάλυψα πως ήμουνα Κυψελιώτης. Και παραμένω. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως η Ομόνοια δεν μπήκε με κάποιο τρόπο στη ζωή μου.
Αυτές οι για πολλές δεκαετίες διελεύσεις μου από την πλατεία μού επιτρέπουν να διατηρώ ακόμα και σήμερα ζωντανές εικόνες από τις διαδοχικές μεταμορφώσεις της. Μεταμορφώσεις για την αναγκαιότητα των οποίων συχνά αναρωτιέμαι. Γιατί, άραγε, πολλοί δημοτικοί άρχοντες διακατέχονται από μία εμμονή να αλλάζουν πατόκορφα τα φώτα…, εεε συγγνώμη, τη μορφή κάποιων πλατειών χωρίς προφανή ανάγκη ανάπλασης; Πρόκειται μήπως για ματαιοδοξία να συνδέσουν το όνομά τους με τη νέα διαμόρφωση (παρότι κινδυνεύουν έτσι να βρεθούν υπόλογοι για κακοποίηση του αστικού τοπίου αν αυτή δεν αρέσει και να κατηγορηθούν για έλλειψη σεβασμού προς την παράδοση); Αν ναι, λάθος τους! Οι πόλεις έχουν ανάγκη να διατηρούν την παραδοσιακή τους όψη όπου αυτή δεν ενοχλεί.
Παρένθεση: το αστείο της υπόθεσης είναι πως αυτές οι συχνότατα άσκοπες αναπλάσεις οργανώνονταν την ίδια εποχή που σε άλλες πλατείες που ανασκάπτονταν εκ βάθρων εξαιτίας έργων (π.χ. υπόγειων χώρων στάθμευσης) υπήρχε ρητή απαίτηση οι ισόγειες επιφάνειες (δηλαδή οι πλατείες) να επανέλθουν «στην προτεραία τους κατάσταση»! Από αυτή την τάση, πάντως, δεν γλίτωσε ούτε η Ομόνοια (η πλατεία της εννοείται). Και υπέστη τις μεταμορφώσεις της.
Την προπολεμική της μορφή με τις Μούσες της περιόδου 1930-1936 προφανώς δεν την γνώρισα. Ό,τι έρχεται στο νου μου οφείλεται στις φωτογραφίες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και σε κάτι οικογενειακές καρτ-ποστάλ. Ανάλογα, δεν θυμάμαι ούτε καν αμυδρά τη μορφή της στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν ακόμα ήταν προσβάσιμη στο κοινό και με μορφή πραγματικής πλατείας. Πάντως, οι εικόνες της εκείνων των περιόδων και παρά τις κατά καιρούς αλλαγές, την κατατάσσουν στη χορεία των ονομαστών νεοκλασικών πλατειών ή πλατειών της belle-époque των ευρωπαϊκών πόλεων ως Ομόνοια Platz.
Αυτή η μορφή, ωστόσο, δεν έμελλε να μακροημερεύσει περαιτέρω. Δεκαετία του ’50 και δεν έμεινε τίποτε που να θυμίζει την παλιά Ομόνοια. Η κυκλοφορία των οχημάτων περιέκλεισε περιφερειακά την πλατεία, οι πεζοί δεν είχαν πλέον πρόσβαση σε αυτήν (με εξαίρεση κάποιους θαρραλέους και το πλήθος τις βραδιές αθλητικών πανηγυρισμών), τα νεοκλασικά της στοιχεία εξαφανίστηκαν και τη θέση τους πήρε μία εσωτερική υδάτινη επιφάνεια μέσα σε ένα ακανόνιστο πεντάγωνο (και αυτή μέσα σε μία εξωτερική υδάτινη επιφάνεια με περίμετρο ακανόνιστου εξαγώνου), την οποία περιέβαλλε μια επιφάνεια στην αρχή με σκληρό υλικό και αργότερα με γκαζόν. Διατήρησε, ωστόσο, τη μορφή της κυκλικής πλατείας, αν και σήμα κατατεθέν της ήταν πλέον τα σιντριβάνια της και, ιδιαίτερα, εκείνος ο λοξός πίδακας! Ήταν πλέον η Ομόνοια (πλιτς-)πλάτς.
