Στην Παιδική Σκηνή του Θεάτρου Κατερίνα Βασιλάκου ο Τάκης Τζαμαργιάς σκηνοθετεί για δεύτερη χρονιά το παιδικό/εφηβικό μυθιστόρημα της Άλκης (Αγγελικής) Ζέη “Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου”.
Η συγγραφέας έγραψε το κείμενο αυτό στο Παρίσι, όπου ζούσε αυτοεξόριστη με την οικογένειά της και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1971 κατά τη διάρκεια της Χούντας. Παρακολουθεί την ιστορία του μικρού Πέτρου, τον οποίο η κήρυξη του πολέμου στην Ελλάδα το 1940, τον βρίσκει στην τρυφερή και ευαίσθητη ηλικία των 9 ετών κι έτσι μεγαλώνει με την οικογένεια και τους φίλους του (με κυριότερο χαρακτήρα το Σωτήρη) στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Αθήνα. Στο πρώτο μέρος η ζωή όλων ανατρέπεται από τις εξελίξεις και τη θλίψη τους γι’ αυτές διαδέχεται ο ενθουσιασμός για τις πρώτες νίκες του Ελληνικού στρατού και η μετέπειτα πίκρα για την εισβολή των Γερμανών. Στη συνέχεια, ο Πέτρος και το περιβάλλον του βιώνουν το σκληρό πρώτο χειμώνα της Κατοχής με αγαπημένα πρόσωπα να φεύγουν για τον πόλεμο, την πείνα να τους χτυπά την πόρτα και να δοκιμάζει τις αντοχές τους, με τον παππού του Πέτρου να υποφέρει και τη γιαγιά του Σωτήρη να πεθαίνει. Σύντομα αρχίζουν τα συσσίτια στο σχολείο και το παιδί αρχίζει να βλέπει γύρω του σημάδια αντίστασης του λαού στους κατακτητές και να συνειδητοποιεί ότι μπορεί και αυτό, με τις μικρές του δυνάμεις, να συμβάλλει σε αυτή. Στο τελευταίο μέρος οι δύο φίλοι συμμετέχουν με πράξεις στην Αντίσταση, βλέπουν να χάνονται φίλοι τους ηρωικά μαχόμενοι και τελικά στις απώλειες προστίθεται και ο Σωτήρης. Στις 12 Οκτωβρίου 1944, οι Γερμανοί αποχωρούν από την Αθήνα και ο μικρός Πέτρος, 13 ετών πια, έχει ανδρωθεί μέσα από τις κακουχίες και τις εμπειρίες του πολέμου και της Κατοχής. Τη διασκευή του λογοτεχνικού έργου για τη θεατρική συνθήκη υπογράφουν ο σκηνοθέτης και ο Σάββας Κυριακίδης και έχει ροή, συνέχεια, παλμό και δυναμική, χωρίς να χάνει τίποτα από τον πλούτο των μηνυμάτων και των συναισθημάτων του πρωτοτύπου.
Ο Τάκης Τζαμαργιάς σκηνοθετεί την παράσταση, δημιουργώντας ένα θεατρικό θέαμα που επιχειρεί να απευθυνθεί και να επικοινωνήσει τόσο με τα παιδιά και τους εφήβους, όσο και τους ενήλικες συνοδούς τους, χωρίς εκπτώσεις στο νοηματικό πυρήνα του και κρατώντας το μέτρο μεταξύ μίας απλούστευσης και μιας αμιγούς ενήλικης πρότασης. Το κείμενο πλέον σε καθαρή θεατρική φόρμα απαρτίζεται από σύντομες αφηγηματικές εικόνες όπου καταγράφονται με σαφήνεια τα γεγονότα και εισάγουν το θεατή στο κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής και μεγαλύτερης διάρκειας διαλογικές σκηνές δράσης, όπου μας συστήνει τους χαρακτήρες, μας εισάγει στον μικρόκοσμό τους και χτίζει προσεκτικά τον ψυχισμό και τις ιδιαιτερότητές τους μέσα από τον τρόπο που βιώνει ο καθένας τους την καθημερινότητα του πολέμου, της κατοχής, της πείνας και της καταπίεσης. Τα στιγμιότυπα και τα πλάνα δεν είναι φλύαρα και στατικά, αλλά εναλλάσσονται γρήγορα, εμπλουτίζονται με μουσική και διαρκή κίνηση, κάνοντας το θεατή άμεσο συμμέτοχο στα τεκταινόμενα. Οι χαρακτήρες σαφείς, διακριτοί, δεν διαχωρίζονται απλά σε καλούς και κακούς, αλλά αποτυπώνονται τόσο ως άτομα, αλλά και μέλη ενός συνόλου με τις σκέψεις, τις ενέργειες και τις αντιδράσεις που τους χαρακτηρίζουν. Η οπτική διατηρεί την αθωότητα και την ευαισθησία ενός παιδικού ματιού, άμαθου στις συνθήκες που επικρατούν, αλλά εμποτίζεται και με την μεταγενέστερη βιωματική συνείδηση του ενήλικου που ξαναθυμάται και αφηγείται το παρελθόν στους νεώτερους. Η απότομη, σχεδόν βίαιη ενηλικίωση των παιδιών είναι γεμάτη πρωτόγνωρες εμπειρίες, τρυφερότητα, συναίσθημα, που δεν εκβιάζουν τη συγκίνηση του θεατή, αλλά γίνονται μέρος του ταξιδιού του. Η πίστη σε ένα καλύτερο αύριο και σε έναν κόσμο με αξίες που σφυρηλατούνται μέσα από κακουχίες και απώλειες, διατρέχει τη ραχοκοκκαλιά της παράστασης, με συμπρωταγωνιστές το ένστικτο της επιβίωσης και τις σχέσεις που αντέχουν στο χρόνο. Το τέλος της παράστασης βρίσκει κοινό και πρωταγωνιστές να γίνονται ένα και να συμμετέχουν σε ένα αισιόδοξο φινάλε.
