Μερικές σελίδες από το απολύτως πραγματικό ημερολόγιο της Sugahspank που, όταν δεν τραγουδά, γράφει με ανάλογη γκρούβα.
Ένας πολύ δικός μου άνθρωπος, κάθε μέρα με το μπανιάρισμά του, έβαζε και άκουγε ένα πολύ συγκεκριμένο playlist που’χε μέσα από 80s ροκ, ντίσκο και τζαζ μέχρι Καζαντζίδη και αραβικά. Ανάκατα, συμπεριλάμβανε και κάποια θανατερά βαριά τραγούδια όπως της Χαρούλας Αλεξίου το «μ’ άφησες σαν πόλη τουρκεμένη», κομματάρα, κι εγώ τον ρώταγα συχνά «πώς αντέχεις και τ’ακούς ρε παιδάκι μου αυτά κάθε μέρα στο ντους, αντί να βάζεις κάτι κουλ να χαλαρώνεις μετά τη δουλειά». Και μου’ λεγε «Γεωργία μου, η σοφία των ανατολίτικων χωρών, όπως ήταν μέχρι και πριν κάποια χρόνια η Ελλάδα, ήταν ότι το πένθος το ενέτασσαν καθημερινά στη ζωη τους, έστω και λίγο, με έναν αμανέ ή ανάβοντας ένα καντήλι, με τη χαρμολύπη ενός λαϊκού τραγουδιού, με το κρασάκι τους το βράδυ, κι έτσι το ‘χαν πάντα μαζί τους φίλο. Πες μου έχεις ακούσει ποτέ Ανατολίτη να λέει ότι έχει άγχος και κρίσεις πανικού; Αυτά είναι συμπτώματα του δυτικού κόσμου ο οποίος αρνείται να πενθήσει, θάβει ολοκληρωτικά το δύσκολο συναίσθημα με μπιτάκια και χαζοβιολιές και να’ναι όλα εύκολα και στην εντέλεια, γι’ αυτό έχει γεμίσει ο τόπος Ζάναξ και ανοιχτούς πυροβολισμούς σε εμπορικά κέντρα. Το άγχος είναι πένθος που δεν εκφράζεται, ο Φρόυντ το λέει.»
«Μ’άφησες σαν πόλη τουρκεμένη
Μα το δάκρυ γέλιο το ντυσα
Γύρισες μετά να δεις τι μένει
Κι είπες πως φριχτά σε πρόδωσα
Ύστερα βαριά πήρες το δρόμο
Ύστερα εγώ δεν είχα τίποτα
Γέλιο ήρθε μόνο γέλιο με το χρόνο
Κι είπες πως σε πρόδωσα αλύπητα
Μ’ άφησες σαν πόλη τουρκεμένη
κι είπες πως σε πρόδωσα»
Κάθε απόγευμα να παίζει, κι εκείνος να σαπουνίζεται με χαρά στη μπανιέρα τραγουδώντας το δυνατά. Λες και δεν ήξερε, εκείνος ιδιαίτερα, από προδοσία.
Πριν μια βδομάδα και μετά από τέσσερα χειρουργεία, κόψανε το πόδι της μάνας μου. Διαβήτης από δέκα χρόνων, γάγγραινα που οφείλεται εν μέρει και σε λάθος γιατρού, ευτυχώς ο ακρωτηριασμός έγινε μέχρι τη φτέρνα κι ελπίζουμε να μείνει εκεί. Ο καιρός που πρέπει να περάσουμε στο νοσοκομείο μακρύς και οι συνθήκες δύσκολες, αλλά και συγκινητικές.
