Ένας κύκλος με πολλά πρόσωπα
Η Ομόνοια με τις πολλές φάσεις της και τα πολλά της πρόσωπα.
Με τις καλές στιγμές και τις δύσκολες.
Με τους ανθρώπους, τα κτίρια και τα τρόλεϊ.
Με τις ταμπέλες και τις πλατείες της.
Με την ιστορία της, τα συντριβάνια της, τα γκρι της και τα πράσινα.
Η Ομόνοια από ψηλά, από πλάγια, από πίσω και από κάτω.
Η Καλλιόπη, μούσα της Έμπνευσης, γυρίζει τα βράδια και φοβάται, ροδίζει στο πρωινό φως και ελπίζει.
Να σταματήσουμε να πάμε για εφημερίδες.
Να πάμε να πανηγυρίσουμε.
Να πάμε να ψωνίσουμε και να ψωνιστούμε.
Να πάμε να συζητήσουμε.
Να κλείσουμε ραντεβού στον επαρχιώτη ξάδελφο.
Να την τραγουδήσουμε και να την ερωτευτούμε.
Να την χαράξουμε και να την βρίσουμε.
Να την αγαπήσουμε τελικά.
Ομόνοια, το κέντρο της πόλης
Συνέντευξη του Φίλλιπου Φιλλίπου στον Χρύσανθο Ξάνθη
Φυλλομετρώ το βιβλίο ΟΜΟΝΟΙΑ 2000, ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΝ ΟΜΦΑΛΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ), του Φίλιππου Φιλίππου. Πέρασαν 23 χρόνια. Η αλήθεια είναι πως μαγκώνομαι. Φοβάμαι την απαισιοδοξία μου. Παίρνω θάρρος από μία τοτινή φράση του: «Μέσα στις προθέσεις μου είναι και η έκφραση συναισθημάτων αγάπης για την Αθήνα, της οποίας η Πλατεία (Ομονοίας) αποτελεί την καρδιά. Είναι βέβαιο πως όσοι την αγαπούν, οι μυριάδες ιθαγενείς και μη που τους θέλγει, θα βρουν τρόπο να επικοινωνήσουν μ’ αυτήν, να μιλήσουν μαζί της».
Υποκλίνομαι στην «ποδαράτη» εργασία του, η οποία κατέληξε στο βιβλίο, και επιχειρώ κάποιες ερωτήσεις.
Πόσο καιρό σου πήρε να γράψεις τον «Ομφαλό»;
Η ιδέα ήταν παλιά. Μου είχε αρέσει το βιβλίο του Γιώργου Ιωάννου Ομόνοια 1980 και ήθελα να γράψω κάτι παρόμοιο. Άφησα το χρόνο να περάσει και στο τέλος του εικοστού αιώνα άρχισα να περιπλανιέμαι στην πλατεία και τους γύρω δρόμους, να συλλέγω κείμενα άλλων και να γράφω τα δικά μου. Έτσι προέκυψε το βιβλίο μου, με τις αισθαντικές φωτογραφίες του Στράτου Καλαφάτη — η σκέψη για την εικονογράφηση ήταν του Σταύρου Πετσόπουλου, εκδότη της Άγρας.
Προστρέχεις σε αυτό συχνά ή όχι;
Ειλικρινά, δεν ανατρέχω καθόλου σε αυτό, το ίδιο κάνω με όλα τα βιβλία μου.
Περνάς συχνά από την Ομόνοια; Πες μου ειλικρινά, τη γεύση που σου αφήνει.
Περνάω συχνά, πολύ συχνά, κατεβαίνω από το μετρό και πηγαίνω σε εκδότες, βιβλιοπωλεία και μαγαζιά. Δεν νιώθω τίποτα, η πλατεία είναι ένα σημείο της Αθήνας όπως τα άλλα.
