Πριν από λίγες μέρες έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο της Ναυσικάς Χαραλαμπίδου Γεωγραφία του έρωτα και άλλων αισθημάτων. Είναι απ’ αυτά τα βιβλία που σε τραβάνε να τα ξεκινήσεις από το πρώτο ξεφύλλισμα. Και τελικά το ένστικτό σου δικαιώνεται. Η ανάγνωση ολοκληρώνεται απνευστί. Η κάθε λέξη σε τραβάει στην επόμενη. Έχεις περιέργεια να δεις τι θα συμβεί παρακάτω, χωρίς όμως να υπάρχει υπόθεση όπως τη γνωρίζουμε – μεγάλη επιτυχία!
Ιδιαίτερο βιβλίο, ιδιαίτερη γραφή. Υπάρχει μία παιγνιώδης διάθεση από την πλευρά της συγγραφέως, σε σημεία, παραδόξως και απρόσμενα, υπάρχει κι ένα μυστήριο, και τα συναισθήματα με τα οποία καταπιάνεται –και τα οποία είναι κοινά για όλους τους ανθρώπους–, αποκτούν μία νέα διάσταση, γίνονται τόποι και πολλοί νέοι πυρήνες δημιουργούνται. Ακόμη, αυτό που υπάρχει στο βιβλίο, και προσωπικά πιστεύω ότι δεν πρέπει να λείπει ποτέ από κανένα βιβλίο ασχέτως περιεχομένου, είναι το χιούμορ. Αυτό είναι που βάζει κάποια πράγματα στη θέση τους, τα γειώνει, τα κάνει ακόμη πιο κατανοητά χωρίς πολλή προσπάθεια και βερμπαλισμούς.
Το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι πρόκειται για το πρώτο βιβλίο της Ναυσικάς! Δεν θα μπορούσα να μη τη ρωτήσω ορισμένα πράγματα τόσο για το βιβλίο όσο και για την ίδια.
Πρώτο βιβλίο. Πώς νιώθεις;
Νιώθω ότι έχω ξεχυθεί «με τέρμα τα γκάζια στην ασφαλτοστρωμένη ευθεία προς την Κάτω Ευτυχία», για να χρησιμοποιήσω ένα απόσπασμα του βιβλίου. «Όμως, εξίσου ταχύτατα οι Κάτω Ευτυχιώτες συνεχίζουν να κατηφορίζουν την άσφαλτο και λησμονούν γρήγορα ότι κάποτε είχαν φτάσει στο χωριό (Κάτω Ευτυχία).» Επιβεβαιώνω την ισχύ και των δύο αποσπασμάτων. Αραιά και πού νιώθω να με τσιμπάει ένας φόβος, υποθέτω για το γεγονός ότι πρώτη φορά εκτίθεμαι έτσι σε τόσο κόσμο. Νιώθω και ανησυχία γιατί δεν ξέρω τι εστί έκδοση βιβλίου, τώρα το μαθαίνω, και ο χώρος του βιβλίου είναι δύσκολος. Επίσης κάποιες στιγμές, πιο σπάνια, συνήθως βραδινές ώρες, νιώθω βαθιά ικανοποίηση.
Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο;
Αυτή είναι μια πολύ καλή ερώτηση. Τυχαίνει να συνοψίζει τη βασική ιδέα που με απασχολούσε όσο έγραφα το βιβλίο: πώς προκύπτουν μέσα μας τα πράγματα που μας αφορούν; Ποια είναι η μηχανική του εαυτού μας; Όλα ξεκίνησαν όταν έγραψα το παλιότερο κείμενο του βιβλίου, πριν από πολλά χρόνια, ένα κείμενο που ονόμασα ήδη από τότε «Ο τόπος του έρωτα». Με αφορμή, λοιπόν, τον έρωτα είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ, εκείνη την εποχή, κάτι τρομακτικό: ότι μεγάλο μέρος της επικράτειας του εαυτού είναι για πάντα κλειδωμένο στο απόλυτο σκοτάδι του ασυνείδητου, αδύνατον να το ελέγξουμε. Στην πραγματικότητα, μπορεί ποτέ να μη μάθουμε από πού προκύπτουν τα αισθήματά μας ή για ποιους λόγους ακολουθούμε κάποια πρότυπα συμπεριφοράς. Επομένως, όλες οι εσωτερικές καταστάσεις, όχι μόνο ο έρωτας, απλώς ο έρωτας, ο πόθος, τα όνειρα περισσότερο από άλλες, συνήθως είναι σαν ξένοι τόποι μέσα μας που χρειάζονται εξερεύνηση. Το βιβλίο προέκυψε, λοιπόν, από αυτή τη βασική ιδέα: ότι τα αισθήματα, αρκετές φορές, κυριεύουν άγνωστες εκτάσεις μέσα μας, τις οποίες κάποια στιγμή είχα την διακαή επιθυμία να χαρτογραφήσω.
