Αντί συνέντευξης, οι απαντήσεις που έδωσε ο Βαγγέλης Βελώνιας στις αδιάκριτες ερωτήσεις μου, ένα βράδυ με θόρυβο, μουσική και δίχως καπνό τσιγάρου μες στην ταβέρνα ο Πειναλέων, κάνουν καλύτερα μια άλλη δουλειά: λειτουργούν αφηγηματικά και αυτόνομα. Ο ίδιος, χωρίς να είναι καθόλου διδακτικός, μεταφέρει υλικά της πείρας και του βίου του, απαντώντας σχετικά με σταθμούς της ζωής του, με την ίδια την ποίηση και την στιχουργική, με την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Ανάμεσά μας, το κινητό μου στην λειτουργία ηχογράφησης και ποτήρια με τσίπουρο που δεν αφήναμε να μένουν άδεια για δύο συνεχόμενες ώρες. Χιούμορ, ευαισθησία, αμεσότητα χαρακτηρίζουν μια από τις πιο διακριτές και, κατά την άποψή μου, σπουδαίες εν ζωή πένες στην χώρα μας.
Λίγο πριν την υπακοή
Τα τελευταία, όχι λίγα, χρόνια είμαι δουλοπάροικος στο Δημόσιο, είμαι υπάλληλος σε έναν δήμο. Τα τρία τελευταία χρόνια είμαι συντονιστής στην δομή προσφύγων στο Σχιστό και αισθάνομαι ότι εκεί γίνεται ένα έργο. Ποτέ δεν με έχει αποκαλέσει κάποιος αργόσχολο στην δουλειά μου. Θεωρώ ότι έχει αδίκως, από ορισμένες απόψεις, καλλιεργηθεί ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι λουφάρουν ή είναι παράσιτα.
Να σου πω κάτι; Όταν γεννηθεί ένας άνθρωπος, είναι ένας δημόσιος υπάλληλος, συνήθως, μία μαία που τον ξεγεννά, που τον οδηγεί στον κόσμο. Μια νοσοκόμα, δημόσιος υπάλληλος, θα τον φασκιώσει. Ύστερα, μια νηπιαγωγός, δημόσιος υπάλληλος, θα τον φροντίσει και θα του μεταδώσει τις πρώτες γνώσεις και ένας δάσκαλος στην συνέχεια το ίδιο, ένας καθηγητής λυκείου και πανεπιστημίου. Στο τέλος, ένας δημόσιος υπάλληλος θα τον κηδέψει κιόλας.
Όλη αυτή η ιστορία με την κόντρα δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων μου θυμίζει την κόντρα στην οποία προσπαθεί να βάλει η τενεκεδένια εξουσία του καπνιστές και τους μη καπνιστές. Μας θέλουν, ως πολίτες, μαθημένους σε κάθε λογής περιορισμούς και όχι σε ένα περιβάλλον ουσιαστικής ελευθερίας. Και όλο αυτό είναι η αρχή του φασισμού. Ο Γκέμπελς, υπουργός προπαγάνδας της ναζιστικής Γερμανίας και στενός συνεργάτης του Χίτλερ, έλεγε: «Ακούς, ακούς, στο τέλος υπακούς».
Παγίδες
Πριν αρκετά χρόνια, είχα πάει στην Φρανκφούρτη σε μια εκδήλωση για τον ποιητή Νίκο Καββαδία και είχα αναλάβει μια αφήγηση για γεγονότα γύρω από την ζωή του. Υπήρχε και μια ορχήστρα, εικόνες που περνούσαν σε slides…Φυσικά, κανείς δεν κάπνιζε μες στον χώρο τον κλειστό όπου λάμβανε χώρα η εκδήλωση, ο κόσμος ήταν από νωρίς μαθημένος σε αυτό.
Τους έβλεπα να απολαμβάνουν ό, τι έβλεπαν και ό, τι άκουγαν. «Αφήστε με να καπνίσω ένα τσιγάρο», τους είπα. Κανείς τους δεν είχε αντίρρηση. Μια μέση λύση, ένα μέτρο είναι το ιδανικό να γίνεται και να συμφωνείται. Οι απολυτότητες είναι επικίνδυνες. Η κυβέρνηση, άλλωστε, δεν ενδιαφέρεται για την υγεία του λαού. Αν ενδιαφερόταν, δεν θα επέτρεπε την Τρέμη στην δημόσια τηλεόραση. Όλη αυτή η ιστορία είναι μια παγίδα, ένα αστείο.