Θυμάσαι την πρώτη φορά που βρέθηκες στην Πλατεία;
Ναι, ήταν το 1962, όταν μετακομίσαμε από την Κέρκυρα στην Αθήνα. Μέναμε στα Εξάρχεια κι ο πατέρας είχε προηγηθεί. Εγώ η μάνα και η αδελφή μου βγήκαμε από το καράβι στο λιμάνι του Πειραιά και τραβήξαμε για τον σταθμό του ηλεκτρικού — τα πράγματά μας βρίσκονταν ήδη στο σπίτι. Κατεβήκαμε στην Ομόνοια, ανεβήκαμε τις κυλιόμενες σκάλες και πήγαμε με τα πόδια να βρούμε τον πατέρα.
Πες μας κάποια γεγονότα που έχεις ζήσει εκεί.
Α, είναι πάρα πολλά, θα αναφέρω το πιο σημαντικό. Ιούλιος 1965, ο φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας είχε σκοτωθεί σε μια διαδήλωση στην οδό Σταδίου, έξω από τον κινηματογράφο «Αττικόν» — εγώ πρόλαβα να φύγω μόλις άρχισαν οι συγκρούεις με την αστυνομία. Την επόμενη μέρα ήμουν έξω από τον κινηματογράφο «Έλλη» στην οδό Ακαδημίας και είδα μια ομάδα καμιά δεκαριά νέων να κατηφορίζουν προς την πλατεία Κάνιγγος φωνάζοντας συνθήματα. Πήγα μαζί τους, φτάσαμε στην Πατησίων κι από ’κει στην Ομόνοια. Σταματήσαμε έξω από το ξενοδοχείο «Ομόνοια» –το σημερινό Hondos Center– ήδη ήμαστε καμιά πενηνταριά. Εκεί, οι επικεφαλής άρχισαν να τραγουδούν το τραγούδι που είχε γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης, «Σωτήρη Πέτρουλα, σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η λευτεριά». Μα το είπαν κάμποσες φορές, κι όταν το μάθαμε, αρχίσαμε να κατηφορίζουμε την οδό Αγίου Κωνσταντίνου τραγουδώντας το. Πήραμε την Αχιλλέως, βγήκαμε στη Λένορμαν και φτάσαμε στον Κολωνό, σε μια εργατική συνοικία, στο σπίτι του Πέτρουλα. Το φέρετρο με τον νεκρό βρισκόταν στη μέση ενός δωματίου, περιτριγυρισμένο από κλαμένες μαυροφόρες γυναίκες.
Καταφέρνεις να ψηλαφίσεις την ψυχή της Ομόνοιας παρά τις αλλαγές που έχουν γίνει ή έχει πια αλλοιωθεί πλήρως;
Όχι, δεν το προσπαθώ καθόλου. Έχω μεγαλώσει πολύ, έχω αφήσει πίσω μου την παιδική και την εφηβική μου ηλικία. Τίποτα πλέον δεν μου κάνει εντύπωση, η Ομόνοια που γνώρισα έχει πεθάνει μέσα μου.
Κλείνεις ραντεβού με έναν φίλο στην Ομόνοια. Ποιος είναι; Πού βρίσκεστε; Τι κάνετε;
Έχω βρεθεί πολλές φορές με φίλους στην πλατεία. Κάποτε συναντιόμουν μαζί τους έξω από το φαρμακείο του Μπακάκου που ήταν σημείο ραντεβού, αργότερα μεταφέρθηκε στην Αγίου Κωνσταντίνου. Το μοναδικό σημείο των συναντήσεών μας τώρα είναι η υπαίθρια καφετέρια του Βενέτη. Ενίοτε, μπαίνουμε στο εσωτερικό της, στο πρώην καφενείο «Νέον». Έχω γράψει κι ένα διήγημα για το εμβληματικό καφενείο, όπου πίνω καφέ με τον Μένη Κουμανταρέα — μια συνάντηση απολύτως φανταστική. Ο Κουμανταρέας, κάτοικος Κυψέλης, έχει γράψει κείμενο για την Ομόνοια, το οποίο έχω παραθέσει στο βιβλίο μου.
Πες μας ένα αγαπημένο στέκι σου στην Ομόνοια, ακόμα κι αν αυτό δεν υπάρχει σήμερα.