Στη Γεωγραφία του έρωτα και άλλων αισθημάτων, ακροβατείς ανάμεσα στη λογοτεχνία, στην ποίηση, στην πραγματεία. Συνειδητή επιλογή; Ενστικτώδες; Τι;
Καθόλου συνειδητή επιλογή. Η αλήθεια είναι ότι αναρωτήθηκα αν ακροβατώ, μόνο αφού είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο. Από τα σχόλια που ακούω. Κάποιοι μου λένε: «Δεν έχω ξαναδιαβάσει ποτέ κάτι τέτοιο!». Εγώ δεν ήξερα στην αρχή πώς να εκλάβω αυτή τους τη φράση. Ευτυχώς, μέχρι τώρα, το εννοούν για καλό.
Πάντως, καθόλου δεν με είχε απασχολήσει τι λογοτεχνικό είδος γράφω όσο έγραφα ούτε είχα καμία πρόθεση να μπω στα χωράφια της ποίησης. Εγώ καθόμουν καταγής κι έπαιζα με τις λέξεις, τις χρησιμοποιούσα ως εργαλεία για να σκάβω, ώστε να βρίσκω κάθε φορά τη βαθύτερη αιτία της συγκίνησής μου. Οπότε, ούτε μου πέρασε από το μυαλό ότι όσο έγραφα ήμουν εκεί ψηλά και εκτελούσα ένα επικίνδυνο νούμερο σε τεντωμένο σκοινί. Ούτε και εκ των υστέρων απέκτησα αυτή την αίσθηση. Αντίθετα, εξακολουθώ να πιστεύω ότι έγραψα αυτό το βιβλίο τελείως γειωμένη, σκαλίζονται διαρκώς τα χώματα.
Όσο για την επίφαση πραγματείας που χαρακτηρίζει το κείμενο, νομίζω ότι είναι επιρροή από τα κείμενα που μεταφράζω ή διερμηνεύω, που έχουν μια πιο τεχνική, πιο επίσημη γλώσσα. Όμως, η αντίθεση μεταξύ αυτής της πιο ψυχρής γλώσσας και των πολύ θέρμων συναισθημάτων ήταν πολύ χρήσιμη για το βιβλίο. Ίσως για αυτό την επέλεξα, ασυναίσθητα. Μου επέτρεψε να αγγίξω καυτά θέματα που με απασχολούσαν χωρίς να καώ. Και αυτή η αντίθεση βοήθησε πολύ επίσης στο χιούμορ, που είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό αυτού του βιβλίου. Σκέφτομαι τώρα ότι το χιούμορ θα μπορούσε να οριστεί έτσι: μια επιτυχημένη ισορροπία μεταξύ αντίθετων, αταίριαστων πραγμάτων, η οποία φωτίζει όχι τόσο προφανείς αλήθειες της ζωής. Το χιούμορ είναι πολύ καλό εργαλείο για να σκάψεις κοντά στην αλήθεια.
Ο τίτλος «Γεωγραφία του έρωτα και άλλων αισθημάτων» φανερώνει τον διαχωρισμό του έρωτα, και κατά κάποιον τρόπο την υπεροχή του. Σωστή ανάγνωση;
Δεν είμαι σίγουρη κατά πόσο είναι σωστή αυτή η ανάγνωση. Αν εννοείτε ότι μέσα μου ο έρωτας κατέχει πιο σημαντική θέση από τα άλλα αισθήματα, θα απαντήσω όχι.