Κάπου τριάντα χρόνια άντεξε ουσιαστικά αναλλοίωτη αυτή η μορφή, ωσότου γύρω στο 1988 τα πεζοδρόμια των οικοδομικών τετραγώνων που την περιστοιχίζουν εμπλουτίστηκαν με φοίνικες, καταργήθηκε –προς μεγάλη λύπη πολλών πρωτευουσιάνων– το λοξό σιντριβάνι και μέσα στην κεντρική υδάτινη επιφάνεια τοποθετήθηκε το από γυάλινες πλάκες γλυπτό του Κώστα Βαρώτσου «Δρομέας». Κατά τα άλλα, βέβαια, η Ομόνοια διατηρούσε τη μορφή μη προσβάσιμης «πλατείας» ακόμα και στην περίοδο Ομόνοια glass.
Η οποία, όμως, δεν επέζησε καλά καλά μια δεκαπενταετία. Αρχές του 21ου αιώνα και η πλατεία υπέστη την κατά την άποψή μου –«de gustibus et coloribus non est disputandum»– χειρότερη μεταμόρφωσή της. Ναι μεν κατέστη εκ νέου προσβάσιμη για τους πεζούς, αλλά με τη διακοπή της περιφερειακής κυκλοφορίας και με το νέο επίμηκες σχήμα της έπαψε να εκπέμπει την αίσθηση της πλατείας. Περισσότερο έμοιαζε με φαρδύ επίμηκες πεζοδρόμιο. Επιπλέον, έχασε τους πίδακές της, στερήθηκε τους φοίνικές της, αλλά και τον «Δρομέα» της, ο οποίος είχε καθιερωθεί ως το νέο της τοπόσημο. Αυτός μεταφέρθηκε σε άλλη πλατεία της Αθήνας. Γιατί δεν προβλέφθηκε επαναφορά του μετά τη νέα διαμόρφωση και με ποιο κριτήριο επιλέχθηκε η νέα του θέση δεν γνωστοποιήθηκε — αν και δεν είναι δύσκολο να το υποθέσει κανείς. Πρόσθετα, κυριάρχησε μία σκληρή επιφάνεια, η οποία πρόσφερε στέκι σε κάθε «πικραμένο». Τέλος, το σημαντικότερο, η πλατεία απώλεσε τον «δημοκρατικό» χαρακτήρα της. Μέχρι τότε «έβλεπε» (και την έβλεπαν) το ίδιο γύρω-γύρω, δηλαδή η όψη της, από οποιονδήποτε δρόμο που συνέκλινε σε αυτήν και αν την κοίταζε κάποιος, ήταν πάνω-κάτω εξίσου καλή (ή κακή), καθώς το περιφερειακό ρείθρο της ήταν ισοϋψές, ακολουθώντας την κλίση του οδοστρώματος που περιέβαλλε την πλατεία. Με τη νέα διαμόρφωση η πλατεία «έβλεπε» πλέον προς την οδό Αθηνάς (προσφέροντας το «προφίλ» της προς τις υπόλοιπες κατευθύνσεις), ενώ, με την απόλυτη οριζοντίωσή της και τη συνακόλουθη ύψωση ενός τοιχίου προς την απέναντι πλευρά (σε συνδυασμό με τη συγκέντρωση διάφορων αντιαισθητικών απολήξεων προς τα εκεί), έστρεψε τα «οπίσθιά» της προς την οδό Γ’ Σεπτεμβρίου! Ήταν πλέον η Ομόνοια trash!
Δυστυχώς, αυτή η επαίσχυντη μορφή επέζησε. Ευτυχώς, μόνο κάτι λιγότερο από μία 20ετία. Το 2020 επιχειρήθηκε μία βελτίωση της κατάστασης. Επανήλθαν οι πίδακες και έδωσαν με το φωτισμό τους χρώμα –και δροσιά τις ζεστές ημέρες–στην περιοχή, τα νέα ξενοδοχεία και καφέ γύρω-γύρω της χάρισαν μια άλλη λάμψη, πιο μοντέρνα. Η πλατεία, όμως, παρέμεινε «μη πλατεία». Και, το κυριότερο, παρά τη σχετική βελτίωση, τα «οπίσθιά» σου εξακολουθούν να είναι στραμμένα προς την ίδια κατεύθυνση…
Ομόνοιά μας!
