Όσοι έχουν παρακολουθήσει ζωντανά τους Locomondo είναι σίγουρο πως έχουν παρασυρθεί από την παρουσία τους επί σκηνής. Μέσα σε αυτά τα 20 χρόνια δημιούργησαν μεγάλες επιτυχίες που τους έκαναν γνωστούς σε μεγάλα ακροατήρια. Όμως…
Μια πλευρά που κατά τη γνώμη μου είναι υποτιμημένη, είναι η δύναμη των στίχων τους. Ενεργητική στάση στη ζωή, ενάντια στις εξαρτήσεις, κριτική στα φαινόμενα απαξίωσης του ανθρώπου, ελπίδα και αγάπη για τη ζωή. Κάποιοι αυτά μπορεί να τα θεωρούν «ελαφρά» και αρέσκονται σε επιθετικότητα, απαισιοδοξία και βία. Όπως λέει και ένας στίχος τους, «πολεμιστές κατεβείτε από τα κάστρα / γιατί σπάει το ταβάνι κι από κάτω είναι τ’ άστρα».
Οι Locomondo είναι ένα φαινόμενο αντοχής. Ξεκίνησαν στην Ελλάδα του 2000 με τα ψεύτικα όνειρα, συνέχισαν στη δεκαετία του ’10 με την κρίση και τώρα διαβαίνουν την τρίτη δεκαετία… Πάντα νέοι και επίκαιροι, μας καλούν σε πνευματική εγρήγορση. Α! Και χορό! Ό,τι πιο επαναστατικό δηλαδή!
Ανάμεσα στην «τρέντι πασαρέλα» και στις «κουλτουροσυμφορές», υπάρχουν ευτυχώς οι Locomondo!
Πάμε πίσω 21 χρόνια. Πού και ποιοι αποφασίζετε να ξεκινήσετε;
Πάμε ακόμα λίγο πιο πίσω, το 2001, οπότε και επιστρέφω στην Ελλάδα, μετά από σχεδόν δέκα χρόνια στη Γερμανία, για να κάνω τη θητεία μου στο Ναυτικό. Στη Γερμανία είχα σπουδάσει Βιολογία και αργότερα τελείωσα μια ιδιαίτερη μουσική σχολή, τη Jazz&Rock School του Freiburg. Κυρίως όμως έπαιζα πάντα σε μπάντες ή μουσικά σχήματα, ενώ δούλεψα και αρκετά χρόνια ως δάσκαλος σε ένα από τα πιο γνωστά μουσικά σχολεία. Στο Ναυτικό, λοιπόν, λόγω των σπουδών μου, με πήραν κατευθείαν στην ορχήστρα. Εκεί γνώρισα τον Γιάννη Βαρνάβα (μια σειρά πιο παλιός) με τον οποίο στον ελεύθερό μας χρόνο αρχίσαμε να μιλάμε για μουσική. Διαπιστώσαμε γρήγορα πόσο κοινά γούστα και επιρροές έχουμε και αρχίσαμε σιγά σιγά να οραματιζόμαστε ένα δικό μας σχήμα. Μέσα από τις γνωριμίες από την ορχήστρα ήρθα σε επαφή με τους δυο επόμενους Locos, τον Σπύρο Μπεσδέκη και τον Σταμάτη Γούλα, και αυτοί αποτέλεσαν τον πρώτο σκληρό πύρινα πάνω στον οποίο χτίστηκε το γκρουβ, δηλαδή η ρυθμικός χαρακτήρας της μπάντας.
Ποιο είναι το πρώτο σας τραγούδι και ποια η πρώτη σας εμφάνιση;
Τα πρώτα μας τραγούδια ήταν το «Στην Αθήνα» και το «Η δουλειά». Το πρώτο επίσημο λάιβ έγινε στο μπαρ «Ωκυαλός» στην Ερέτρια. Το ανέφερε αργότερα στο τραγούδι «Οδύσσεια» (στίχος: «από Αθήνα και Ερέτρια, έτσι άρχισαν όλα»).
