από τη Μίτση Σκ. Πικραμένου
Έχω την εντύπωση ότι αρκετοί περάσαμε από τέτοια ή παρόμοια στάδια. Κάποιοι είναι ίσως κολλημένοι, ενώ αρκετοί δείχνουν αδιαφορία. Η συνήθεια, με το πέρασμα των ημερών, ισοπεδώνει τις ανησυχίες. Ας ελπίσουμε ότι συνηθίσαμε τουλάχιστον τις προφυλάξεις.
Ηρέμησα, όταν θυμήθηκα τον τρόμο που έχω αισθανθεί αρκετές φορές στη ζωή μου. Αποφάσισα ότι ο κορωνοϊός αντιμετωπίζεται, γιατί εξαρτάται από εμένα και τον τρόπο ζωής μου, ενώ άλλες καταστάσεις είναι ανεξέλεγκτες.
Και ιδού ένα σίγουρα αστείο περιστατικό, που με απασχόλησε στο παρελθόν σοβαρά. Ενδιαφερόμουνα για κάποιον, ο οποίος κατάφερε να με τρομοκρατήσει.
Είχα κάποιες ενδείξεις, αλλά αδιαφόρησα. Τα βράδια καθόμουνα στο πάτωμα και ταξινομούσα το τεράστιο αρχείο μου. Τηλεφωνούσα για φαγητό, η απέχθειά μου για το καθημερινό μαγείρεμα είναι γεγονός, ποτέ δεν την έκρυψα.
Όταν ερχόταν το πακέτο, τηλεφωνούσα στην κόρη μου, που μελετούσε: “Έλα να φάμε”. Το τηλέφωνο στο δωμάτιό της δεν μου ανήκε και το χρησιμοποιούσαμε για να μιλάμε μεταξύ μας χωρίς να καλούμε από αυτό.
Η πρώτη κρούση ήρθε όταν, σε γενική συζήτηση για συμβίωση ή γάμο -κάθετα αντίθετη εγώ- είπε το έξοχο: “Υπάρχουν ανοικοκύρευτες γυναίκες, που ζουν μέσα στα χαρτιά και ούτε καν μαγειρεύουν!”
Ξεροκατάπια κι αδιαφόρησα. Η συζήτηση γενικεύτηκε με τα δικαιώματα των γυναικών. Έπειτα συνέβη το πρώτο κρούσμα! Ο γιος μου είχε φύγει για την Αγγλία. Χτύπησε το τηλέφωνο, δεν ξέραμε ακόμη ποιος μας καλούσε, κι απάντησα “Έλα, αγάπη μου”. Μπαπ… Δεν πέρασε μία ώρα και ξαναχτύπησε. “Έλα, αγάπη μου, γιατί το έκλεισες;” Ανυποψίαστη εγώ. Έπειτα από λίγο ξανά. Απάντησα: “Έλα, Χρήστο μου, και είχα αρχίσει να ανησυχώ”. Μπαπ, αλλά και πάλι δεν ψυλλιάστηκα.
Πέρασε κάποιο διάστημα κι εξαφανίστηκα από τα στέκια μου. Καθημερινά χτυπούσε το τηλέφωνο, το σήκωνα, έλεγα “Παρακαλώ” και ξανά “Παρακαλώ” και κανένας δεν απαντούσε. Πήγα στον ΟΤΕ, έβαλα μια ρύθμιση, αλλά ο καλών έκλεινε αμέσως, δεν εντοπίστηκε.
Κάποια στιγμή έφευγε η κόρη μου για την Αγγλία. Χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσα, μουγκαμάρα. Ανησύχησα, δεν ήταν αστείο πλέον. Στο καπάκι, χτύπησε το δεύτερο τηλέφωνο. Το σήκωσε το παιδί. Με το “Εμπρός”, άκουσα το μπαπ. Ξαναχτύπησε και το σήκωσα. Μπαπ. Χλόμιασα. “Δεν σε αφήνω μόνη σου, μαμά μου, φοβάμαι” είπε η μικρή. “Όχι, θα φύγεις. Και να μην φοβάσαι”, της απάντησα. Με είχε ζώσει όμως ο τρόμος.
Κι έγινε και το τελευταίο περιστατικό. Συνάντησα την κολλητή μου την Αναστασία με τον σύντροφό της, τον Πέτρο. Ευγενέστατος εκείνος (ας είναι αναπαυμένος!) είχε μουστάκι όπως ο πρώην σύζυγός μου. Οδηγούσε λευκό πεζό δίπορτο και ο πρώην μου λευκό δίπορτο Πόλο. Με έβαλαν να καθίσω μπροστά.
Δεν πέρασαν δύο ώρες και χτύπησε το τηλέφωνο. “Κάποιος έχει τραυματιστεί σε ατύχημα. Νομίζω ο σύζυγός σας!” Ακριβώς όπως τα τηλεφωνήματα που γίνονται τώρα για εξαπάτηση. Δεν ζήτησε κάτι ο καλών, απλώς ενημέρωσε. “Αδύνατον. Είναι στην Αγγλία”, σκέφθηκα. Είχα ανησυχήσει, όμως. Πήγα στον πατέρα μου, στη διπλανή πολυκατοικία. Τηλεφωνήσαμε στον αδελφό μου, ήταν καλά.
Ησύχασα. Θεωρητικά. Ποιος και γιατί να μου κάνει πλάκα; Η ζωή μου ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε διάφανη. Το παζλ συμπληρώθηκε ξαφνικά. Ο συγκεκριμένος με παρακολουθούσε. Συστηματικά… Σκαρφάλωνε στη Σχιστή Πέτρα, που ήταν απέναντί μου, κι έβλεπε τι έκανα μέσα στο σπίτι μου. Είχε πρόσβαση στο ΚΑΦΑΟ και στις τηλεφωνικές μου συνδιαλέξεις, διαφορετικά δεν θα γνώριζε τον αριθμό του δεύτερου τηλεφώνου μου. Και, τέλος, φοβήθηκε ότι είχα επιστρέψει στον σύζυγό μου!