Η παλμική καρδιά της Αθήνας
Umberto Davoli
Κανείς δεν μπορεί να πει ότι έχει επισκεφτεί την Αθήνα χωρίς να έχει περάσει από την Ομόνοια. Την παλμική καρδιά της Αθήνας. Τη γενεσιουργό κοιλιά της μητρόπολης. Το σπλαχνικό σύμβολο μιας σημερινής Βαβυλώνας στην οποία διασταυρώνονται δρόμοι, γεγονότα, συναισθήματα, χαοτικά και σκονισμένα, ανακατεύοντας στην ψυχή τη βεβαιότητα μιας εφήμερης και μοιραίας ύπαρξης.
Σκιές γιγάντων που προηγήθηκαν και επιφανή τσαλακωμένα φαντάσματα καθρεφτίζονται στη φθαρμένη άσφαλτο και στα μουδιασμένα πεζοδρόμια. Κουρασμένοι βρυχηθμοί ξεχασμένων πλέον τιτανομαχιών αναμειγνύονται με τους καθημερινούς θορύβους των ανώνυμων και απογοητευμένων ημερών. Και στις υγρές, βροχερές νύχτες, οι μακρινές φωσφορίζουσες λάμψεις υπόσχονται δελεαστικές περιπέτειες που δεν θα εκπληρωθούν.
Τα πάντα καταβροχθίζει η αχανής πλατεία, για να ξερνάει μετά την άτυχη κατεύθυνση των μπερδεμένων δρόμων.
Οδός Αθηνάς, η πύλη προς τα παγανιστικά θέλγητρα της Ακρόπολης, της Πλάκας, της θορυβώδους Αγοράς. Οδός Πειραιώς, ο ομφάλιος λώρος που ενώνει την Αθήνα με τον Πειραιά, φορτωμένος με μπαχαρικά και ρεμπέτικα. Οδός Σταδίου, εισιτήριο πρόσκλησης στα «καλά σαλόνια» του Συντάγματος και της Βουλής. Οδός Πανεπιστημίου, με την ακροβατική αρχιτεκτονική του Σίλερ. Οδός Πατησίων, με το αξεπέραστο δίδυμο Μουσείου/Πολυτεχνείου. Οδός 3ης Σεπτεμβρίου, συναρπαστικό μονοπάτι στις εξωτικές φτωχογειτονιές της Πλατείας Βάθης και της Βικτωρίας. Οδός Αγίου Κωνσταντίνου, απόδραση από την Αθήνα προς την Κόρινθο και τα Ελευσίνια μυστήρια.
Ομόνοια, διεθνές διαβατήριο για τους χαμένους παραδείσους της επιλεγμένης πόλης και σκοτεινή κατάβαση προς τους κολασμένους κύκλους του μετρό, στην είσοδο του οποίου ένας ζητιάνος, στο ρόλο του Χάροντα, ζητά το αντίτιμο που επιτρέπει την πρόσβαση στον Άδη. Άπειρες επεμβάσεις πλαστικής χειρουργικής προσπάθησαν να βάλουν πρόσωπο σε αυτό το πεισματάρικο και ανεξήγητο τετράγωνο, αλλά πάντα αποδεικνύονταν ελλιπείς και ανεπαρκείς. Το μυστήριο της γοητείας αυτού του τόπου/συμβόλου παραμένει άλυτο και ανεξήγητο. Η αυθεντικότητά του δεν βρίσκεται στα μνημεία, στα συντριβάνια, στα κτίρια, αλλά ίσως στην άρρητη μαρτυρία των ανθρώπινων προκλήσεων και ηττών που υποδηλώνουν τη χαοτική ανάπτυξη μιας σαγηνευτικής και αινιγματικής μητρόπολης.