Αν υπερέχει ο έρωτας σε κάτι, υπερέχει στην ορμητικότητα, στη δύναμη που μπορεί να έχει. Πάντως η υπεροχή του, για μένα, δεν σχετίζεται σε καμία περίπτωση με την ιδέα ότι ο έρωτας είναι υπέροχος. Εγώ, προσωπικά, είμαι μάλλον καχύποπτη απέναντι στον έρωτα. Επειδή έχει μια αξιοζήλευτη ορμή, μπερδευόμαστε και νομίζουμε ότι μας υπόσχεται ότι θα καταφέρουμε, ως διά μαγείας, να παρακάμψουμε τις δυσκολίες του εαυτού και να ενωθούμε με έναν άγνωστο άλλο. Και, ομολογουμένως, το θέμα της ένωσης με έναν σημαντικό άλλον είναι από τα πιο θεμελιώδη ζητούμενα για τον άνθρωπο από την αρχή της ζωής του. Όμως ο έρωτας, στην πραγματικότητα, ειδικά ο έρωτας, θα έλεγα, αρδεύεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το απόλυτο σκοτάδι του ασυνείδητου όπου είναι καταχωνιασμένα παιδικά παράπονα, εξιδανικεύσεις άλλων, σκηνές, αγγίγματα, ήχοι, ένα τεράστιο και πολύ πλούσιο υλικό, τελείως απρόσιτο στη συνείδηση. Και μάλιστα, όσο πιο απρόσιτο είναι το υλικό αυτό στη συνείδηση, τόσο πιο εύκολα καταφέρνει να παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας, ακριβώς επειδή δεν καταλαβαίνουμε από πού μας έρχεται, ώστε να αντιδρούμε αναλόγως. Η εικόνα που μου έρχεται στο νου είναι ενός κολυμβητή που απολαμβάνει τις απλωτές του και νιώθει υπέροχα, πολύ δυνατός, ικανός για όλα, κολυμπάει μπρούμυτα, κολυμπάει ανάσκελα, κάνει και βουτιές με τη μάσκα του, και δεν ξέρει ότι ακριβώς από κάτω του, στο αιώνιο σκοτάδι της αβυσσαλέας ζώνης, σεργιανίζουν απειλητικά σαρκοβόρα και πολύ τρομακτικά κήτη που έχουν μόλις αρχίσει να τον οσμίζονται. Όσο πιο ανίδεος ο κολυμβητής για τους κινδύνους, τόσο αυξάνεται η επικινδυνότητα. Είμαι καχύποπτη με τον έρωτα επειδή ενεργοποιείται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το σκοτάδι μας.
Αν έπρεπε να αναγνωρίσω την υπεροχή ενός αισθήματος έναντι των άλλων, χωρίς δεύτερη κουβέντα, αυτό θα ήταν η αγάπη. Η αγάπη, ναι, τρέφει τον εαυτό συνολικά, «επιδρά στην κάθε σπιθαμή του εαυτού», κάπως έτσι το λέω στο βιβλίο· και μάλιστα, συνήθως, δεν έχει ψευδαισθήσεις, ή τουλάχιστον έχει πολύ λιγότερες από ό,τι ο έρωτας. Η αγάπη αρδεύεται και αυτή από το σκοτάδι, όπως όλα τα συστατικά του εαυτού μας, αλλά είναι εξωστρεφής, κοιτάζει προς τον άλλον, άρα αναγκαστικά και προς τα έξω, προς το φως. Όχι τυχαία τοποθέτησα τον τόπο της αγάπης στο τέλος του βιβλίου, ως θριαμβευτική κατάληξη αυτής της εξερεύνησης.
Στο βιβλίο τα αισθήματα που εξερευνάς γίνονται τόποι. Για ποιο λόγο εξετάζονται γεωγραφικά;
Με έχει απασχολήσει πολύ η έννοια του τόπου. Ξεκίνησε να με απασχολεί πριν από το βιβλίο και εξακολουθεί. Ο τόπος, ο χώρος είναι μια έννοια αλληλένδετη με τον άνθρωπο. Ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει τον μη τόπο, ίσως με δυσκολία αντιλαμβάνεται και τον κενό τόπο.
Νομίζω ότι όταν αποφάσισα να γράψω «τον τόπο του έρωτα», πριν από πολλά χρόνια, εννοούσα κατά βάθος τον τόπο που μπορεί να καταλάβει ο έρωτας μέσα στην επικράτεια του εαυτού· και με κλόνιζε η ιδέα ότι ο έρωτας θα μπορούσε ενδεχομένως να χωροκατακτήσει όλον τον εαυτό. Οπότε εσωτερικός χώρος και συναίσθημα, σε αυτήν την περίπτωση, θα μπορούσαν να συμπίπτουν.
Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, ωριμάζει μέσα μου η εξής ιδέα: ότι o τόπος είναι για τους ανθρώπους η καλύτερη μνημοτεχνική των συναισθημάτων. Σαν τη μαντλέν του Προυστ, ένας τόπος, ενεργοποιεί τα συναισθήματά μας. Νοσταλγούμε έναν τόπο, όχι για τον ίδιο τον τόπο, αλλά επειδή νοσταλγούμε όσα νιώσαμε σε αυτόν. Ή αποστρεφόμαστε έναν τόπο, για όσα δυσάρεστα νιώσαμε εκεί. Οι σημαντικοί τόποι της ζωής μας χωρίς τη μνήμη των συναισθημάτων δεν έχουν καμία αξία για εμάς. Κάπως έτσι. Επομένως, στο βάθος, οι τόποι και τα συναισθήματα συνδέονται άρρηκτα, σε σημείο ενίοτε να ταυτίζονται.
Νομίζω για αυτούς τους λόγους είχα την ιδέα να παρουσιάσω τα αισθήματα γεωγραφικά. Ούτως ή άλλως είναι δύσκολο να χρίσεις πρωταγωνιστές της αφήγησης σου τα αισθήματα, που ήταν η ιδέα που μου είχε «καρφωθεί». Επομένως, παρουσιάζοντάς τα γεωγραφικά, δηλαδή από μια αναπάντεχη οπτική γωνία, σκέφτομαι τώρα, εκ των υστέρων, ίσως κατάφερα να αυξηθεί η δόση του χιούμορ και, για αυτόν τον λόγο, μπόρεσα να εμβαθύνω περισσότερο· κι αυτή η εμβάθυνση ήταν ο πυρήνας της ιδέας που μου είχε «καρφωθεί». Ωστόσο, αν πέτυχαν όλα αυτά, σε τελική ανάλυση, θα το κρίνουν οι αναγνώστες.
Τα κατοικούμε; Μας κατοικούν τελικά;
Ίσως έχω ήδη απαντήσει παραπάνω: συνήθως πιστεύουμε ότι τα αισθήματά μας μας κατοικούν περισσότερο από ό,τι τα κατοικούμε. Θέλω να πω ότι συχνά μένουμε με την εντύπωση ότι εγκαθίστανται ξαφνικά μέσα μας, με το έτσι θέλω. Βέβαια, αυτό δεν είναι αλήθεια. Υπάρχει πάντα μια εξήγηση γιατί νιώθουμε ό,τι νιώθουμε, απλώς δεν είναι πάντα δυνατό να τη βρούμε.
Θα χρησιμοποιήσω το παράδειγμα των ονείρων, αλλά τηρούμενων των αναλογιών, ισχύει και για τα συναισθήματα. Ονειρευόμαστε πράγματα που μας μοιάζουν τελείως τρελά. Συνομιλούμε μια χαρά με νεκρούς, μετά, ξαφνικά, γεννάμε ένα μωρό. Πλάθουμε ζώα που θυμίζουν κάτι μεταξύ καγκουρό και ακρίδας· άξαφνα εκεί που έχουμε αποκτήσει την ικανότητα να πετάμε, προσγειωνόμαστε και πιάνουμε το κουβεντολόι με τον Αλμοδόβαρ λες κι είναι φίλος μας· ύστερα μας κυνηγάνε, ύστερα τους κυνηγάμε… Και όταν ξυπνάμε νιώθουμε τελείως ανυπεράσπιστοι απέναντι σε όλες αυτές τις σκηνές που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε το βράδυ. Από πού προήλθαν όλες αυτές οι εικόνες; Είναι όλες δικές μας. Τις γέννησε όλες ο μηχανισμός του δικού μας εαυτού, αλλά σπάνια μπαίνουμε στον κόπο (γιατί είναι κόπος) να εξηγήσουμε όσα είναι δυνατό να εξηγηθούν, συνεπώς μένουμε με την εντύπωση ότι τα όνειρα ή τα αισθήματα είναι κάτι ξένο που μας κυρίευσε.
Είναι «άγιοι» αυτοί οι τόποι;
Όχι, καθόλου. Αυτοί οι τόποι είναι ενδεικτικοί, ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζω. Οι μόνοι τόποι που θεωρώ ότι δεν θα έπρεπε να μετακινηθούν είναι ο τόπος του έρωτα και ο τόπος της αγάπης, η αρχή και το τέλος του κειμένου. Επειδή αν άλλαζαν θέση, θα άλλαζε και η ουσία αυτής της γεωγραφίας. Θα έχανε το έρμα της. Ή σωστότερα, θα έπαυε να είναι η δική μου πρόταση γεωγραφίας.