Μη στρατευμένος εξομολογητής
Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι στρατευμένη ποίηση, ούτε θεωρώ τον εαυτό μου στρατευμένο κάπου. Όμως, πολλές φορές, στο χαρτί μού βγαίνουν πράγματα στηριγμένα στην φιλοσοφία που έχω στην ζωή ή ,αν θες, σε έναν αριστερό τρόπο σκέψης και ανάλυσης των πραγμάτων.
Όταν κάποιος αποφασίζει να πάρει το μολύβι και να γράψει, δεν μπορεί παρά να ξεκινά να γράφει βασισμένος σε αυτά που έχουν συσσωρευτεί μέσα του εδώ και χρόνια. Αν δεν το κάνει αυτό, κάτι δε πάει ίσως καλά. «Αν δεν είχα γράψει αυτό που θέλω, δεν θα ήμουν αυτός που είμαι», έχω πει. Η προσπάθειά σου πρέπει να είναι να βουτήξεις βαθιά και να καταγράψεις, στην συνέχεια, από τις πιο προσωπικές σου εμπειρίες και απόψεις για την ζωή. Ερμηνεύοντας τον εαυτό μας, δεν ερμηνεύουμε κι άλλους;
Τα σκοτάδια και τα φώτα
Βαθιά μέσα μου είμαι πεπεισμένος για το ότι στην ζωή υπάρχουν οι γυναίκες και όλα τ’ άλλα. Που σημαίνει, ότι αυτή την μοναδικότητά τους πρέπει να την αφήσεις να σε συγκλονίσει. Στο πεδίο της λογοτεχνίας, εννοείται πως τις παραδέχομαι. Τελευταία, μ’ έχει εντυπωσιάσει η Λένα Παππά. Διάβασα πρόσφατα κάποια δικά της που με συντάραξαν.
Νομίζω πως, σε ορισμένα σημεία, συνδυάζει τον έρωτα με την βαθιά επιθυμία ενός ανήσυχου πνεύματος να ανατρέψει μια κοινωνία η οποία είναι άρρωστη. Ο έρωτας ως σκέψη. Και ο έρωτας ως πράξη. Ο άνθρωπος είναι φως και σκοτάδι, σε μια αναλογία 50-50. Ο έρωτας για να υπάρξει με την αναγκαία σφοδρότητα-δεν νοείται για μένα έρωτας στο ρελαντί- πρέπει να ταυτιστούν τα φώτα και τα σκοτάδια δύο ανθρώπων. Ένα ζευγάρι, όσο αφήνεται στον έρωτα, αν δεν αφεθεί και στις βαθύτερες επιθυμίες του, που είναι και σκοτεινές, θα βαλτώσει.
Και τα οινοπνεύματα
Έχει σκεφτεί κανένας άνθρωπος γιατί καταναλώνουμε ουσίες; Αλκοόλ, νικοτίνη και τα λοιπά… γιατί; Ώρες ώρες, η ζωή δεν αντέχεται. Οι ουσίες, γενικώς, έχουν μια δύναμη: να σε βγάζουν από την δυσκολία της πραγματικότητας, αφαιρούν τις αναστολές. Όλα τα πρέπει και όλα τα μη που σου έχει χώσει μια κοινωνία, όταν καταναλώσεις τις ουσίες, τα γράφεις στην σέλα σου. Ο μόνος λόγος που τα συστήματα και οι εξουσίες κυνηγούν τις ουσίες είναι γιατί, έστω πρόσκαιρα, νιώθεις ελεύθερος παίρνοντάς τες. «Ούζο όταν πιεις, βρε θα ευφρανθείς», λέει ένα τραγούδι ρεμπέτικο.
Μες στο ένστικτο των ανθρώπων υπάρχει η ανάγκη και η επιθυμία για διαφυγή από μια πραγματικότητα που του είναι ξένη με χίλια πρέπει και χίλια μη. Σε μια ιδεατή, απελευθερωμένη κοινωνία, οι ουσίες δεν θα χρειάζονταν, αφού η ελευθερία δεν θα ήταν κάτι ιδεατό, παρά μια απτή πραγματικότητα. Οι άνθρωποι, όμως, θέλουν πάρα πολλή δουλειά για να φτάσουν σε τέτοια σημεία. Αν δεν αμφιβάλλεις γι’ αυτό που κάνεις, δεν πας παρακάτω «Έτσι ξεκίνησε η μουσική/παλιά, πολύ παλιά/όταν εκείνος ξάπλωσε ασυναίσθητα δίπλα της/και ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος της».