Oι ακτίνες του ήλιου της Ομόνοιας
Ηλέκτρα Τζώρτσου
Πανεπιστημίου:
Σχεδιάστηκε ως βουλεβάρτο και μάλιστα έφερε το όνομα οδός βουλεβάρτου ή μεγάλη οδός. Γνωστή κάποτε και ως η λεωφόρος με τις γαζίες. Ήταν έτοιμη από το 1859, επί δημαρχίας Γ. Σκούφου. Η κατασκευή συνάντησε πολλά εμπόδια και ήταν πολυδάπανη, διότι το έδαφος σε όλο το μήκος της ήταν πετρώδες, διασχιζόταν από ρεματιά και υπήρχαν βαθιά χαντάκια που η κάλυψή τους ήταν δύσκολη. Ήταν χώρος περιπάτου για τους Αθηναίους, αργότερα ονομάστηκε Πανεπιστημίου (λόγω του Πανεπιστημίου). Ήταν ένας από τους ωραιότερους δρόμους της πρωτεύουσας, καθώς εκτός της Τριλογίας (Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Βιβλιοθήκη) διέθετε υπέροχα αρχοντικά, τα οποία όμως δεν υπάρχουν πια. Μετά το 1910, επικράτησε το τοπωνύμιο «Δαρδανέλλια» για την αρχή της οδού, το οποίο διατηρήθηκε για τρεις περίπου δεκαετίες. Προέκυψε γιατί εκεί υπήρχαν δύο κοσμικά ζαχαροπλαστεία, το ένα απέναντι από το άλλο. Το πρώτο που άνοιξε ήταν του Γιαννάκη (Πανεπιστημίου 5), το 1905, και ακολούθησε το Ντορέ (Maison Doree) το 1908 (Πανεπιστημίου 2). Κανένας δεν μπορούσε να περάσει χωρίς να σχολιάσει. Τα δύο ζαχαροπλαστεία συναγωνίζονταν ποιο θα κερδίσει την πιο κομψή και κοσμική πλατεία της Αθήνας.
Πειραιώς:
Χαράχτηκε από τους Βαυαρούς γεωμέτρες Μπέρναρτ και Χόλτερ και το 1836 είχε ήδη κατασκευαστεί σε μήκος 8 χλμ.
Είναι η πρώτη αμαξιτή οδός της Αθήνας. Το 1842 είχαν επιβληθεί διόδια για τις διερχόμενες άμαξες. Η εγκατάσταση του εργοστασίου μεταξουργίας (1854) και του εργοστασίου αεριόφωτος (1862), προσέδωσαν στην περιοχή εργατικό χαρακτήρα. Άρχισαν να πληθαίνουν και οι βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, ενώ ακολούθησαν και τα βυρσοδεψεία. Μέχρι το Β’ Π.Π. τα εργοστάσια είχαν πληθύνει στην οδό Πειραιώς, ενώ η βιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής συνεχίστηκε και τις δύο μεταπολεμικές δεκαετίες.
Αγίου Κωνσταντίνου:
Το σημερινό κτίριο του Εθνικού Θεάτρου χτίστηκε την περίοσο 1895-1901 ως Βασιλικό Θέατρο, σε σχέδια Ερνέστου Τσίλλερ, με εμφανή αναγεννησιακά στοιχεία. Η επιλογή του οικοπέδου επικρίθηκε ως ακατάλληλη, καθώς η θέση του θεωρήθηκε απόμερη, αλλά και «λίαν κατωφερής», ενώ η έλλειψη ελεύθερου χώρου δεν επέτρεπε τη δημιουργία μιας, μικρής έστω, πλατείας, η οποία θα αναδείκνυε το κτίριο. Πρώτος διευθυντής του θεάτρου υπήρξε ο Άγγελος Βλάχος. Το 1930, με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Παιδείας Γ. Παπανδρέου, ιδρύθηκε το Εθνικό Θέατρο, με πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς στόχους. Το κτίριο ανακαινίστηκε από τον αρχιτέκτονα Α. Μεταξά με τη συνεργασία του σκηνογράφου Πάνου Αραβαντινού και απέκτησε νέες σύγχρονες μηχανικές εγκαταστάσεις. Η εναρκτήρια παράσταση δόθηκε στις 19 Μαρτίου 1932 με τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου και το Θείος Όνειρος του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Την ίδια χρονιά λειτούργησε και η Δραματική Σχολή του Εθνικού.