Οι άνθρωποι που μοιραζόμαστε το δωμάτιο, οι νοσοκόμες και κάποια άτομα κοντινά στη ζωή μου, με έχουν κάνει να πιστεύω με βεβαιότητα ότι η ανθρωπότητα έχει πραγματικά ελπίδα. Πολλοί δικοί μου άνθρωποι έχουν απομακρυνθεί, άλλοι από διακριτικότητα και άλλοι γιατί ο ακρωτηριασμός σαν θέμα δυστυχώς είναι κάτι το απόλυτα σκληρό και ταυτόχρονα άβολο και ανοίκειο. Άθελα του, σε απομακρύνει το ίδιο. Η μαμά μου αποκαλεί τον εαυτό της πελεκάνο και η γλύκα της, η λεπτότητα και η υπομονή της είναι το πιο απτό παράδειγμα που έχω αυτή τη στιγμή πως υπάρχει ελπίδα για εξέλιξη στην ανθρώπινη συνείδηση. Εγώ παραδέχομαι πως έχω πέσει σε κατάθλιψη, τάρταρα που ανοίγουν πηγάδια σε νέα τάρταρα.
Κάθε μέρα θυμάμαι πόσες φορές δεν ήμουνα εγώ εκεί όταν έπρεπε σε δικούς μου ανθρώπους που αγαπούσα, κάθε μέρα θυμάμαι πόσο ανίκανη ένιωθα όταν ένα δυο άτομα μου έλεγαν «άκου μου συμβαίνει ΑΥΤΟ» κι εγώ δεν είχα τίποτα να δώσω, δεν μπορούσα να σηκώσω ούτε το τηλέφωνο.
Τι να τους έλεγα, ότι κι εγώ είχα τόσο πένθος μέσα μου που φώναζε και έκανα πως δεν το άκουγα και δεν έπαιρνε άλλο κάρβουνο μέσα μου σπιθαμή; Που καταβρόχθιζα ότι έβρισκα μπροστά μου, παγωτά, σειρές στο Netflix, τσόντες, γόπες, μυστικισμό, ψώνια, ό, τι χρειαζόταν να ταΐσω ένα μωρό ζώο που ουρλιάζει και δεν χορταίνει ποτέ και το μόνο που σου ζητάει είναι να το κοιτάξεις στα μάτια και να του πεις «η ύπαρξή σου είναι ευπρόσδεκτη εδώ, σε ακούω, είμαι εδώ μαζί σου, δεν σε εγκαταλείπω»; Κι όπως εγκατέλειπα εκείνο, και τον εαυτό μου τον ίδιο, εγκατέλειψα και ανθρώπους μου, και μετανιώνω ακόμα.
Η νέα τάση του καπιταλιστικού πνευματισμού προστάζει manifestation και ό,τι αρνητικό να θάβεται κάτω από το χαλάκι γρήγορα γρήγορα. Γίνονται πόλεμοι δίπλα μας, πεθαίνουν παιδιά κάθε μέρα. Εγώ έχω καθηλωθεί με τον ακρωτηριασμό (λέω και ξαναλέω τη λέξη να τη χωνέψω) του ποδιού της μητέρας μου που είναι κάτι για το οποίο προετοιμαζόσασταν καιρό και γίνεται ελεγχόμενα και για καλό, για να σωθεί η ζωη της. Πού να φανταστούμε να συμβαίνει αριστερά δεξιά μας από παντού, με ωμή φρίκη, κομμένα μέλη, μυαλά στο πεζοδρόμιο, βιασμούς, σαδισμό, πόλεις ολόκληρες μια έρημος με νεκρά βρέφη, με γοερά κλάματα, κόλαση, αληθινή, κόλαση.
Οπότε νιώθουμε ανήμποροι, αλλάζουμε κανάλι, αλλάζουμε θέμα, λέμε μερικές δικαιολογίες στον εαυτό μας και προχωράμε. Και το κτήνος μέσα μας μεγαλώνει, σαν μερικά ζώα που καταλαβαίνουν πως θα πεθάνουν και φεύγουν από την αγέλη και κρύβονται να πεθάνουν μόνα τους, γιατί ντρέπονται που είναι αδύναμα. Έτσι κρύβουμε τον πόνο μας, έτσι τον κάνουμε τον διπλανό μας swipe left.