Κατά τα λοιπά, οι αναγνώστες είναι ελεύθεροι να προσθέσουν, κατά την ανάγνωση, τους δικούς τους τόπους ή να προσθέσουν κι άλλες πτυχές στους τόπους που εγώ περιγράφω, να σταθούν στους τόπους που τους αφορούν, να προσπεράσουν γρήγορα άλλους, να με διορθώσουν, αν κάτι δεν έχω σκεφτεί… Όπως, είπα και παραπάνω αυτός ήταν και ένας στόχος του βιβλίου, να υπάρχει χώρος και για άλλες οπτικές. Και χαίρομαι γιατί άνθρωποι μου το λένε αυτό: ότι το βιβλίο φαίνεται μικρό αλλά δεν είναι, επειδή σε βάζει να ανασκαλέψεις μέσα σου και να γράψεις εσύ με το νου άλλες τόσες σελίδες για δικά σου συναισθήματα. Αυτό ήθελα! Έχω σκεφτεί, μάλιστα, ότι ίσως αυτός ήταν ένας από τους βαθύτερους λόγους που αποφάσισα να το εκδώσω: για να λειτουργήσει ως καμβάς επάνω στον οποίον θα συμπληρώσουν ό,τι θέλουν οι αναγνώστες.
Πώς και γιατί διάλεξες τα συγκεκριμένα αισθήματα;
Νομίζω ότι δεν τα διάλεξα εγώ, αυτά με διάλεξαν, για να παραφράσω την παραπάνω ερώτηση για το αν εμείς κατοικούμε τα αισθήματά μας ή μάς κατοικούν αυτά. Ίσως, πρόκειται για αισθήματα που με στοίχειωσαν κάποια στιγμή στη ζωή μου.
Άλλωστε, τα μισά περίπου τα διάλεξα με βάση παλιότερα κείμενα που είχα γράψει σε ανύποπτη στιγμή, κι είχα αφήσει στην άκρη. Αυτά αποτέλεσαν τη μαγιά του βιβλίου, όταν ένιωσα πιεστικά την ανάγκη να παρατήσω σύξυλο ένα άλλο κείμενο που έγραφα, για να γράψω μια γεωγραφία αισθημάτων. Κι αυτό σημαίνει ότι είχα πολλά χρόνια στη διάθεσή μου να αναρωτηθώ για αυτά τα πρώτα αισθήματα, να καταλάβω γιατί τους άνοιξα την πόρτα και τα εγκατέστησα μέσα μου. Βέβαια, αυτά τα παλιά κείμενα τα ξαναδούλεψα και τους πρόσθεσα καινούργια κομμάτια.
Όσο για τα τελείως καινούργια κεφάλαια, είτε προέκυψαν αυθόρμητα, όπως η πρώτη Εύα του βιβλίου είτε ήταν αισθήματα που με στοίχειωσαν πάλι, κι ας ήταν θετικά αισθήματα. Άλλα, πάλι, επέλεξα συνειδητά να τα γράψω, όπως το κεφάλαιο για την ενοχή, άλλα γράφτηκαν κατά παραγγελία, όπως συνέβη με την Αντιόπη. Η φίλη μου η Αντιόπη, όταν διάβασε μια πολύ πρώιμη εκδοχή του βιβλίου με προέτρεψε να προσθέσω μερικούς τόπους. «Γιατί δεν γράφεις για τον τόπο του χωρισμού;», μου είπε. «Μα ο χωρισμός δεν είναι τόπος!», αναφώνησα εγώ, έκπληκτη. «Πώς μπορεί να νιώσει κάποιος… χωρισμό;», την αποπήρα σχεδόν. Δεν επέμεινε. Αφού το σκέφτηκα όμως, στρώθηκα κι έγραψα τον τόπο της προδοσίας, από τους πιο ενδιαφέροντες τόπους του βιβλίου, κατ’ εμέ, και της τον χρωστάω. «Η μεγαλύτερη γιορτή στον τόπο της προδοσίας είναι οι χωρισμοί», λέει το βιβλίο.
Πάντως, αυτό που θέλω να επισημάνω οπωσδήποτε, είναι ότι, πάλι συνειδητά, δεν ήθελα να περιλαμβάνονται πάρα πολλοί τόποι· θα μπορούσα να περιγράψω άλλους τόσους ή και παραπάνω. Γενικά, δεν ήθελα να προσπαθήσω να καλύψω τα πάντα. Πάλι αυτή η έγνοια να αφήσω χώρο για άλλες οπτικές, να μην είμαι εξαντλητική. Επομένως, και άλλα αισθήματα που είχα σκεφτεί, τελικά δεν τα ανέπτυξα. Γιατί έχω την αίσθηση ότι είτε με δώδεκα είτε με είκοσι τέσσερα κεφάλαια, το βαθύτερο νόημα θα παρέμενε το ίδιο. Αισθανόμουν ότι από ένα σημείο και μετά θα γινόταν επίδειξη φαντασίας, επιτήδευση, και όχι ουσία.