Ο Δημήτρης Φουρλής στο ρόλο του ομώνυμου νεαρού ήρωα, καταφέρνει να ανταποκριθεί με μέτρο και ακρίβεια στις απαιτήσεις του. Στη σκηνή καταθέτει την αφελή ζωτικότητα του παιδιού, την κοινή λογική να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των καιρών, αλλά και την άγνοια κινδύνου που χαρακτηρίζει παρόμοιες ηλικίες για να μπλεχτεί σε μικρές, αλλά σημαντικές πράξεις αντίστασης. Χωρίς υπερβολές φωνητικές ή κινητικές, αναδεικνύει με σαφήνεια τη μετάβαση του ψυχισμού του από το παιδί, στον έφηβο και τον “κατ΄ανάγκην” ενήλικα. Άξιος συνοδοιπόρος του ο Διονύσης Λάνης υποδυόμενος το φίλο του Πέτρου, το Σωτήρη. Με αυθορμητισμό, ατακαδόρικο λόγο, μάτι πονηρό και κίνηση που φλερτάρει με την αδεξιότητα, γίνεται ο κολλητός, ο αδερφός, το alter ego του φίλου του και δείχνει αυθεντικός και απόλυτα συγκεντρωμένος στα ζητούμενα του χαρακτήρα του. Ο Δημήτρης Γεωργαλάς ως Παππούς, ο οποίος αναπολεί, λέει ιστορίες, συγκινείται, αλλά και γκρινιάζει, έχει χιούμορ, μία αφοπλιστική απλότητα στην αφήγηση, παλμό και ενθουσιασμό στην αλληλεπίδρασή του με τους άλλους, ενώ αποφεύγει ευκολίες και στερεότυπα. Η Αννίτα Κούλη είναι εξαιρετικά πειστική πλάθοντας μια αξιοπρόσεκτη μητρική φιγούρα που μοχθεί καθημερινά όχι μόνο για την οικονομική, αλλά και την ψυχολογική υποστήριξη της οικογένειάς της. Γίνεται το σημείο αναφοράς της, μια μάνα πανταχού παρούσα, έτοιμη να προσφέρει αδιάκοπα, ακόμα και καταπνίγοντας σχεδόν τις δικές της ανασφάλειες και τους δικούς της φόβους. Ο Γιάννης Λασπιάς ερμηνεύει τον πατέρα, ο οποίος νιώθει το σύμπαν του να διαλύεται, χάνει τη δουλειά του και σιγά σιγά την αυτοεκτίμηση και την προοπτική του και μένει παθητικά προσκολλημένος σε ένα ραδιόφωνο για να μαθαίνει τις εξελίξεις του πολέμου. Αποτυπώνει με επιτυχία τη λεπτή ψυχολογική διαδρομή που διανύει ο ήρωάς του στη ροή της ιστορίας από τη σιγουριά του πάτερ φαμίλιας σε έναν σχεδόν παραιτημένο ενήλικα που νιώθει αποτυχημένος. Η Αντουανέτα Παπαδοπούλου ήταν η Αντιγόνη, η μεγαλύτερη αδερφή του Πέτρου. Με μια ερμηνεία ρεαλιστική και άμεση δείχνει να θέλει να γνωρίσει τη ζωή, να ζήσει τις στιγμές της με ένταση και πάθος και να διψά για νέες εμπειρίες, χωρίς να παραλείπει να υπενθυμίζει ότι ακόμα είναι ένα άγουρο κορίτσι. Ο Νίκος Δερτιλής έπαιξε τον θείο Άγγελο (και τον Αγαρινό και τον Ιταλό στρατιώτη), που φεύγει για το στρατό με ενθουσιασμό (με κάποια ίσως υπερβολή σε λόγο και κίνηση) και γυρίζει με σωματικά και ψυχικά τραύματα (λιτή και αυθεντική η συντριβή της αυταπάτης του πριν). Η Θεοδώρα Μαστρομηνά είναι μια πολύ συμπαθής κυρία Λεβέντη (αλλά και η κυρία του Ερυθρού Σταυρού), με ένα κωμικά αυθεντικό λαϊκό αισθητήριο στην ερμηνεία της. Συνεργάζεται με τους Γερμανούς, ώστε να μην την αγγίξουν η πείνα και οι κακουχίες. Μια παρουσία