Έχεις αναφέρει ότι το αρχικό όνομα του συγκροτήματος ήταν Urbana. Πώς επικράτησε το Locomondo;
Πράγματι. Στην αρχή παίξαμε αρκετά λάιβ με διάφορα ονόματα, με επικρατέστερο το Urbana, παρέπεμπε δηλαδή στον αστικό ιστό, στην πόλη, γιατί ήμασταν όλοι παιδιά της πόλης. Αργότερα, και σε συνεννόηση με τον τότε παραγωγό μας τον Άκη Γκολφίδη, καταλήξαμε στο όνομα Locomondo, που είναι ένας ιταλο-ισπανισμός και θα πει τρελός κόσμος (loco=τρελός στα ισπανικά/ mondo=κόσμος στα ιταλικά).
Σαφώς προτιμάτε τον Ελληνικό στίχο. Ήταν ξεκάθαρος από την αρχή ο προσανατολισμός;
Ναι, η αλληλουχία των γεγονότων ήταν αυτή. Μας ενθουσίαζε αυτή η μουσική (Reggae, Ska, World Music) και ως ακροατές ψάχναμε να ακούσουμε μπάντες που να παίζουν αυτό το στυλ και να τραγουδάνε στη γλώσσα μας. Όταν συνειδητοποιήσαμε ότι δεν υπήρχαν, είπαμε ok, θα το κάνουμε εμείς!
Μίλησέ μας για τη γέννηση του στίχου. Νιώθεις πως εκείνη την ώρα «διαπαιδαγωγείς», μιας και χιλιάδες θα ακούσουν το τραγούδι και θα το μάθουν απ’ έξω;
Ένας στίχος είναι πετυχημένος, αφενός, όταν το νόημα των λέξεων εκφράζει ακριβώς αυτό που έχεις μέσα σου, αφετέρου όμως, όταν και ο ήχος που δημιουργείται όταν εκφέρουμε τις λέξεις δημιουργεί μια δική του ρυθμική και μουσική οντότητα. Για μένα ο στίχος είναι το πιο δύσκολο σκέλος της τραγουδοποιίας. Αντιθέτως, οι μελωδίες και οι παραλλαγές τους μου έρχονται τελείως αβίαστα, σαν να υπάρχει κάπου μέσα μου μια ατελείωτη μπάνκα. Εννοείται πως δεν υπάρχει πρόθεση διαπαιδαγώγησης, γιατί αυτό θα συμβάδιζε με μια λανθασμένη αντίληψη ότι ο τραγουδοποιός γνωρίζει και κατέχει κάποια απόλυτη αλήθεια που οι άλλοι δεν ξέρουν και θέλει να μας την μεταφέρει. Νομίζω πάντως πως ένα τραγούδι έχει αξία αν καταφέρει τουλάχιστον να θέσει ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να πει κάτι που ένιωθες μέσα σου, αλλά δεν είχες βρει τρόπο να το εκφράσεις ή να σου δώσει μια άλλη οπτική γωνία που δεν είχες δει. Αυτή την τέχνη πιστεύω κατείχαν οι μεγάλοι τραγουδοποιοί του παρελθόντος όπως ο Bob Dylan, ο Bob Marley κ.ά. και από αυτούς προσπαθώ να μαθαίνω την τέχνη.
Σε όλη τη διάρκεια της πορείας σας υπάρχει η κριτική σε φαινόμενα, σε καταστάσεις μα ποτέ σε ανθρώπους — και χωρίς καταγγελτικό τρόπο αλλά πάντα ισορροπημένα και ευγενικά.
Όσες και να είναι οι διαφορές μας, πρέπει πάντοτε να μένει ανοιχτός ο δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ μας, ακόμα κι αν διαφωνούμε. Γιατί στον πυρήνα της ύπαρξής μας, όλοι αυτό επιζητούμε· την ένωση με όλα. Κάθε κύτταρο, κάθε ενέργεια, θέλει να γίνει ένα. Όλα τα συναισθήματα που νιώθουμε, αρνητικά ή θετικά, είναι σημαντικά αλλά επί της ουσίας επιφανειακά. Το μίσος, οι κατηγορίες, η διχόνοια είναι όλα κατασκευάσματα του νου και απορρέουν από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Όταν φύγει ο φόβος του αφανισμού το μόνο που μένει είναι η αγάπη. Άρα η κριτική στους στίχους υπάρχει ως προς τη δυσλειτουργία του ανθρώπινου νου, αλλά η κινητήρια δύναμη πρέπει να είναι πάντα η αγάπη και η συμπόνια.