Ο τόπος του πόθου και ο τόπος της λογικής. Δεν περιγράφονται ως αντίθετοι, αλλά ως τόποι σε συνέχεια, που ο ένας (πόθος) ξεκινάει εκεί όπου τελειώνει ο άλλος (λογική). Υπάρχει νησίδα ένωσής τους;
Η αλήθεια είναι ότι στη δική μου φαντασία οι δύο τόποι δεν τέμνονται πουθενά. Στο βιβλίο λέει: «Ο τόπος του πόθου βρίσκεται πέρα από τον τόπο της λογικής· τόσο απομακρυσμένα ώστε κανένας νόμος λογικής δεν ισχύει στον πόθο». Ήθελα να τονίσω πόσο παράλογος μπορεί να γίνει ο πόθος, πόσο λίγο ελέγχεται από το συνειδητό.
Αλλά έχει ενδιαφέρον η ανάγνωση ότι οι δύο τόποι βρίσκονται σε συνέχεια, ότι συνορεύουν. Τη βρίσκω πάρα πολύ καίρια επειδή περιλαμβάνει μια αλήθεια που δεν είχα σκεφτεί: όλοι οι τόποι, όλα τα συναισθήματα συνορεύουν με τη λογική, επειδή σε αυτήν προστρέχουμε πρώτα για να τα βγάλουμε πέρα, όταν τα αισθήματα γίνονται ενοχλητικά. Υπό αυτήν την έννοια, η λογική συνορεύει με κάθε συναίσθημα.
Ως μεταφράστρια και διερμηνέας έχεις μάθει καλά να «μετατρέπεις» κάτι σε κάτι άλλο, να ξεκλειδώνεις νοήματα… Σε βοήθησε αυτό σε κάποια φάση της συγγραφής του βιβλίου;
Σίγουρα η ενασχόληση τόσα χρόνια με τη διερμηνεία και τη μετάφραση με έχει μάθει πολλά για τις δυνατότητες της γλώσσας. Επίσης, η εξοικείωση με πολλές διαφορετικές ορολογίες με δίδαξε τη χαρά της ακριβολογίας.
Όμως, το σημαντικότερο που έχω κερδίσει από τη δουλειά μου είναι νομίζω αυτή η αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος, αυτό το «ξεκλείδωμα» νοημάτων, όπως αναφέρει και η ερώτηση. Γενικώς, το νόημα των πραγμάτων είναι πολύ σημαντικό για μένα. Και σκέφτομαι μήπως τελικά είναι από επαγγελματική διαστροφή, γιατί στη μετάφραση και τη διερμηνεία πρέπει πάντα να παρακολουθείς το νόημα, προκειμένου η απόδοση στην άλλη γλώσσα να στέκει. Η διαρκής παρακολούθηση του νοήματος είναι ένα εργαλείο για να βεβαιώνεσαι ότι δεν έχεις κάνει λάθη, ας πούμε, σε δύσκολες νομικές μεταφράσεις.
Ανέφερα και παραπάνω ότι αυτό το πιο επίσημο επίπεδο γλώσσας που χρησιμοποιώ συνήθως στη δουλειά, και που το έχω μάθει πια καλά, με βοήθησε στο βιβλίο να πραγματευτώ καυτά θέματα, με χιούμορ, χάρη ακριβώς σε αυτόν τον πιο ψυχρό και απρόσμενο για λογοτεχνικό έργο τρόπο έκφρασης.
Ποια είναι η σχέση σου με τη συγγραφή;
Δυσκολεύομαι να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση. Δεν μπορώ να ορίσω τη σχέση μου με τη συγγραφή, ίσως για αυτό μου φαίνεται τόσο ενδιαφέρουσα διαδικασία, επειδή είναι και η ίδια μυστήριο για μένα.