Αγαπημένο μου στέκι είναι μόνο το πρώην «Νέον». Στο καινούργιο μου μυθιστόρημα, που θα βγει μέσα στο 2024, το αναφέρω ξανά. Εφέτος, μετά την Πρωτοχρονιά, πήγα και αγόρασα μια βασιλόπιττα, μια πίτα-κέικ, όπως την χαρακτήρισε η ευγενική πωλήτρια.
Όλα αυτά τα χρόνια έχεις ακούσει κάποια πρόταση από δήμαρχο, πολιτικό κ.λπ. που να σου έδωσε ελπίδα για την πλατεία;
Ουδέποτε κάποιος δήμαρχος της Αθήνας νοιάστηκε για την Ομόνοια, όλοι τους μένουν σε άλλες γειτονιές, αρκετά μακριά. Βέβαια, το δημαρχείο βρίσκεται πολύ κοντά, αλλά πάνε εκεί με αμάξι. Δεν περπατούν ποτέ στην πλατεία. Ασφαλώς, ούτε οι πολιτικοί ενδιαφέρονται, δεν την εντάσσουν στις εξαγγελίες τους.
Στο βιβλίο κάνεις αναφορά στην πάλη ανάμεσα στο «αμέρικαν γουέι οφ λάιφ» και στο πατροπαράδοτο σουβλάκι. Είκοσι τρία χρόνια μετά, αυτή η διαπάλη έχει λήξει;
Όχι, η διαπάλη δεν έχει λήξει. Η Ομόνοια είχε πάντα σουβλατζίδικα για πελάτες μόνιμους κατοίκους της Αθήνας και περαστικούς επαρχιώτες. Νομίζω ότι η μάχη ανάμεσα στο πατροπαράδοτο πρόχειρο ελληνικό φαγητό και στο ξενόφερτο burger έχει λήξει υπέρ του πρώτου — κάποια μαγαζιά με αμερικανικά προϊόντα έχουν κλείσει.
Αν μπορούσες να αλλάξεις κάτι, τι θα ήταν αυτό; Ή αλλιώς, τρία πράγματα που σε πληγώνουν.
Θυμάμαι πάντα την Ομόνοια της δεκαετίας του ’60, αυτή έχει τελειώσει οριστικά. Αν μπορούσα ν’ αλλάξω κάτι, θα ήταν να την κάνω πράσινη. Είναι μια πλατεία χωρίς δέντρα, ούτε τότε υπήρχαν, δεν ξέρω γιατί. Με πειράζει η εγκατάλειψή της, μέρα και νύχτα, κανείς δεν νοιάζεται γι’ αυτήν, όπως γίνεται με την πλατεία Συντάγματος. Πρόσφατα, στις δέκα το πρωί, είδα μια σκηνή που μου προξένησε θλίψη και οργή. Ένα όμορφο κορίτσι βοηθούσε σκυφτό ένα αγόρι που καθόταν στην οδό Δώρου, απέναντι από το παλιό «Μινιόν», να κάνει ένεση στο μπράτσο του. Γιατί εκεί και όχι αλλού; Διότι κάπου εκεί κοντά κάποιος τους προμήθευσε τη δόση του ναρκωτικού.
Τι είναι η Ομόνοια τελικά; Ελπίζουμε στη διαχρονία της;
Η Ομόνοια ήταν πάντα η καρδιά της Αθήνας, ή αλλιώς ο ομφαλός της. Πιστεύω πως έτσι θα είναι και στο μέλλον, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Αφιέρωσε ένα τραγούδι στον πολύπαθο κύκλο.
Συχνά μου έρχονται στο μυαλό οι στίχοι του Διονύση Σαββόπουλου: «Η πλατεία ήταν γεμάτη, με το νόημα που ’χει κάτι απ’ τις φωτιές. Στις γωνίες και τους δρόμους από συντρόφους οικοδόμους, φοιτητές».
