Θέλω να ζήσω μαζί σου αυτό το 18χρονο καλοκαίρι.
Αυτό το καλοκαίρι που τίποτα δεν μας νοιάζει, πέρα από το τώρα. Καθόλου το μετά, καθόλου το αύριο, καθόλου το τι θα γίνει το χειμώνα.
Να είμαστε στο χωριό (το δικό σου; το δικό μου; καμία σημασία, κάθε χωριό έχει τη δική του γοητεία). Να περπατάμε μαζί στη θάλασσα βράδυ, σε μια ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη και αμήχανη. Να μην ακουμπιόμαστε, γιατί είμαστε μικροί και τώρα γνωριστήκαμε. Να καθόμαστε για λίγο στο λιμανάκι (κάθε αξιοπρεπές, παραθαλάσσιο χωριό έχει ένα λιμανάκι), να παίρνουμε σουβλάκι στο χέρι και μία κόκα κόλα. Να με γυρίσεις σπίτι στα κρυφά. Να έρθει η στιγμή για το πρώτο φιλί, αλλά κανείς από τους δύο να μην κάνει την κίνηση.
Και την άλλη μέρα, να τα λέμε στην παραλία, στο beach bar, με τον πρώτο φρέντο εσπρέσσο της ημέρας. Και να παίζουμε ρακέτες ή κοκορομαχίες. Και μετά να μου κάνεις “αναπάντητη”, εννοώντας ότι είσαι κρυμμένος έξω από το σπίτι, για να μη μας δουν ούτε οι δικοί σου ούτε οι δικοί μου. Και να σκαρφαλώνουμε το φράχτη της γειτόνισσας που ποτέ δεν έρχεται στο χωριό, μόνο την εβδομάδα του Δεκαπενταύγουστου και ο κήπος της είναι πάντα φροντισμένος, το γκαζόν πάντα ποτισμένο και χαίρεσαι να κάθεσαι. Και έχεις πάρει μια πετσέτα για να ξαπλώσουμε να δούμε τ’αστέρια, που στο χωριό είναι πολλά. Και πάλι να μην κάνεις κίνηση και πάλι να με γυρνάς στο σπίτι και να ανανεώνουμε το ραντεβού μας για την επόμενη μέρα. Και πάλι στο beach bar, πάλι με την υπόλοιπη παρέα, που βαρέθηκε να μας βλέπει να κοιταζόμαστε με πάθος και να μην κάνουμε τίποτα.
Και γι’αυτό, να οργανώνουν βραδιά νυχτερινού μπάνιου. Και να φέρνουμε ένα μίνι ηχοσύστημα και κάποιες light μπύρες και εσύ να ανάβεις τη φωτιά για να μην κρυώσουμε και βουτάμε παρέα για να μην με αφήσεις μόνη μου μες στο σκοτάδι. Όμως πάλι, κανείς δεν τολμάει να κάνει το βήμα.
Και το άλλο βράδυ, να με πηγαίνεις θερινό σινεμά, με τη βέσπα που “δανείστηκες” από τον μπαμπά σου. Να βλέπουμε την “Καζαμπλάνκα” πατώντας σε λευκό χαλίκι, με μυρωδιά νυχτολούλουδου και παγωτό μηχανής ανά χείρας. Και όταν ο Μπόγκαρτ πει το θρυλικό “We ‘ll always have Paris”, τότε να μην μπορείς να κρατηθείς και να δώσουμε ένα από αυτά τα φιλιά που σου κόβουν την ανάσα, σου προκαλούν αντάρα στο στομάχι και βούισμα στ’αυτιά.
Κι όταν πηγαίνουμε με την παρέα ξανά στο ένα και μοναδικό beach bar, εμάς λίγο να μας ενδιαφέρουν τα κερασμένα σφηνάκια από τη μπάρα. Να μας ενδιαφέρει μόνο να χανόμαστε σε μια αθώα, αγκαλιά, χωρίς “βαλίτσες” και περιττά “βαρίδια”.
Και να είμαστε νέοι. Εγώ χωρίς τις λευκές τρίχες κι εσύ χωρίς την αραίωση. Έστω για ένα καλοκαίρι. Κι ας μην μας βρει μαζί το φθινόπωρο. Μου αρκεί να ζήσω μαζί σου, αυτό το 18χρονο καλοκαίρι που έζησα με άλλους, αλλά δεν το εκτίμησα τότε όσο έπρεπε….