Σταδίου
Από τις πρώτες που χαράχτηκαν στην Αθήνα. Το όνομά της το οφείλει στην αρχική πρόβλεψη να φτάνει ως το Στάδιο.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1850 ήταν ακόμα απόκεντρη και αδιάβατη και την διέσχιζε ρέμα βάθους τριών μέτρων, το οποίο κατέβαινε από τον Λυκαβηττό μέσω της οδού Κοραή και κατέληγε στην οδό Πειραιώς. Ξύλινες γέφυρες συνέδεαν τις δύο πλευρές του δρόμου. Η κακή κατάστασή τους και ο υποτυπώδης φωτισμός έκαναν επικίνδυνη τη διάβαση. Όταν καλύφθηκε το ρέμα (1857), φυτεύτηκαν ακακίες, γι’ αυτό ονομαζόταν και «Λεωφόρος των Ακακιών». Το 1911 ο Δήμος τις ξερίζωσε. Μετά τον Β’ Π.Π. μετονομάστηκε σε οδό «Τσώρτσιλ», ονομασία που δεν επικράτησε ποτέ.
Στη Σταδίου δημιουργήθηκαν κάποιες από τις πρώτες κινηματογραφικές αίθουσες αλλά και τις πιο πολυτελείς, γι’ αυτό έχει χαρακτηριστεί και «οδός του κινηματογράφου».
3ης Σεπτεμβρίου
Η βόρεια πλευρά της Ομόνοιας, προς την 3ης Σεπτεμβρίου, είχε την πυκνότερη και πιο κοσμική κίνηση. Εκεί στεγάστηκαν και πολυτελή καφενεία. Μέχρι το 1910, στην πλατεία Ομονοίας και συγκεκριμένα μεταξύ των οδών Αγ. Κωνσταντίνου, Ίωνος και 3ης Σεπτεμβρίου, δίνονταν παραστάσεις τσίρκου πάνω στο δρόμο. Η ευρύτερη περιοχή της 3ης Σεπτεμβρίου, όταν ήταν ακόμα άχτιστη και ο δρόμος δεν είχε χαραχτεί, ήταν τόπος όπου οι γριές θεραπεύτριες μάζευαν χαμομήλια και άγρια βότανα για την παρασκευή μαντζουνιών.
Αθηνάς:
Από τους πρώτους δρόμους που χαράχτηκαν (1835), όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα και από τους πρώτους που ηλεκτροφωτίστηκαν με λαμπτήρες (1904). Ονομαζόταν και «οδός των θαυμάτων», γιατί εκεί εμφανίζονταν «θεραπευτές» που πουλούσαν με τη βοήθεια αβανταδόρων παράδοξα σκευάσματα, υπαίθριοι οδοντίατροι που «δρούσαν» επιτόπου, αθλητές χειροδύναμοι που πραγματοποιούσαν εντυπωσιακά «κατορθώματα» και άλλοι που επεδείκνυαν «τέρατα της φύσεως» — γι’ αυτό είχε επίσης και την επωνυμία «οδός των τεράτων». Εκεί άλλωστε, δίπλα στο υπόγειο καφέ-σαντάν του Μπάγκειου, υπήρχε και το «υπόγειο των θαυμάτων», όπου τελάληδες καλούσαν τους περαστικούς να περάσουν για να δουν «μια κομμένη κεφαλή που κινείται και μιλεί» ή «ένα μοσχάρι με πέντε πόδια». Χαρακτηριστικοί ήταν και οι λοταρτζήδες που έστηναν τις λοταρίες τους στην οδό Αθηνάς. Ειδικά από την παραμονή Πρωτοχρονιάς μέχρι τα Θεοφάνεια, στηνόταν εκεί μεγάλο υπαίθριο παιχνίδι για την καλή νέα χρονιά. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, η Αθηνάς, όπως και η ευρύτερη περιοχή, φιλοξένησε πρόσφυγες μικροπωλητές, σαράφηδες, μικροεπαγγελματίες. Ο δρόμος εγκαταλείφθηκε σταδιακά από τους παλαιούς κατοίκους του, ενώ οι οικίες του θα στέγαζαν κυρίως ξενοδοχεία δεύτερης και τρίτης κατηγορίας.
Διαβάστε εδώ το Δεύτερο Μέρος
Διαβάστε εδώ το Τρίτο Μέρος