ΜΕ ΤΟ 2 ΜΠΡΟΣΤΑ!
Υπάρχουν γενιές με ταυτοτικά χαρακτηριστικά; Ή όπως υποστηρίζει η μετανεωτερική σκέψη, υπάρχουν άτομα, τελείως διαφορετικά μεταξύ τους που δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν; Μέχρι να απαντηθεί το ερώτημα –δεν πρόκειται βέβαια– δίνουμε λόγο σε ανθρώπους που στην ηλικία τους έχουν μπροστά το 2. Αυτό το αγαπητό 2!
Καθόμουν κάτω από τις μουριές της αυλής με το λερωμένο εφηβικό μου κολάν, την μπλούζα του μπαμπά και τα κάτασπρα, κατά τ’ άλλα, αθλητικά μου παπούτσια –ναι αυτά που ήταν μόδα τότε– ακούγοντας τους γονείς μου μαζί με κάτι άλλους γονείς να κουτσομπολεύουν. «Τον είδες τον γιο του Μάκη; 25 χρονών και ακόμη τον συντηρούν. Πόσα να αντέξει και αυτός ο πατέρας; Για πόσο καιρό θα του δίνει λεφτά;», έλεγε ο ένας. «Καλά εδώ η Μαργαρίτα πήγε 28. Τριανταρίζει και κάθε τέλος της εβδομάδας παίρνει την Τούλα (τη μητέρα της) να της βάλει 50 ευρώ. Δεν έχει να πάει σούπερ μάρκετ», έλεγε ο άλλος.
Παρακολουθούσα τη συζήτηση χωρίς να τους κοιτάζω. Παρατηρούσα τα μούρα που έστεκαν πάνω στα κλαδιά και ανά τακτά χρονικά διαστήματα έσκαγαν στο πάτωμα και στο τραπέζι της αυλής, ζουμερά θηράματα για τις μύγες και τις μέλισσες. Κοίταξα τις μουριές. Είναι ίσα με εμένα. Τότε ήταν 15 χρονών. «Εγώ και εσείς, που μεγαλώνουμε μαζί, δε θα ζητάμε λεφτά από τους γονείς μας στα 25». Ναι, η γιαγιά φύτεψε τις μουριές την ημέρα που γεννήθηκα και μου είπε ότι είναι ζωντανές και ότι μου μοιάζουν. Τότε τους μίλαγα και αυτές με άκουγαν προσεκτικά.
Σήμερα έχω και εγώ το 2 μπροστά. Το ίδιο και οι μουριές μας. Έχω πέντε χρόνια που τις άφησα πίσω στο χωριό και ήρθα στην Αθήνα να σπουδάσω και να δουλέψω. «Εγώ δεν θα ζητάω λεφτά από τον μπαμπά. Δεν θα χρειάζομαι τη βοήθεια της μαμάς». Η ηλικία του Μάκη είναι πιο κοντά από ό,τι φανταζόμουν. Είμαι 24. Ακόμη ζητάω λεφτά από τον μπαμπά. Ακόμη έχω απελπισμένα ανάγκη τη βοήθεια της μαμάς. Μα τι έχω κάνει λάθος; Τι πήγε τόσο στραβά;
Πώς γίνεται εγώ και τόσοι άλλοι που έχουν το δύο μπροστά να τρέχουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ στην κάποτε γοητευτική και σήμερα ανθρωποφάγα μεγαλούπολη που ζούμε, αλλά στο τέλος του μήνα να μην μπορούμε να πληρώσουμε μόνοι μας τα κοινόχρηστα;
«Ξυπνάω στις 7. Στριμώχνομαι στα ασφυκτικά γεμάτα βαγόνια του ηλεκτρικού και πηγαίνω να διδάξω σε έφηβους αρχαία. Γυρνάω εξαντλημένη και καθόλου έτοιμη ψυχολογικά για ένα δεύτερο ή τρίτο ή τέταρτο γύρο στριμώγματος στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Φτάνω σπίτι στις 9 μ.μ. Πεινάω. Θέλω να φάω αλλά δεν υπάρχει έτοιμο φαγητό. Παραγγέλνω κάτι πρόχειρο. Χαμηλής ποιότητας. Δεν έχω λεφτά για κάτι υγιεινό», μου αφηγείται μία φίλη που και αυτή έχει το δύο μπροστά. Είναι συνομήλικη με τον Μάκη.
«Υπάρχει λύση», λένε πολλοί. «Περισσότερη δουλειά, περισσότερα λεφτά». Αχ, μακάρι το 24ωρο να είχε μέσα 30 ώρες και τα σώματά μας περισσότερες αντοχές. «Είσαι νέος. Όλα τα μπορείς εσύ», μας λένε πολλοί. Αχ, μακάρι να είχαν δίκιο. Πόσο θέλω να έχουν δίκιο.
Διαβάζω όλα αυτά που γράφονται για την Gen Z. Μία γενιά με ανησυχίες και ξύπνια πλάσματα, δημιουργικά. Μα καλά; Μόνο εμείς το βλέπουμε; Τη λάμψη μας να κατατρώγεται και να χάνεται στα γρανάζια ενός αντιπαθέστατου συστήματος, γιατί πολύ απλά «εμείς είμαστε νέοι και αντέχουμε»; Δεν πρέπει να παραπονιόμαστε. Έχουμε τα νιάτα μας. Δεν μας επιτρέπεται η γκρίνια.
Αχ γιαγιάκα μου. Δεν βλέπω την ώρα να έρθω και να κάτσουμε κάτω από τις μουριές μας. Να ακούμε τη μαμά και τον μπαμπά να κουτσομπολεύουν, ρεμβάζοντας και κάνοντας ήχο όταν πίνουν το ζεστό ελληνικό καφέ που τους σέρβιρες. Σαν από άλλο σύμπαν. Σαν από έναν κόσμο που κινείται αργά. Πες μου για τις μουριές. Είναι άραγε ακόμη φουντωτές και καταπράσινες ή γεράσανε λιγάκι, σαν τη γενιά Ζ;