Καμιά φορά προσανατολίζομαι με κόπο – η πυξίδα που φώλιασε η μάνα μου στα σωθικά μου, ήταν σπασμένη, το διαπίστωσα καθ’ οδόν…
Όλες τις υπόλοιπες στιγμές λοιπόν, χάσκω στα σημεία του ορίζοντα δίχως να μπορώ να τα προσδιορίσω κι έτσι σκοντάφτω, μονίμως σκοντάφτω. Άλλες φορές οικειοθελώς, άλλες πάλι από σπόντα. Σκαλίζω θαύματα σε υποκοριστικό βαθμό, ερωτεύομαι με ενθουσιασμό μαθήτριας, αγκαλιάζω τον όφι μου, μέχρι να αποκοιμηθεί στον κόρφο μου εξημερωμένος
Η μικρή βελόνα της πυξίδας μου πάλλεται επί ματαίω, δεν έχει κανένα νόημα ο αντανακλαστικός της χορός, σαλεύει για να μου πει πως πάω λάθος, αλλά τη χαϊδεύω με συμπάθεια κι έτσι υποκύπτει στα χάδια μου ανακουφισμένη. Εγώ πέφτω πάνω σε ανθρώπους που βαφτίζω φίλους, κάνω παρέες, ανοίγομαι σαν βεντάλια (σε χέρια λεπτοκαμωμένα γκέισας άρτι αφιχθείσας από κάποια σελίδα). Πέφτω σε ανδρικές φιγούρες που χρήζω ιππότες και υποκλίνομαι με δέος, στην πανοπλία και στις μάχες που δεν θα δώσουν ποτέ και για κανέναν λόγο!
Με μπουφάν με κουκούλα, σαν αναρχικός-γενόσημος, την τσίμπλα στο μάτι, διαπραγματεύομαι την αλήθεια μου κάθε μέρα μόλις ξυπνήσω.
Πρωινά και μεσημέρια στο κέντρο της Αθήνας, περπατάω στα φανάρια βιαστικά και με προσοχή με περνάω απέναντι. Και αυτό «το απέναντι» σε συνομωσία με τη χαλασμένη πυξίδα μου, στήνουν τη γη της επαγγελίας που ακόμα δεν πάτησα, όσο επιμένω να μην παραδοθώ αμαχητί σε όσα με πνίγουν.
Κάτι βρε παιδιά θα υπάρχει παρακάτω, δεν γίνεται να είναι ως εδώ το ύφασμα, κάποιο στρίφωμα θα εκκρεμεί, που αν το ανοίξουμε θα βγάλει περιστέρια από το καπέλο μας, θα μας ανοίξει τη μεγάλη κόκκινη ομπρέλα!
Βελτιώθηκα όμως μεγαλώνοντας: λέω λιγότερα, έθεσα και κάτι, πρόχειρα όρια, κι έτσι αναβάλω τις μεγάλες πράξεις για αύριο… Τις ζυγίζω τις προσδοκίες, αν βγούνε παραπάνω το διπλοτσεκάρω, έτσι μειώνω τις πιθανότητες να χτυπήσω τα γόνατα.
Ψαλιδίζω το πατρόν, όπως το τελευταίο κομμάτι της τούρτας στο ψυγείο με το κουταλάκι, ξέρετε, αυτό που κλέβεις στο σχήμα και το τρως, δικαιολογείς την υπογλυκαιμία σου στη νέα γεωμετρική του εκδοχή, αλλά διατηρείς το άλλοθι ότι χάσκει ακόμα στο πιατάκι μικρό, μικρούτσικο, δεν χάθηκε…
Νομίζω ότι για όλα φταίει η πυξίδα και τα κουσούρια της! Αν είχα στις τσέπες μια από τις άλλες, τις σωστές, θα πήγαινα από το πεζοδρόμιο και εκ του ασφαλούς, θα μου έκαναν τα ρούχα μου, την μπανέλα στο σουτιέν θα την είχα συνηθίσει!
Αλλά όσο μεγαλώνω είμαι σίγουρη, πως δίχως την ελλαττωματική πυξίδα μου, θα ήμουνα ολότελα χαμένη…