«Για μένα ο στίχος είναι το πιο δύσκολο σκέλος της τραγουδοποιίας. Αντιθέτως, οι μελωδίες και οι παραλλαγές τους μου έρχονται τελείως αβίαστα, σαν να υπάρχει κάπου μέσα μου μια ατελείωτη μπάνκα»
Στους στίχους σου υπάρχουν οι απλοί άνθρωποι — η Φαίη, ο Γιάννης ο μπακάλης, η κυρία Μαίρη η κομμώτρια. Υπάρχει μια λαϊκότητα μαζί με ska μουσική… Ε, δεν το λες και συνηθισμένο!
Μα και η reggae και η ska μουσική ξεπήδησε από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Στη Τζαμάικα από το περιθώριο και τα εξαθλιωμένα ghetto και στην Αγγλία από την εργατική τάξη με πολύ συγκεκριμένη ταξική ταυτότητα. Σε εμάς πάλι, το ρεμπέτικο εκφράζεται αρχικά κυρίως από ανθρώπους του περιθωρίου και το λαϊκό μας τραγούδι δεν λέγεται τυχαία λαϊκό. Πιστεύω ότι οι λαϊκές μουσικές κρύβουν μεγάλο βάρος, αλλά και βάθος στη φαινομενική απλότητά τους. Προσωπικά δεν ξέρω αν υπάρχει άλλη μουσική να με συγκινεί τόσο.
Τι πιστεύεις ότι θα έλεγε ο Μάρκος αν άκουγε τη διασκευή σας στη Φραγκοσυριανή του;
Πραγματικά, δεν ξέρω. Μακάρι να του άρεσε. Για μένα, ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι ο πυλώνας, ο ακρογωνιαίος λίθος της λαϊκής μας μουσικής. Πάντως για μας ήταν ήδη απίστευτο το πόσο θετικός ήταν ο γιος του, ο Στέλιος Βαμβακάρης, απέναντι στη διασκευή της Φραγκοσυριανής και στη μουσική μας γενικότερα. Αφού μας έδωσε την άδεια, συναντηθήκαμε πρώτη φορά στο πλατό της εκπομπής «Κοίτα τι έκανες» της Σεμίνας Διγενή. Φοβερός άνθρωπος και ανοιχτόμυαλος καλλιτέχνης. Ήταν ένα πολύ ωραίο αφιέρωμα στη ζωή του Βαμβακάρη και είχα συγκινηθεί πολύ.
Πώς αυτοπροσδιορίζεστε μουσικά; Εντάξει, η καλή μουσική ενώνεται κλπ. αλλά η αλήθεια είναι πως δεν κατηγοριοποιήστε εύκολα κάπου. Είστε κάπως «ανάδελφοι»;
Πράγματι. Στους μουσικολόγους αρέσει να δημιουργούν εκείνα τα περίφημα διαγράμματα και να φτιάχνουν παρακλάδια, π.χ. λαϊκό τραγούδι, έντεχνο τραγούδι, ελληνική ροκ, ελληνικό hip hop κ.λπ. Στην κατηγορία ελληνόφωνη Reggae/Ska είμαστε μια από τις ελάχιστες μπάντες και ίσως η μόνη με αυτήν την απήχηση και διάρκεια. Με όρους βιολογίας της εξέλιξης είμαστε μάλλον ένα dead end, δηλαδή ένα παρακλάδι που ξεφεύγει από τη γενικότερη γραμμή και μη έχοντας συνεχιστές θα παραμείνει μάλλον μια ιδιαιτερότητα μέσα στα ελληνικά μουσικά ιδιώματα.
Έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια, έχεις καταλάβει ποιο είναι τελικά το κοινό σας; Πιστεύω πως υπάρχει μια φυλή. Πώς το βλέπεις;
Έχουμε περάσει από πολλών ειδών κοινά, το οποίο ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Στις αρχές του 2000, μπάντες σαν τη δίκη μας είχαν ένα πολύ συγκεκριμένο κοινό, μικρό αλλά απαιτητικό, διαβασμένο, που δύσκολα το κέρδιζες, αλλά αν τα κατάφερνες σε ακολουθούσε φανατικά. Αργότερα και όσο η απήχηση μεγάλωνε, χαλάρωναν και οι αυστηρές προδιαγραφές που έθεταν τα πρώτα σκληροπυρηνικά κοινά. Παράλληλα πέσαμε, όπως όλοι άλλωστε, και σε μια ριζική αλλαγή στην αντιμετώπιση της μουσικής που έλαβε χώρα εκείνη την εποχή. Είχαμε αρχικά τη μετάβαση από το βινύλιο/κασέτα στο CD, στη συνέχεια την κατάρρευση της δισκογραφίας και τέλος το πέρασμα στην εποχή του YouTube, του Spotify και των social media. Όλα αυτά εννοείται πως επηρέασαν το ακροατήριο όλων των καλλιτεχνών. Στην αρχή, λοιπόν, ενδεχομένως να υπήρχε μια φυλή, άνθρωποι με κοινά χαρακτηριστικά και ακούσματα, στην πορεία όμως αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, άλλαξε. Σήμερα μπορεί να μην έχουμε αυτό που λέγανε παλιά μια «σκηνή», αλλά από την άλλη έχουμε κοντά μας κάτι εξίσου πολύτιμο κι αυτό είναι όλη την οικογένεια να έρχεται στις συναυλίες μας. Οι γονείς, τα παιδιά, ακόμα και οι παππούδες, άνθρωποι όλων των τάξεων και ηλικιών είναι εκεί και γίνονται ένα… Κι αυτό είναι πολύ ωραίο!
Αισθάνεσαι πως κάποιες επιτυχίες σας «καπέλωσαν» το συνολικό σας έργο;
Η περίπτωση του «Δεν κάνει κρύο στην Ελλάδα» είναι ενδιαφέρουσα, καθώς το κομμάτι, ή μάλλον περισσότερο η ίδια η φράση, είναι πια ένα σλόγκαν πιο γνωστό από την ίδια την μπάντα. Σίγουρα ακούγονται περισσότερο τα λεγόμενα hits, αλλά αυτό συμβαίνει με όλους τους καλλιτέχνες και είναι πολύ φυσικό. Πολλοί φίλοι μας συνδέονται με διαφορά κομμάτια, συνήθως τα πιο γνωστά, αλλά άλλες φορές πιο άγνωστα. Εμείς γράφουμε και ο κόσμος διαλέγει ποια κομμάτια είναι αυτά που του μιλάνε.
Κάποια τραγούδια σας έγιναν trendy. Εσείς όχι.
Πάνω σε αυτό θα ήθελα να αναφέρω το παρακάτω περιστατικό. Είμαστε καθισμένοι με μια φίλη μου σε μια πλατεία της επαρχίας αρχές 2000 και παρατηρούμε τον κόσμο που πηγαινοέρχεται. Και ξαφνικά η φίλη μου λέει αυτήν την ατάκα: «Τι έχουν πάθει και ξαφνικά έχουν γίνει όλοι trendy;» Μου έκανε κλικ και έγραψα ένα ολόκληρο τραγούδι πάνω σε αυτό.
Δηλαδή ουσιαστικά το κομμάτι «Trendy Λίτσα» μιλάει για τη γελοιότητα να προσπαθεί κάποιος να παραστήσει με το στυλ και τα ρούχα κάτι που δεν είναι. Όσο για μας, μάλλον ακόμα «old school» θα μας χαρακτήριζα και καθόλου trendy.
Είκοσι χρόνια και παραμένετε ενωμένοι και συνεχίζετε. Πόσο εύκολο ήταν; Ποια είναι η συγκολλητική ουσία;
Η χημεία και οι σχέσεις μεταξύ των μελών είναι τα πιο σημαντικά για τη μακροβιότητα ενός γκρουπ. Η αλήθεια είναι ότι πάντα δίναμε μεγαλύτερη σημασία στο τι χαρακτήρα έχει αυτός που εισέρχεται στην παρέα μας, παρά στις παικτικές του ικανότητες. Από εκεί και πέρα, θέλει λεπτούς χειρισμούς και ειλικρίνεια, όπως επίσης βοηθάει το να αντιμετωπίζεις τα προβλήματα αμέσως μόλις προκύπτουν, πριν διογκωθούν. Αυτό, λοιπόν, σε μια ομάδα δεκαπέντε ατόμων δεν είναι εύκολο, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται έχει πετύχει.