Αυτό είναι ένα από τα αγαπημένα δικά μου. Δεν θυμάμαι τίποτα από το πρώτο μου ποίημα. Γράφω από πολύ μικρός και μες στην σχολική τάξη έγραφα. Πώς γίνεται να έχω γράψει μόνο ένα βιβλίο και να είμαι σε αυτήν την ηλικία που είμαι; Έχω γράψει και 50 τραγούδια που δισκογραφήθηκαν, βέβαια, αλλά και πάλι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχω μικρό έργο. Μάλλον αυτό συμβαίνει επειδή όταν γράφω κάτι, χρειάζεται να το αφήσω για πολύ καιρό μέχρι να το ξαναπιάσω και να το ολοκληρώσω, να πω ότι είναι έτοιμο για δημοσίευση. Νομίζω ότι πρέπει να αμφιβάλλει κανείς που γράφει, ακόμα και για μία λέξη.
Τι λένε τα κομπιούτερς
Δεν γράφω μόνος στο χέρι, αλλά και στο πληκτρολόγιο. Έχω δύο γιους. Ο μικρός είναι μαμούνι στα περί τεχνολογίας και δεν υπάρχει περίπτωση να μη μου λύνει ανά πάσα στιγμή όποια απορία ή δυσκολία τύχει να έχω με τον υπολογιστή. Αλλά, βέβαια, έχω παρακολουθήσει κι εγώ μερικούς μήνες μαθήματα υπολογιστών, για να ξέρω τι μου γίνεται. Θεωρώ ότι είμαι μες στο παιχνίδι, γενικώς, της τεχνολογίας, των social media… Σου δίνουν αυτά, καμιά φορά, την ευκαιρία και την δυνατότητα να ενημερωθείς λίγο πιο σφαιρικά για τα πράγματα που συμβαίνουν, να διαβάσεις μαζεμένες απόψεις ανθρώπων που εκτιμάς και τα λοιπά. Θεωρώ τα μέσα ενημέρωσης γκέτο και την πληροφορία τρομερά ελεγχόμενη. Θέλει προσοχή και ικανότητα από την πλευρά σου να κρίνεις τι διαβάζεις, τι ακούς.
Γράμματα στον Καββαδία
Αν δεν έκανα την δουλειά που κάνω, θα ήθελα να ήμουν ναυτικός. Το επιλέγω με την έννοια ότι, αφού δεν έχω την δυνατότητα να κάνω ταξίδια και να γυρίσω όλον τον κόσμο και να πάω σε δέκα χώρες, ως ναυτικός θα το έκανα. Ο Καββαδίας, άλλωστε, που έχω μελετήσει πολύ βαθιά και πλατιά, με έχει επηρέασε σε αυτό, στο θέμα της θάλασσας και της δουλειάς στην θάλασσα.
Πρόσφατα, προσπάθησαν να περάσουν έναν νόμο για την βλασφημία στα θεία. Έκανα μια ανάρτηση εκείνες τις μέρες στο facebook έναν διάλογο του Καββαδία με τον Καραγάτση μέσω αλληλογραφίας. Ο Καραγάτσης του λέει σε ένα γράμμα «Άντε ρε, κι άμα περάσεις έξω από καμιά εκκλησία, μην ξεχάσεις ν’ ανάψεις ένα κερί σε μέγεθος ψωλής». Σκέψου τέτοιους νόμους σαν αυτόν που πήγαν να περάσουν… Νόμοι που καταδικάζουν τους ίδιους τους λογοτέχνες και τους ποιητές! Είναι ανόητοι και είναι ανόητοι επειδή είναι φασίστες. Και το αντίστροφο.
Είναι μεγάλη εφεύρεση τα παιδιά
Τα παιδιά μου είναι η μεγαλύτερη επιτυχία στην ζωή μου. Πριν τα κάνω, νόμιζα ότι τα παιδιά είναι καλά… στον φούρνο με πατάτες. Αφού τα έκανα όμως και τα μεγάλωσα, αισθάνθηκα μοναδικά με την αγάπη και την λατρεία που έπαιρνα από αυτά και που ένιωθα γι’ αυτά. Πραγματικά σπουδαία εφεύρεση τα παιδιά! Έχω ακούσει ανθρώπους να ψιθυρίζουν ή να τραγουδούν τραγούδια δικά μου κι αισθανόμουν αμήχανα, ωραία αμήχανα. Εκδοχή ευτυχίας κι αυτή. Αλλά καμία σύγκριση με το τι και πώς αισθάνεται ένας γονιός.
