«Κρεμ μπρουλέ, αυτό είσαι», της λέει, κι αυτή που δεν είχε δοκιµάσει καν, τον ρωτάει σαστισµένη «γιατί;»
«Γιατί είναι σκληρή απ’ έξω και µέσα της κρύβει όλο το µεδούλι».
Ώστε αυτό ήταν; Σκληρή, ενίοτε µπιτσάρα κατά περίπτωση, µια γυναικεία φιγούρα που τρόµαζε µε το βλέµµα της, για να µην δουν πόσα η ίδια φοβάται. Ήταν απλά µια κρέµα, λοιπόν, καµένη στη σωστή θερµοκρασία µε φλόγιστρο επαγγελµατικό, καµένη αλλά γλυκιά εκ των έσω, µε µια σκεπή από κρούστα καραµελωµένης ζάχαρης… Αρκούσε ένα χέρι, το κατάλληλο χέρι, που θα έσπαγε τις άκρες της και θα διαπίστωνε το περιεχόµενό της.
Τον άφησε να την κοιτάζει ξαπλωμένος και φούσκωνε τη φιλαρέσκειά της η ιδέα πως ακόµα και καµένη παρέµενε ένα κάποιο έδεσµα! Του ανταπέδωσε, βέβαια, µε όλο το µέσα της όση βανίλια της είχε αποµείνει, όσο άρωµα είχε σώσει στο δισάκι που σαν πρόσφυγας κουβαλούσε πέρα δώθε χρόνια τώρα, όλη την πολύτιµη πραµάτεια του…
Και τώρα;
Γιατί για αυτήν υπήρχε πάντα ένα μετά (πίσω από το δέντρο να παραφυλάει), αυτό που δεν είναι εµφανές, αλλά το προφανές γαµώτο, που οι περαστικοί δεν µπήκαν στον κόπο να κοιτάξουν…
Της άρεσε και η ιδέα πως ήταν μια συνταγή με βάση τη ζάχαρη, πως το γκρι βλέµµα κάποιου ουρανοκατέβατου άντεξε τόσο τους κραδασµούς της καµένης γης της, ώστε να δει το µέσα της, πριν το φάει!
Έβαλε ένα πρόχειρο φόρεμα, µε τιραντάκι που τάχα γλιστράει τυχαία στον ώµο της, έπαιξε µε νάζι εκείνη τη ξανθή τούφα στο µάγουλο και µπήκε στο πρώτο ζαχαροπλαστείο που βρήκε µπροστά της
«Μια κρεμ μπρουλέ», είπε µε αναστεναγµό στον υπάλληλο, «ή µάλλον δύο», συµπλήρωσε, όσο ο αιφνιδιασµένος ταµίας της ανταπέδιδε µε ένα αµήχανο ξεροκατάπηµα τη λαγνεία που τον βρήκε κατάµουτρα!
Πήρε τη σακουλίτσα της, εναπόθεσε µάλιστα το περιεχόµενο στο ψυγείο για να παρατείνει τη διάρκειά του, και το χάζευε όπως ο επισκέπτης ένα έργο τέχνης Κυριακή µεσηµέρι σε κάποια έκθεση…
Ήθελε να φαγωθεί, αλλά όχι, δεν ήταν έτοιμη να μάθει ποια ήταν τελικά…