Δίνετε την αίσθηση πως αποφεύγετε την προβολή. Αυτοπροστασία;
Ήδη στις αρχές τις χιλιετίας, όταν το γκρουπ γινόταν όλο και πιο γνωστό, η μεγάλη προβολή δεν μας ήταν ευχάριστη. Πόσο μάλλον σήμερα που τα πράγματα έχουν ξεφύγει τελείως. Στην εποχή της παντοκρατορίας των σόσιαλ μίντια, που ο αλγόριθμος απαιτεί διαρκή και αχαλίνωτη αυτοπροβολή, οι εσωστρεφείς άνθρωποι μοιάζουν να μην έχουν θέση. Πέρα από αυτό, πιστεύω ότι η διαρκής παρουσία, τελικά, και κουράζει τους χρήστες αλλά και φθείρει την καλλιτεχνική δημιουργία, η οποία αποκτά μια διαρκή εξάρτηση από την αντίδραση που θα έχει το κοινό και ιδιαίτερα η πιο εξωστρεφής μερίδα αυτού. Δηλαδή ασυναίσθητα μπορεί να αρχίζεις να γράφεις, να συνθέτεις και να φέρεσαι βάση του πώς θα αντιδράσει το κοινό στο «content» σου κι αυτό είναι καταστροφικό για τη μουσική και για την τέχνη γενικότερα.
Πόσο σόσιαλ ακόμα; Τι σχέση έχεις μαζί τους;
Προσπάθησα να καταγράψω τις σκέψεις μου για τα social media στο πιο πρόσφατο κομμάτι μας που λέγεται «Filtragram». Θα χαρώ αν οι αναγνώστες αφιερώσουν κάποια στιγμή πέντε λεπτά να το ακούσουν και να δουν αν συμφωνούν σε κάποια πράγματα.
«Όλη η οικογένεια έρχεται στις συναυλίες μας. Οι γονείς, τα παιδιά, ακόμα και οι παππούδες, άνθρωποι όλων των τάξεων και ηλικιών είναι εκεί και γίνονται ένα… Κι αυτό είναι πολύ ωραίο!»
Πολλοί σας θεωρούν ξεπερασμένους. Ότι η εποχή έχει αλλάξει και εσείς αρνείστε ή δεν μπορείτε να ακολουθήσετε. Νιώθετε εκτός εποχής;
Βεβαιότατα νιώθουμε εκτός εποχής όσον αφορά τα μουσικά ρεύματα, το ντύσιμο, το λεξιλόγιο, το φέρεσθαι κλπ. Τα τραγούδια όμως εξακολουθούν να μιλούν για το τώρα, αν και επιμένουν να χρησιμοποιούν μουσικά εργαλεία του παρελθόντος. Η μουσική που σε στιγματίζει είναι συνήθως αυτή που ακούς μεταξύ δέκα και είκοσι πέντε χρονών, γιατί είναι το soundtrack εκείνης της φάσης που βιώνεις τη ζωή σου με τη μεγαλύτερη ένταση. Αν και εκτιμούμε κάποια από τη μουσική που βγαίνει σήμερα, μας είναι δύσκολο να συνδεθούμε συναισθηματικά, γιατί μας βρίσκει σε μια πιο κατασταλαγμένη και λιγότερο περιπετειώδη φάση της ζωής μας. Όταν όμως πρωτοξεκινούσε το γκρουπ, ο ήχος της μπάντας θεωρείτο ιδιαίτερα επίκαιρος. Το 2006 μας αντιμετώπιζαν σαν την ελληνική εκδοχή ενός τότε σχετικά νέου παγκόσμιου μουσικού ρεύματος που κάποιοι το ονομάζαν mestizo, κάποιοι ethnik, κάποιοι world music. Έτσι, εκτός απ’ την Ελλάδα, άρχισαν να μας καλούν για συναυλίες στο εξωτερικό: Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ελβετία, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Βουλγαρία, Τουρκία, ακόμα και Ρωσία, και ήταν πάντα κυρίως ξένο ακροατήριο, δεν ήταν δηλαδή η ελληνική κοινότητα της εκάστοτε χώρας. Εκείνη την εποχή συνεργαστήκαμε ή γνωρίσαμε σχεδόν όλους τους σημαντικούς αντιπροσώπους αυτού του είδους: Manu Chao, Amparanoia, Tonino Carotone, Ska Cubano, Los de abajo, Chumbawamba, Ojos de Brujo και πολλούς άλλους. Και φυσικά πολλούς από το Reggae/Ska χώρο — the Wailers, Skatalites, Alborosie, Alpha Blondy, Majek Fashek, Aswad, Culture, Vin Gordon κ.ά. Μικρά ενθύμια από εκείνο τον καιρό είναι η αφιέρωση του Manu Chao πάνω στην κιθάρα μου και η υπογραφή του Al Anderson, του κιθαρίστα του Bob Marley, πάνω στον ενισχυτή κιθάρας μου. Αυτό το ρεύμα μπορεί σήμερα να μην είναι πια επίκαιρο, αλλά αποτελεί ένα χαρακτηριστικό άκουσμα που διεκδίκησε το δικό του χώρο στη μουσική ιστορία.