Ήρθαμε στο Facebook να βγάλουμε τη χολή μας, γιατί οι δρόμοι και τα καφενεία παραέγιναν μίζερα. Ήρθαμε στο Instagram γιατί το Facebook παραέγινε πολιτικό, ήρθαμε στο Instagram για να βλέπουμε κώλους και τέχνη και μουσικάρες και συνταγές και παραλίες και φιλτραρισμένες γκομενάρες. Ήρθε και στο Instagram η φρίκη παιδιά, πάμε αλλού τώρα, εδώ έχει πόλεμο, πάμε TikTok, πάμε Metaverse, πάμε σε πριβέ invite only μικρόκοσμο. Πάμε στο Καλαμπάσας, πάμε στο Άγιο Όρος. Είναι μια μορφη επιβίωσης. Είναι; Έχω μια πληγή, αν την κλείσω να μην την βλέπω εξαφανίζεται ή σαπίζει κι άλλο; Η φρίκη θα σε βρει όπου και να κρυφτείς. Η φρίκη είναι μέσα σου. Κι αν πάει η φρίκη τελικά να με σκοτώσει εμένα τον ίδιο; Ναι, σκότωσε την, κάντο μάγκα μου, κάνε ό, τι έχεις ανάγκη για να ζήσεις, η ζωή είναι ιερή. Η φρίκη όμως δεν θα λυθεί με φθηνούς αντιπερισπασμούς.
Η φρίκη δεν θα λυθεί μόνο με αιματηρές επαναστάσεις ενάντια σε αυτούς που θυμόμαστε πιο φρέσκα να ξεκίνησαν τη φρίκη. Η αρχαία φρίκη ξερνιέται μέσα απ’τη σύγχρονη τέχνη, τις mainstream ταινίες που γίνονται ολοένα και πιο σπλάτερ, τα σπλάτερ παίρνουν όσκαρ, η προϊστορική φρίκη επαναστατεί ενάντια στην αδιαφορία που της δείχνουμε τόσο επιδεικτικά, και αν υπάρχει μια ανώτερη επανάσταση από το να παραδοθούμε απλά στα δόντια της να τελειώνουμε είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η κατανόηση και η συγχώρεση, του άλλου και του ίδιου μας του εαυτού, και η αγαπη μέσω πράξης. Δηλαδή να μου είμαι εδώ, έμπρακτα να κάτσω να ακούσω τον εαυτό μου (την εαυτή μου, το εαυτό μου, όπως το νιώθεις, αγάπη μου), να του δώσω χρόνο, να καταλάβω την ιστορία, να τον αφήσω ελεύθερα να ξεράσει και να του χαϊδεύω τα μαλλια, να μην του κλείσω το στόμα να πνιγεί. Να τον αγκαλιάσω, να τον φροντίσω, να του πω σ’αγαπω όπως είσαι και θα τα βρούμε εμείς, θα τα φτιάξουμε όλα. Και να κάτσω μαζί του με αγάπη και μεράκι να φτιάξουμε ότι γουστάρουμε να φτιάξουμε, επειδή απλώς απολαμβάνουμε τη διαδικασία της αγάπης κι έχουμε επιλέξει μια γαμημένη ηθική.
Κι ας αναγνωρίζω ταυτόχρονα, κατάματα, τον υποφώσκοντα φασίστα μέσα μου, τον κρυμμένο καλά σαδιστή μέσα μου, το πτώμα, τον βιαστή μέσα μου, τον ακρωτηριασμένο, το θύμα μέσα μου που παρακαλάει να εξουδετερωθεί, να θυσιαστεί για να θεωθεί, τον δολοφόνο μου, μέσα μου, τον αδιάφορο γονιό του παιδιού μέσα μου. Κατάματα, κι όμως να μένω δίπλα μου να με βοηθήσω να καταλάβω τι είναι αγάπη. Και όντας εκεί για μένα, να μπορώ να καταλάβω ταυτόχρονα από τι είναι φτιαγμένος και ο διπλανός μου, και ο αντίπαλος που έτυχε να γεννηθεί απέναντι μου, και η χώρα, και το είδος μου. Κι ας μιλήσω μετά και για ουτοπία, για αναρχία, για κατάργηση των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, για ειρηνευτικό κίνημα, για ισότητα, για επανένταξη.