Tα πολλά πρόσωπα της Ομόνοιας
Τάσης Παπαϊωάννου
Αρχιτέκτων – Ομότιμος Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Σε κάθε πόλη υπάρχουν κάποιοι ξεχωριστοί δημόσιοι χώροι που την χαρακτηρίζουν και αποτελούν το «σήμα κατατεθέν» της. Παρακολουθούν μέσα στο πέρασμα του χρόνου όλες τις εξελίξεις, τις αλλαγές, τις μεταλλάξεις που συμβαίνουν στο σώμα της και διηγούνται την ιστορία της. Ένας τέτοιος ιδιαίτερος χώρος για την Αθήνα είναι αναμφίβολα η πλατεία Ομονοίας.
Η πλατεία Ομονοίας εκφράζει στο χώρο τον κτιριακό πολιτισμό μας, αυτά που έγιναν αλλά κι αυτά που δεν έγιναν ποτέ στην Αθήνα — από την ίδρυσή της ως πρωτεύουσας του νεοελληνικού κράτους μέχρι τις μέρες μας. Δεκάδες ρυμοτομικά και πολεοδομικά σχέδια εκπονήθηκαν στο παρελθόν, κανένα όμως δεν ευτύχισε να ολοκληρωθεί, αφού μονίμως σκόνταφτε πάνω στα συμφέροντα των ιδιοκτητών γης, οι οποίοι αντιδρούσαν και στο τέλος κατάφερναν να ακυρώσουν στην πράξη την υλοποίησή τους. Έτσι, η πόλη επεκτεινόταν άναρχα, κυρίως βάσει ιδιωτικών πολεοδομήσεων που εντάσσονταν εκ των υστέρων στο σχέδιο πόλεως. Με αποτέλεσμα τον πλήρη κατακερματισμό της γης, το ανελέητο χτίσιμο κάθε σπιθαμής του εδάφους της, την απουσία των αναγκαίων ελεύθερων χώρων πρασίνου και πλατειών μέσα στο υπερκορεσμένο σώμα της.
Η πόλη που μεταμορφώνεται
Θα έλεγε κανείς ότι στην πλατεία Ομονοίας μοιάζει χτυπά η καρδιά της πόλης. Εκεί εκτυλίχτηκαν και συνεχίζουν να εκτυλίσσονται τα σημαντικότερα γεγονότα που καθόρισαν το πρόσωπο της πόλης. Μια πλατεία-σταυροδρόμι, διαχρονικό και πολυπολιτισμικό, τόσων και τόσων γενεών, που διάβηκαν μέσα της και έζησαν τριγύρω της. Ένας ευαίσθητος δέκτης, αλλά και πομπός ταυτόχρονα, των κοινωνικών συμβάντων, των μικρών ή μεγάλων ιστορικών στιγμών της πρωτεύουσας. Ένα ισχυρό τοπόσημο, που λειτούργησε ως ο σημαντικότερος κοινωνικός πυκνωτής που εμπεριέχει και καταγράφει τις αμέτρητες ξεχωριστές στιγμές της ζωής της. Να στέκει ακόμη εκεί, σαν να αφουγκράζεται κάθε χτύπο, κάθε ψίθυρο, κάθε ανεπαίσθητο ήχο από την πολύβουη καθημερινότητα της Αθήνας.
Αναμφισβήτητα, είναι ο υπαίθριος χώρος με τις περισσότερες μεταμορφώσεις, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι καθώς άλλαζε η Αθήνα, άλλαζε την ίδια στιγμή και η Ομόνοια. Σαν καθρέπτης αποτύπωνε πάνω στα κτίρια που την περιτριγύριζαν τις αλλαγές της κλίμακας, των υψών, των διαφορετικών χρήσεων που εναλλάσσονταν ολόγυρα — των αρχιτεκτονικών λεξιλογίων της κάθε εποχής, καθώς το ένα έδινε τη θέση του στο άλλο. Νεοκλασικές κατοικίες και ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια, θέατρα και κινηματογράφοι διαμόρφωναν ήδη από τον 19ο αιώνα τα μέτωπα των περιμετρικών δρόμων της. Μέσα στα χρόνια, άλλα κατεδαφίζονταν και στη θέση τους χτίζονταν ψηλά μοντέρνα κτίρια γραφείων, εμπορικών πολυκαταστημάτων, νεόδμητων ξενοδοχείων, κι άλλα υπάρχουν ακόμη εκεί, στην ίδια θέση, να θυμίζουν κάτι από την εποχή της αίγλης και του μεγαλείου τους.