Ορισμένοι θεωρούν πως θα μπορούσατε να παίξετε μεγαλύτερο ρόλο στην ελληνική μουσική σκηνή, να έχετε μεγαλύτερο ειδικό βάρος. Το σκέφτηκες ποτέ;
Σίγουρα όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι πιθανές εξελίξεις για μια μπάντα. Η αλήθεια είναι όμως ότι έρχονται σε σύγκρουση με την προσωπική μου ιδιοσυγκρασία, όπου πέρα από την αγάπη μου για τη μουσική έχω ανάγκη από μια ήρεμη και όσο γίνεται γαλήνια ζωή μακριά από τη δημοσιότητα. Στις ανατολικές φιλοσοφίες π.χ. πιστεύουν ότι τόσο ο έπαινος όσο και η κριτική πρέπει να σε αφήνουν αδιάφορο, να κάνεις δηλαδή αυτό που θεωρείς σωστό χωρίς να επηρεάζεσαι από το τι λέει ο κόσμος (να αγαπάς αυτό που κάνεις και να ζεις την ώρα που το κάνεις, να μην αγαπάς και αποζητάς μόνο τους καρπούς των κόπων σου). Ούτως ή άλλως, οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να ξεχνούν ότι ο κόσμος δεν τους γνωρίζει πραγματικά αλλά λειτουργεί βάση ειδώλων που έχει στο κεφάλι του και επί της ουσίας προβάλλει πάνω στους καλλιτέχνες τις δικές του ανάγκες.
Πού σας βρίσκουμε στην Αθήνα την επόμενη περίοδο;
Φέτος θα συμπληρώσουμε 21 χρόνια από την ίδρυσή μας και όπως κάθε καλοκαίρι θα πάρουμε σβάρνα την Ελλάδα και ίσως αργότερα και κάποια μέρη της Ευρώπης. Οι συναυλίες αναρτώνται πάντα στη σελίδα μας στο Facebook.
Θα έχουμε κάποια νέα τραγούδια;
Υπάρχουν πολλά τραγούδια, αλλά λίγος χρόνος για ηχογραφήσεις, μίξεις, βίντεο και promo, λόγω του ότι οι περισσότεροι είμαστε με οικογένειες, παιδιά και ηλικιωμένους γονείς που χρειάζονται φροντίδα. Οπότε προσπαθούμε να κυκλοφορούμε ό,τι προλαβαίνουμε. Προσωπικά ετοιμάζω, παράλληλα με τους Locomondo, και μια σειρά από παιδικά τραγούδια, επηρεασμένος από το μεγάλωμα της κόρης μου.
Ζεις πια μακριά από την Αθήνα, προφανώς επιλογή. Σε είχε κουράσει η πόλη;
Ναι. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στους Αμπελοκήπους, στην πλατεία Μαβίλη. Έζησα ωραία παιδικά χρόνια εκεί, αλλά με τον καιρό το κέντρο της Αθήνας και μαζί και οι γειτονιές μας άλλαξαν προς το χειρότερο. Περισσότερος κόσμος, περισσότερα αυτοκίνητα, περισσότερο τσιμέντο και όλο και περισσότερα νευρώσεις άρχισαν να συνωστίζονται σε μικρό χώρο. Στη φάση που είμαι τώρα αναζητώ όσο γίνεται μεγαλύτερη άπλα και επαφή με τη φύση. Ζω τώρα πάνω από δέκα χρόνια σχετικά εκτός Αθηνών και θα ήθελα διακαώς να φύγω ακόμα πιο μακριά.