Έτσι, το κομμένο πόδι της μητέρας μου, που πλέον είναι ένα τοξικό σκουπίδι στους κίτρινους κάδους του Γεννηματά, γίνεται λουλούδια που μεγαλώνουν ανάμεσα σε εκείνην και την οικογένεια μας, τους ανθρώπους μας που είναι εδώ, τα παιδιά στο δωμάτιο, όλους αυτούς τους φίλους και αγνώστους που έτρεξαν να δώσουν αίμα, τις νοσοκόμες και τους γιατρούς και όποιου άλλου γύρω μας επιλέγει πως θέλει η καρδιά του να ανθίσει παρέα. Είναι ζωή που, για να παραμείνει υγιής, αποβάλλει τις ακαθαρσίες και τις κάνει λίπασμα. Ένα κομμένο πόδι είναι απλά ένα κομμένο πόδι, όπως το χοιρομέρι που εύκολα διαλέγουμε αδιάφορα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι χωρίς καμία τύψη ή φρίκη ή δισταγμό. Παραδέχομαι ότι τελευταία σκέφτομαι έντονα να ξανακόψω το κρέας.
Σε μια οικονομία που η ψαλίδα μεταξύ δανειστή και δανειζόμενου, και, συνήθως πάει πακέτο, καταπιεστή και καταπιεζόμενου, έχει ανοίξει τόσο που το χρέος δεν δύναται με τίποτα να πληρωθεί, υπάρχουν τρεις οδοί: ή υποδούλωση ή αιματηρή επανάσταση ή διαγραφή χρέους. Η πρώτη επιλογή είναι η πιο προφανής να καταρριφθεί στο θεωρητικό επίπεδο και η πιο πιθανή να επιβεβαιωθεί στο πρακτικό. Επειδή εμείς εδώ όμως ήρθαμε για να φανταζόμαστε και να δημιουργούμε, για πάντα, μια νέα ουτοπία, αναρωτιόμαστε: ποια θα ήταν μια πραγματικά επαναστατική επανάσταση;
Σε ποια υποδούλωση επαναστατούμε με ό,τι δημιουργικό όπλο έχουμε, με νυχια και με δόντια μέσα μας (και γύρω μας παιδιά, μην ξεχνάμε το γύρω μας), ποιος ο δυνάστης και ποιος ο δούλος μέσα μας, πως θα παντρευτούν να γίνουν ένα, τι μας ελευθερώνει και πιο χρέος μέσα μας διαγράφουμε; Διότι χρεοκοπημένοι πως να διαγράψουμε εμείς το χρέος των άλλων σε εμάς;
Πώς σταματάμε τον κατακτητή μέσα μας και τον ιδιοκτήτη στις σχέσεις μας; Ίσως αυτή η διαδικασία να μην τελειώνει ποτέ, κάθε απελευθέρωση να γεννά όρια για την ανάγκη μιας καινούριας επανάστασης. Σαν ένα σύμπαν που συνεχώς σκαρφαλώνει σε νέες διαστάσεις. Γιατί δεν κρύβουμε μέσα μας μόνο το μωρό ζώο που κλαίει και βρυχάται αλλά και το διάστημα και τον ήλιο και όλη τη δύναμη των στοιχείων, ορατών και αοράτων. Αυτό που καταλαβαίνω όμως με τον καιρό είναι πως δεν μπορεί να υπάρχει μέλλον χωρίς αγαπη και αγαπη χωρίς δημιουργικό θυμό, χωρίς απελευθέρωση, χωρίς επανάσταση, χωρίς δικαιοσύνη, αλλά και ταυτόχρονα χωρίς συγχώρεση, χωρίς διαγραφή χρέους. Όχι ως ένδειξη ανωτερότητας που πάλι θα γεννήσει μέσα μας κι έξω ένα νεο ταξικό σύστημα, αλλά ως βαθιά και απλή αναγνώριση του εσύ είμαι εγώ.
Γιατί όταν το σύμπαν διαιρείται, η ανέλιξή του τελείται ιεραρχικά και τα μέλη του πολεμούν σαν αντίθετα χρώματα, ενώ αδιαίρετο αδιάκοπα δονείται πολύχρωμο και υπερχειλίζει.