Προσπαθώντας να δώσω μια απάντηση, παρόλα αυτά, θα έλεγα ότι η συγγραφή για μένα είναι ένας τόπος που συνορεύει στο μεγαλύτερο μέρος του με το απόλυτο σκοτάδι του εαυτού. Του απομένει, όλη κι όλη, μια λεπτή χερσόνησος μέσω της οποίας συνορεύει με το άπλετο φως της καθημερινότητας. Ο μοναδικός κάτοικος αυτού του τόπου, που είμαι εγώ, στέκει εκεί στα σκοτεινά, έχοντας στα χέρια μόνα εργαλεία τις λέξεις, μικρούς φακούς, με τους οποίους παλεύει διαρκώς και ευελπιστεί να φωτίσει κάτι από αυτό το απελπιστικό σκοτάδι. Ζει σε μια διαρκή εγρήγορση. Είναι στραμμένος προς στο σκοτάδι, ελπίζοντας πάντα κάτι να διακρίνει, κάτι να αντιληφθεί. Ωστόσο, μερικές φορές, βαδίζει επάνω στη φτενή χερσόνησο και στρέφει το βλέμμα προς το εκτυφλωτικό φως της καθημερινότητας. Εκεί φωτογραφίζει πράγματα που τον συγκινούν και φυλάει τις φωτογραφίες για αργότερα. Δεν κοιμάται ποτέ, ακόμα κι όταν εγώ κοιμάμαι. Παρατηρεί τα πάντα, κι όταν κάτι τρανταχτό συμβεί, όταν η συγκίνηση είναι αρκετή, αρχίζει να γράφει.
Ποιοι/ες είναι οι αγαπημένοι/ες σου συγγραφείς; Τι σου αρέσει να διαβάζεις;
Έχω ένα σωρό αγαπημένους συγγραφείς. Διαβάζω από όλα, δεν διαβάζω, όμως, γρήγορα. Κι αυτό, γιατί στέκομαι πολλή ώρα σε μια σελίδα, επειδή μου ξύπνησε μια ανάμνηση ή επειδή ξαφνικά αναδύθηκε μια ενδιαφέρουσα σκέψη.
Αντί να αναφέρω ονόματα για τα οποία δεν έχω τον χρόνο να πω τα σημαντικά, θα προτιμήσω να μιλήσω μόνο για τον Θερβάντες και τον Δον Κιχώτη, στους οποίους έχω στήσει μέσα μου ένα εικονοστάσι, με ένα καντήλι μόνο, επειδή, στο μυαλό μου, αποτελούν μία και μόνη υπόσταση. Δεν ξέρω αν εκτιμώ τόσο πολύ τον Θερβάντες και τον Δον Κιχώτη, την ομοούσια αυτή δυάδα, για το λεπτό χιούμορ της, επειδή δίνει άλλοθι στην ονειροφαντασία ως στάσης ζωής ή για το πολύ καίριο υπαρξιακό ερώτημα που θέτει: ο Δον Κιχώτης είναι τελικά παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή;… Δεν είναι ότι έχω διαβάσει τον Δον Κιχώτη πολλές φορές· δεν έχω καταφέρει να το ολοκληρώσω ούτε μία. Το διαβάζω, αργά, όπως όλα, στα ελληνικά, με το ισπανικό πού και πού ανά χείρας. Άλλωστε και ο ίδιος ο Θερβάντες χρειάστηκε δέκα χρόνια για να ολοκληρώσει το δεύτερο μέρος. Η έλξη, όμως, που μου ασκεί είναι ιδιαίτερη. Κάτι μού διδάσκει χωρίς να ξέρω τι ακριβώς· ίσως πάλι να αφορά αυτή τη δύσκολη σχέση μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής πραγματικότητας, της ευγενούς προσπάθειας να πάμε προς το φως, που είναι δυνατή, ακόμα κι όταν όλα μας διαψεύδουν.
Έχεις κάποια «ιεροτελεστία» όταν γράφεις;
Όχι, δεν έχω κάποια ιεροτελεστία όταν γράφω. Θα έπρεπε, ίσως. Το μόνο που ξέρω είναι ότι χρειάζομαι ησυχία, ενώ μπορώ να κάνω αρκετές από τις άλλες δουλειές ακούγοντας μουσική ή ραδιόφωνο. Δεν είναι ότι πρέπει να απομονωθώ εντελώς, απλώς χρειάζομαι ησυχία. Επίσης, όταν γράφω, βρίσκομαι σε ένταση, έχω παρατηρήσει ότι κουράζομαι πολύ σωματικά. Και, τέλος, οι καλύτερες ιδέες μού έρχονται όταν κολυμπάω ή όταν μαγειρεύω ή στο σουπερμάρκετ, ή γενικά, απρόσμενα, όταν ασχολούμαι με κάτι άλλο. Γιατί νομίζω ότι ενώνονται καλύτερα οι σκέψεις με το συναίσθημα, ότι αναδύεται ευκολότερα υλικό από το σκοτάδι προς το φως, όταν έχεις στραμμένο το βλέμμα σου αλλού.