Την ίδια στιγμή, ο χώρος της πλατείας μεταλλάσσονταν, ακολουθώντας πιστά τη ζωή που άλλαζε συγκλονιστικά γύρω της. Όλα πάνω στο σώμα της έμοιαζαν ρευστά, δυναμικά, κινούνταν διαρκώς, κι έτσι η εικόνα της ποτέ δεν ήταν στατική, σαν να μην μπορούσε να μείνει έστω και για λίγο ίδια, απαράλλαχτη, σταθερή.
Τα δύο πρόσωπα της Ομόνοιας
Οι διαδοχικοί επανασχεδιασμοί και οι ανακατασκευές της πλατείας αντικατοπτρίζουν όλες τις σημαντικές πολεοδομικές ανακατατάξεις της πρωτεύουσας, αποτελώντας διαχρονικά τον πιο κεντρικό και νευραλγικό συγκοινωνιακό κόμβο της πόλης. Εκεί συγκλίνουν και συναντιούνται σημαντικές κυκλοφοριακές αρτηρίες που σε οδηγούν ακτινωτά προς όλα τα σημεία του λεκανοπεδίου κι ακόμα μακρύτερα. Μέσα στις δεκαετίες που πέρασαν, γύρω της κινήθηκαν κάθε λογής τροχοφόρα, κάρα, άμαξες, τραμ, τρόλεϊ, λεωφορεία, αυτοκίνητα, ενώ από κάτω της διέρχονταν ασταμάτητα ο ηλεκτρικός και αργότερα προστέθηκε, ακόμη πιο κάτω, η νέα γραμμή του μετρό. Έτσι παρουσιάζει, σαν τον Ιανό, δύο πρόσωπα: ένα χθόνιο και σκοτεινό, που αντικρίζεις ερχόμενος από τους υπόγειους σταθμούς, κι ένα επίγειο και φωτεινό, που το περπατάς καθώς την διασχίζεις στο επίπεδο της πόλης. Ένας χώρος συνεχούς ροής ανθρώπων, που άλλοι αναδύονται από κάτω και μπερδεύονται με το πλήθος των περαστικών στα πεζοδρόμια κι άλλοι βουτούν βιαστικά προς τα κάτω, περπατώντας γρήγορα προς τις υπόγειες σήραγγες. Η διαρκής και συνεχής κινητικότητα –μέρα και νύχτα– είναι αυτό που πάντοτε χαρακτήριζε την Ομόνοια, καθιστώντας την ένα αέναο κέντρο διερχομένων.
Πάλκο κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων
Η πλατεία Ομονοίας υπήρξε η χωρική έκφραση κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων που συντάραξαν τη νεότερη ελληνική ιστορία. Η «θεατρική σκηνή» που πάνω της παίχτηκαν τα δράματα και οι κωμωδίες της αθηναϊκής κοινωνίας, αλλά και το πολυσύχναστο κάποτε στέκι αναψυχής των κοσμικών Αθηναίων, οι οποίοι σύχναζαν στα ξακουστά καφενεία της. Αποτέλεσε σημείο αναφοράς και συνάντησης των κατοίκων της επαρχίας, θαρρείς και αποτελούσε για χρόνια, την «κεντρική πύλη» εισόδου της πρωτεύουσας, ένα ιδιόμορφο είδος μαγνήτη που συγκέντρωνε όλους όσοι πρωτοέρχονταν στην Αθήνα, χαμένοι μέσα στο άγνωστο αστικό περιβάλλον, ψάχνοντας να βρουν κανένα πατριώτη τους. Για πολλά χρόνια, ήταν το γνωστό σημείο αναμονής εργατών και οικοδόμων, που περίμεναν υπομονετικά από τα ξημερώματα να έρθει κάποιος να τους πάρει για δουλειά σε κάποιο γιαπί. Πάνω της διασταυρωνόταν όλο το πολύχρωμο και πολυάσχολο μελίσσι των ανθρώπων που τριγύρναγε, σουλατσάριζε και μπαινόβγαινε στους παράπλευρους δρόμους και στα μαγαζιά της που ξεχείλιζαν από χρωματιστές πραμάτειες και κάθε λογής μυρωδιές.
