Πιάνω το νήμα από εκεί που το είχα αφήσει πριν δύο χρόνια, εδώ στην Πόλη που Ζει*. Έλεγα πως Πάσχα στα εβραϊκά σημαίνει «πέρασμα». Που για το αρχαίο Ισραήλ ήταν το πέρασμα από τη δουλεία στην ελευθερία· από τη σκλαβιά του Φαραώ στην πορεία προς τη Γη της Επαγγελίας. Και που μετά την εμπειρία του σταυρού και της ανάστασης οι μαθητές του Χριστού το επανατοποθέτησαν σε μια βάση ριζικά υπαρξιακή: σαν πέρασμα από την επικράτεια του θανάτου στο βασίλειο της ζωής.
Καταλαβαίνω αυτούς που τα χλευάζουν αυτά, όσους τα βλέπουν σαν ξεπερασμένα πράγματα. Διότι η ανθρωπότητα, ιδίως ο δυτικός κόσμος, ζυμώθηκε τους τελευταίους αιώνες με την ιδέα ενός άλλου περάσματος: από το «μύθο» στο «λόγο» και από την παραμυθία της τελετουργικής λατρείας στη ρεαλιστική παρηγοριά της τεχνολογίας.
Υπάρχει όμως εδώ κάτι οξύμωρο. Διότι ενώ το βρίσκουμε πλέον παράλογο να πιστεύουμε σε έναν εξωκόσμιο θεό, μπορούμε άνετα να ακούμε για «υπερχορδές» και «πολλαπλά σύμπαντα», των οποίων, εννοείται, δεν έχουμε καμία απολύτως αίσθηση. Και ενώ μας φαίνεται παρανοϊκή η προσδοκία της κοινής ανάστασης, εντούτοις φλερτάρουμε με την ιδέα μιας τεχνοϊατρικής «θεραπείας» του θανάτου, μερικής ή ακόμα και ολικής. Εντέλει, από τον θεάνθρωπο μάς είναι πιο οικείος ο μετάνθρωπος.
Αυτό δεν είναι επικράτηση του λόγου, ούτε με την έννοια της επιστήμης ούτε με την έννοια της κοινής λογικής. Είναι η «εκδίκηση» του πνευματικού· η επιστροφή του από την πίσω πόρτα με τη μορφή μιας επιστημονικοφανούς μεταφυσικής. Διότι –ταπεινή μου γνώμη– ό,τι και να κάνει ο άνθρωπος, δεν μπορεί να αρνηθεί το πνευματικό του στοιχείο. Το μόνο που μπορεί είναι να το διαστρέψει. Είναι η σύγχρονη Βαβέλ.
Μέχρι να ξαναβρούμε –αν μας φωτίσει ο Θεός– την εμπειρία ενός νέου περάσματος· του δικού μας Πάσχα…