Ανάμεσα στους ανθρώπους
Ονειρεύτηκα ότι θα μπορούσε να υπάρξει στ’ αλήθεια μια αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Σαν παιδιά, ό, τι τραύμα βλέπουμε δίπλα μας και γύρω μας, νομίζουμε ότι μπορεί να γιατρευτεί και να επουλωθεί. Αυτό δεν το διαπίστωσα στην ζωή μου, παρά μόνο σε λίγες περιπτώσεις.
Τον τελευταίο καιρό, σε σχέση με το προσφυγικό, είδα σε διάφορα σημεία της χώρας, αρκετούς ανθρώπους που έδωσαν την ψυχή τους, την ζωή τους, ανθρώπους πολύ ταπεινούς, με τεράστια αποθέματα αγάπης μέσα τους. Έχω δει γριούλες στην Λέσβο που τάιζαν τα μωρά με μπιμπερό… μου έκανε τρομερή εντύπωση αυτή η εικόνα. Υπάρχουν επίσης άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο που έχουν το πείσμα ακόμα να τα ανατρέψουν όλα, να παλέψουν μέχρι τέλους.
Η ιστορία ενός όχι τυχαίου φαντάρου
Ένας «κοινωνικός μου δάσκαλος» μού είχε πει μια ατάκα όταν ήμουν πολύ μικρός: δεν έχει τόση σημασία αν κατεβάζεις το βρακί μιας γυναίκας διαφορετικής κάθε φορά, αλλά της ίδιας γυναίκας με την ίδια ένταση συνέχεια. Ο τύπος αυτός υπηρέτησε στον στρατό επί χούντας. Είχε έρθει μια μέρα η μάνα του στην πύλη του στρατόπεδου, είχε φέρει μια καστάνια με φαγητό.
Τον ειδοποίησε ο στρατιώτης της πύλης ότι έχει έρθει η μάνα του κι αυτός, ως όφειλε, πήγε στον διοικητή του για να του πάρει την άδεια να πάει στην πύλη. «Όχι δεν θα πας», του είπε ο διοικητής. Κι εκείνος πέταξε τον μπερέ του μπροστά στον διοικητή και δήλωσε ότι αρνείται να υπηρετήσει «τον φασιστικό στρατό σας». Από τότε, αρχίσαν τα βάσανά του. Όταν πήγε φαντάρος είναι έναν βαθμό μυωπίας και όταν τελείωσε είχε αποκτήσει δώδεκα βαθμούς, από το ξύλο που έτρωγε.
Πτυχιούχος της Ζωής
Από μικρός ήμουνα «μεγάλος». Πήγαινα να παίξω μπάλα με τους φίλους μου και αισθανόμουν ότι κουβαλούσα περισσότερα χρόνια στην πλάτη μου, ότι σκεφτόμουν με άλλον τρόπο. Συνέβαινε, χωρίς να μπορώ να το εξηγώ. Γεννήθηκα στον Πειραιά, οι πρόγονοί μου κρατάνε από Αιγαίο, από Σκόπελο και Σαντορίνη. Υπάρχει ένας φοβερός στίχος του Άλκη Αλκαίου που έχει τραγουδήσει ο Μάλαμας: «ζωή σε σπούδασα και ξέχασα να ζήσω».
Πολλές φορές, την πατάμε με το δίπολο γράφω-ζω. Πώς θα γράψεις αν δεν έχεις ζήσει; Μπορώ να πω για μένα ότι έχω ζήσει, ότι δεν έχω παράπονο. Γιατί δεν μου αρέσει τόσο μια φιλολογική γραφή, όσο μία βγαλμένη από τα σπλάχνα της ζωής.
Ούτως ή άλλως, όλοι μας δυο ζωές κάνουμε: αυτή που βιώνουμε και αυτή που φαντασιωνόμαστε. Οπότε, γράφουμε από την σκοπιά και των δύο ζωών. «Αλήτες, καριόληδες, όσο θα με παγιδεύετε στην λογική του εφικτού, τόσο εγώ θα γλείφω το αιδοίο του ανέφικτου», έχω γράψει σχετικά με αυτό το θέμα.