Ξαναγυρνάς στους τόπους των παιδικών σου χρόνων;
Ξαναγυρνάω, αλλά δεν τους αναγνωρίζω πια. Θέλει πολύ φαντασία να ξαναμπείς στο vibe εκείνων των χρόνων. Το χωράφι που παίζαμε ήταν γεμάτο αγριολούλουδα και χαμομήλι.
Όποτε μυρίζω χαμομήλι, ο νους μου πάει εκεί. Στα γύρω δέντρα έκαναν στάση εκατοντάδες αποδημητικά πουλιά πριν συνεχίσουν τη διαδρομή τους. Θυμάμαι με συγκίνηση τους σχηματισμούς που έκαναν στον ουρανό και τα τιτιβίσματα, ενώ εμείς παίζαμε μπάλα μέχρι να δύσει ο ήλιος. Σήμερα είναι ένα τεράστιαο πάρκινγκ. Φαντάσου ότι έχω προλάβει ακόμα και πρόβατα πίσω απ’ το σπίτι μου, πολύ κοντά στη Βασιλίσσης Σοφίας! Την οδό Δημητρίου Σούτσου την θυμάμαι τελείως άδεια, να την ανεβαίνουμε κλωτσώντας τη μπάλα, ενώ σήμερα είναι ένας δρόμος μποτιλιαρισμένος, με κόρνες, καυσαέρια και σειρήνες ασθενοφόρων κι αυτό 24 ώρες το 24ωρο. Είναι φυσικό σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι άνθρωποι να αρρωσταίνουν σωματικά και ψυχικά.
Τι τρέχει με το ποδόσφαιρο; Έπαιζες; Παρακολουθείς; Γήπεδο πας;
Το ποδόσφαιρο ήταν η πρώτη μου αγάπη. Κοιμόμουν και ξυπνούσα σκεπτόμενος την μπάλα. Το όνειρό μου ήταν να γίνω ποδοσφαιριστής. Για να καταλάβεις για τι πάθος μιλάμε, θα σου αναφέρω ένα περιστατικό. Συνάντησα ένα συμμαθητή μου που είχα να τον δω είκοσι χρόνια και μου είπε: «Θέλω να σου πω συγχαρητήρια για όλα αυτά που έχεις καταφέρει με τη μουσική, αλλά παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι το μεγάλο σου ταλέντο ήταν στο ποδόσφαιρο»… χαχα! Από την άλλη, το γήπεδο δε με τράβηξε τόσο.
Με χάλαγε όλο το μίσος και η βία που υπήρχε. Είχα μια ίσως υπερ-ρομαντική προσέγγιση.
Θα έμενες μόνιμα εκτός Ελλάδας; Πόσο Έλληνας νιώθεις, πόσο Ευρωπαίος και πόσο πολίτης του κόσμου;
Δύσκολα πλέον. Το έχω κάνει στο παρελθόν. Έχω ζήσει σχεδόν δέκα χρόνια στη Γερμανία.
Κάποια πράγματα μου λείπουν, βέβαια, και έχοντας ταξιδέψει πολύ στη ζωή μου, έχω μια αρκετά καλή εικόνα του πώς είναι τα πράγματα και οι νοοτροπίες σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Σε γενικές γραμμές όμως έχει κάτι η Ελλάδα που δεν θα μπορούσα εύκολα να ζήσω χωρίς αυτό. Δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια. Γράφω όμως αυτό τον καιρό ένα τραγούδι επ’ αυτού.
Πάμε πίσω είκοσι ένα χρόνια. Τι λέει ο Μάρκος στον Μάρκο;
Γενικά, όλα στη ζωή μου έγιναν με πολύ αργά αλλά σταθερά βήματα. Θα μπορούσαν να γίνουν και πιο γρήγορα, αλλά μάλλον πάντα χρειαζόμουν χρόνο για κάθε βήμα. Αυτό βλέπω από τότε μέχρι και σήμερα. Οπότε θα έλεγα: Υπομονή και πολλές φορές κάποια πράγματα δεν είναι τόσο σημαντικά όσο νομίζουμε.