Η Ομόνοια, σε αντίθεση με το Σύνταγμα, ήταν ανέκαθεν ένα ταξικό χωνευτήρι, χώρος συγκέντρωσης και επαφής όλων των κοινωνικών ομάδων, δίχως αποκλεισμούς. Συγκέντρωνε όλες τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις της σύγχρονης μεγαλούπολης, εκεί όπου η αστική κοσμοπολίτικη ζωή συνυπήρχε πλάι πλάι με το λαϊκό περιβάλλον. Η ταξική διαστρωμάτωση της Αθήνας μόνο εκεί ήταν τόσο άμεσα ορατή, έτσι που δεν μπορούσε να κρυφτεί πίσω από οποιοδήποτε καλοφτιαγμένο σκηνικό. Η Ομόνοια αποκάλυπτε, δεν έκρυβε — τα βάσανα των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, τις αγωνίες κάθε νέας μέρας που ξημέρωνε, την επισφάλεια για το αβέβαιο αύριο που ήταν έκδηλη πάνω στα ρυτιδιασμένα πρόσωπα των μεροκαματιάρηδων που σύχναζαν εδώ κι εκεί. Κάτω από στέγαστρα, μέσα σε στοές, δίπλα στα περίπτερα, στους πάγκους των μαγαζιών, στις κυλιόμενες σκάλες, στα πλατιά πεζοδρόμια.
Είναι όμως και η Ομόνοια των λογοτεχνών και των ποιητών που την προσέγγισαν, την μελέτησαν, την αγάπησαν και την ύμνησαν με την πένα τους στα γραπτά τους. Των ζωγράφων που αποτύπωσαν με ευαισθησία στον καμβά τους τα νεοκλασικά καφενεία και τα ξενοδοχεία της, που στόλιζαν κάποτε την περίμετρό της, των μουσικών που μελοποίησαν και τραγούδησαν τις κρυφές ιστορίες της, τα μυστικά της, την καθημερινότητα αλλοτινών εποχών. Στον πολυσύχναστο ευρύτερο χώρο της Ομόνοιας, στη σκιερή και ταπεινή μεριά της, μέσα σε κόγχες και εσοχές, χτίστηκε ο πολιτισμός της Νεότερης Ελλάδας, λες και αποτυπώθηκε ανεξίτηλα πάνω στο ταλαιπωρημένο σώμα της.