με πολύ μπρίο και ζωτικότητα στην ερμηνεία της, που κερδίζει τις εντυπώσεις. Η Παναγιώτα Μπιμπλή παίζει τη Δροσούλα, μια κοπέλα ήρεμη δύναμη της Αντίστασης που εκπέμπει γοητεία και τρυφερότητα με μία ανθρώπινη και γήινη ερμηνεία. Ο Αρμάν Εδουάρδος Μενετιάν που υποδύεται το “Γιάννη”, αλλά και το σκύλο και τον Διερμηνέα, με φρεσκάδα και ενθουσιασμό, ο Πάνος Κορογιάννάκης σε πολλούς μικρούς ρόλους (Αχιλλέας, Γιαούρτερ, Μάικλ, Γκαριμπάλντι, ψηλέας και κύριος Λουκάτος) και η Δανάη Μικέδη-Προδρόμου (Ρίτα και Νιούρα) συμπληρώνουν με το ταλέντο τους το ερμηνευτικό παζλ της παράστασης. Ο θίασος πολυμελής και δυναμικός, δημιουργεί ένα αρμονικό σύνολο, μια καλοδουλεμένη ομάδα, που έδειξε να αγαπά αυτό που κάνει στη σκηνή.
Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκε ο Εδουάρδος Γεωργίου, ο οποίος εκμεταλλεύθηκε το σύνολο της σκηνής (σε βάθος και σε πλάτος), στην οποία δημιούργησε μια λειτουργική διαδοχή χώρων που χώρεσε σχεδόν τα πάντα, αν και μου δημιούργησε μια μικρή αίσθηση στριμώγματος σε κάποια τμήματά του. Τα κοστούμια του ίδιου ταίριαξαν απόλυτα με την εποχή που διαδραματίζεται το έργο και έδωσαν τον τόνο τόσο της ανεμελιάς των αγοριών, όσο και της φιλάρεσκης ανάγκης των κοριτσιών για κομψότητα, αλλά και τη συντηρητικότερη γραμμή των μεγαλύτερων. Η μουσική του Δημήτρη Ζαβρού ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με το λόγο, του έδωσε τις αναγκαίες ανάσες, υπογράμμισε τις δραματικές του κορυφώσεις και γεφύρωσε υπέροχα τις σιωπές. Τους στίχους των τραγουδιών υπέγραψαν ο συνθέτης και η Νέβι Κανίνια. Η κίνηση της Φρόσως Κορρού ήταν προσεγμένη ποσοτικά και ποιοτικά, ώστε να μην καπελώνει το λόγο, αλλά και ταυτόχρονα να γίνεται μια δυναμική και πάλλουσα έκφραση της πλεονάζουσας παιδικής ενέργειας. Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη όταν χρειαζόταν κατέφυγαν σε γενικά πλάνα, αλλά όταν η ροή του έργου το απαιτούσε εστίασαν σωστά και στο πρόσωπο του κάθε ήρωα. Τα video art είχαν τη φροντίδα του Χρήστου Δήμα.
Συμπερασματικά, στην Παιδική Σκηνή του Θεάτρου Βασιλάκου, ένα εξαιρετικά σημαντικό παιδικό/εφηβικό μυθιστόρημα αποδόθηκε με τρόπο που διατήρησε όλη την ουσία, το λυρισμό, τα μηνύματα και το συναίσθημά του. Η παράσταση απευθύνεται εξίσου σε παιδικό, εφηβικό και ενήλικο κοινό, έχοντας τα απαραίτητα στοιχεία να επικοινωνήσει με όλες τις ηλικίες και να τις ταξιδέψει στο σύμπαν της. Η σκηνοθετική οπτική είχε καθαρότητα, ευαισθησία, τρυφερότητα και ανθρωπιά, δούλεψε επίμονα, αλλά και με υπομονή με μια πολυάριθμη ερμηνευτική ομάδα, η οποία μπήκε στο μεδούλι της ιστορίας και ζωντάνεψε με ποιότητα και συνέπεια τους χαρακτήρες του αειθαλούς αυτού κειμένου. Δίκαιο το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα στο τέλος από μικρούς και μεγάλους.