Είναι κάτι Δευτέρες, που θέλω να φωνάξω «εκδρομή, εκδρομή»!
Έτσι όπως όταν οι φωνές ενώνονταν σε μια αλυσίδα επιθυμίας που αρνιόταν να ενηλικιωθεί και κέρδιζε εύκολα το στοίχημα!
Να χαθώ θέλω, ανάμεσα στα άλλα παιδιά, να κρατήσω το χέρι της φίλης μου σφιχτά, να βγω από τη σειρά που μας στοίχισαν με προσοχή οι δασκάλες μας.
Να δω τον ουρανό στην πραγματική του διάσταση, να γεμίσω μπλε συννεφάκια μέχρι τα παπούτσια με τα λυμένα μου κορδόνια.
Πόσο καιρό έχεις να δεις ουρανό; Να σηκώσεις το λαιμό σαν κοτούλα πιτσιλωτή και να χαζέψεις ό,τι υπάρχει πάνω απ’ το κεφάλι σου, για λίγο; Να χαρείς με αυτό το τίποτα, που χάσκει μεγάλο, τόσο μεγάλο ξαφνικά, που σε γεμίζει ως τον λαιμό με ευφορία, και σου δείχνει με το δάχτυλο τον λόγο….
Και ως εκ θαύματος, σε ακούς να γελάς!…
Πόσο καιρό έχεις να γελάσεις δυνατά; Να σε ακούσεις, να αποκτήσεις ρυτίδες από το γέλιο, από την γκριμάτσα αυτή που ξέχασες… Να αλλάξουν λέει πεδίο βολής οι δερματολόγοι και να χτυπάνε τη βελόνα όχι στο μεσόφρυδο – ή να μην τους χρειάζεσαι λέει καν, αφού θα σε αγαπάς.
Πού είσαι αλήθεια; Κάτω από ποιο τραπέζι κρύφτηκες έπειτα από τόσους που σε αγάπησαν με ευκολία;
Πόσα δάχτυλα μέτρησες, κάθε φορά που άπλωνες το χέρι σου;
Ξέρω, φούσκωσες το στομάχι σου ανάγκες, μασώντας αγχωμένα τις μπουκιές σου στα κλεφτά, κάτω από το τραπέζι και οι επιθυμίες – πού πήγαν νύχτα με το μεσοφόρι τσαλακωμένο κι αχτένιστες οι φουκαριάρες;
Είναι κάτι Δευτέρες, και Παρασκευές μη σου πω, που θέλω τόσο πολύ να φωνάξω «εκδρομή»!
Να με βγάλω γρήγορα έξω – σαν εκκένωση σε άσκηση εκτάκτου ανάγκης.
Ίσως, σκέφτομαι μάλιστα, με μια περίτεχνη προσποίηση, να ρουφήξω με το καλαμάκι τα μπλε συννεφάκια, να φάω με τα χέρια και να γελάσω –μπουκωμένη ψωμί με κασέρι– και καθισμένη στο χώμα οκλαδόν.