Στο παρόν
Σήμερα η Ομόνοια εκφράζει το παρόν της σύγχρονης, χαοτικής και αποπνικτικής μεγαλούπολης. Μετά τον τελευταίο ανεπιτυχή αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της και την προσπάθεια να επιλυθούν κυρίως κυκλοφοριακά –και όχι αρχιτεκτονικά ή πολεοδομικά– προβλήματα, η πλατεία έχασε τα μοναδικά χαρακτηριστικά της μορφής της, την κυκλοτερή της κίνηση, αλλά και τη λειτουργική ώσμωση που είχε με τα κτίρια που την περιτριγύριζαν. Γιατί κανένας ανοικτός υπαίθριος χώρος της πόλης δεν νοείται ως πλατεία χωρίς τη ζωογόνο σχέση και αλληλεπίδραση με τα ισόγεια των κτιρίων και τις λειτουργίες τους, οι οποίες εκτονώνονται άμεσα σ’ αυτήν. Δύο συνεχείς, γρήγορες ροές οχημάτων, που κινούνται παράλληλα η μία στην άλλη, διέσπασαν οριστικά την ενότητα του δημόσιου χώρου της πλατείας, ενώ το επίπεδό της υπερυψώθηκε προς την πλευρά της 3ης Σεπτεμβρίου, δημιουργώντας ένα τεχνητό ημικυκλικό φράγμα, αποκόπτοντας την πρόσβαση από και προς εκείνη την πλευρά της πόλης. Ο χαρακτηριστικός άξονας κίνησης και θέασης που στοχεύει στο βράχο της Ακρόπολης διακόπηκε με τον τρόπο αυτό βίαια και τώρα πρέπει να κινηθείς δεξιά ή αριστερά, παρακάμπτοντάς την, προκειμένου να συνεχίσεις την πορεία σου προς την οδό Αθηνάς και την παλιά Κεντρική Αγορά. Έχασε έτσι, για πάντα, τόσο την ξεχωριστή φυσιογνωμία της όσο και την ατμόσφαιρα που ανέδυε, οι οποίες την χαρακτήριζαν και ήταν χαραγμένες βαθιά στη συλλογική μνήμη των Αθηναίων. Τελευταία, απέκτησε στο κέντρο της και πάλι ένα αμήχανο στρογγυλό σιντριβάνι, περιτριγυρισμένο με μίζερο γκαζόν, να θυμίζει, ως εικόνα μόνο, το πάλαι ποτέ κυκλικό της σχήμα.
Στον κενό-υπολειμματικό αυτό χώρο, που απέμεινε αμήχανος και άδειος ανάμεσα στον υπέρ-χτισμένο αστικό ιστό, βρίσκεται αποκομμένη σήμερα η πλατεία Ομονοίας από τα κτίρια που της έδιναν όλες τις προηγούμενες δεκαετίες ζωντάνια, αποτελώντας ένα πραγματικό «δοχείο ζωής», μια ανοικτή χοάνη πολυποίκιλων κοινωνικών εκδηλώσεων της πρωτεύουσας. Εκεί συχνάζουν σήμερα λίγοι άνθρωποι, κυρίως οικονομικοί μετανάστες που της προσφέρουν κάποιες ανάσες ζωής, θυμίζοντας, έτσι όπως στέκονται σε μικρές ομάδες, τους έλληνες εσωτερικούς μετανάστες όταν κατέφθαναν, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, στην πρωτεύουσα για μια καλύτερη ζωή, εγκαταλείποντας τη μοναξιά, την πλήξη και τη φτώχεια του χωριού. Μετανάστες και πρόσφυγες από άλλες πατρίδες, που βιώνουν κι αυτοί σήμερα με όλες τους τις αισθήσεις το χώρο της πλατείας που όλοι εμείς (οι κάτοικοί της) σταδιακά εγκαταλείψαμε. Κι είναι σαν να μας καλούν να ξαναβρούμε τη χαμένη μας σχέση με τον δημόσιο υπαίθριο χώρο της πόλης, να ξανακάνουμε οικείο το ανοίκειο. Να κατοικήσουμε με άλλους όρους ξανά την πόλη, με αλληλεγγύη, συντροφικότητα, συλλογικές δράσεις, αποδιώχνοντας το φόβο προτού να ριζώσει για τα καλά στην περιοχή της Ομόνοιας. Να μπορέσουμε να αντιληφθούμε το πραγματικό και όχι το επίπλαστο, ζοφερό και περιθωριοποιημένο πρόσωπό της, που καθημερινά σχεδόν προβάλλεται στα παράθυρα της τηλεόρασης, συμβάλλοντας στη δαιμονοποίησή της και αποδιώχνοντας τον κόσμο της Αθήνας από την ιστορική του πλατεία. Στην Ομόνοια, η Αθήνα συνεχίζει να κοιτά το πρόσωπό της στον καθρέπτη.
Διαβάστε εδώ το Πρώτο Μέρος
Διαβάστε εδώ το Τρίτο Μέρος