Δανειζόμενη τον τρόπο που ξεκινάς να περιγράφεις τον έρωτα στη αρχή του βιβλίου: Τι συνορεύει προς ανατολάς με τη Ναυσικά και τι προς δυσμάς;
Μου είναι δύσκολο να απαντήσω. Μπορώ, όμως, να πω ότι συνήθως οι άνθρωποι συνορεύουν προς δυσμάς με ό,τι συνόρευαν και προς ανατολάς. Αυτό που εγγράφηκε ως μηχανική του εαυτού στα παιδικά χρόνια, δύσκολα αντικαθίσταται αργότερα. Και παρότι από μικρή, νομίζω, προσπαθούσα να κάνω τουλάχιστον κάποια μερεμέτια στον δικό μου μηχανισμό, δεν πίστευα ότι τελικά θα κατάφερνα κάτι θεαματικό. Την εποχή, μάλιστα, που έγραψα τον τόπο του έρωτα, είχα μάλλον απελπιστεί.
Όμως, προς μεγάλη μου έκπληξη και ευχαρίστηση, και με αφορμή αυτήν εδώ την ερώτηση, συνειδητοποιώ τον τελευταίο καιρό ότι οι τόποι με τους οποίους συνόρευα μια ζωή, δεν είναι πια οι τόποι με τους οποίους συνορεύω. Δεν κατάλαβα πώς συνέβη αυτό. Σίγουρα βοήθησε η ψυχανάλυση, η γνωριμία μου με τον άντρα μου, αλλά δεν μπορώ να πω πότε ακριβώς έγινε μια τόσο κοσμογονική αλλαγή στα σύνορά μου.
Τι θέση έχει ο έρωτας στη ζωή σου;
Όπως έγραψα παραπάνω είμαι καχύποπτη με τον έρωτα, ειδικά όταν παρουσιάζεται ως κάτι μαγικό. Παρόλα αυτά, εκτιμώ την ορμητικότητά του. Χάρη σε αυτήν, ο έρωτας επιχειρεί να ανοίξει έναν δρόμο από το γνωστό προς το άγνωστο, είναι, δηλαδή, πάντα μια αρχή· είναι ένας τρόπος να μπαίνει το καινούργιο στη ζωή μας. Μπορούμε να πούμε ότι για μένα ήταν η αρχή για να γράψω αυτό το βιβλίο.
Μιας και στο βιβλίο προσπάθησα να περιγράψω, όχι εξαντλητικά, αλλά επαρκώς πρώτον πρώτον τον έρωτα, επιλέγω από εκεί ένα απόσπασμα που θα ταίριαζε περισσότερο στη ζωή μου τώρα.
«Ένα ζευγάρι τυλίγεται στην αγκαλιά μιας γλύκας γεμάτης από τον καθησυχασμό της οσμής του άλλου.
Οι κάτοικοι φοράνε, κάθε που είναι γιορτή, την ανυπέρβλητη χαρά της ευτυχισμένης ένωσης».
Φυσικά και η ανάγνωση του καθενός είναι μοναδική, αλλά… εσύ, ως συγγραφέας του βιβλίου, τι ευελπιστείς να μείνει στον αναγνώστη έπειτα απ’ την ολοκλήρωσή της;
Όπως ανέφερα και παραπάνω ένας στόχος του βιβλίου ήταν να γραφτεί έτσι ώστε να αφήνει χώρο να ξεπηδήσουν και άλλες οπτικές για τα αισθήματα. Όταν, λοιπόν, κάποιοι αναγνώστες μού είπαν ότι το βιβλίο φαίνεται μικρό, αλλά δεν είναι, επειδή σε βάζει να γράψεις εσύ με το νου άλλες τόσες σελίδες για δικά σου συναισθήματα, νομίζω πως βάλανε σε λέξεις ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να ευελπιστώ να μείνει στον αναγνώστη μετά την ανάγνωση αυτού του βιβλίου: ο περίπατος στα δικά του συναισθήματα.
Το βιβλίο της Ναυσικάς Χαραλαμπίδου Γεωγραφία του έρωτα και άλλων αισθημάτων κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ενύπνιο και μπορείτε να το προμηθευτείτε από εδώ.