Ένας άξιος και αεικίνητος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, με σπουδές στη Νομική και στην Εγκληματολογία, έρχεται μέσα από αυτή τη συνέντευξη να μας λύσει πολλές απορίες.
Διαβάζουμε αστυνομικά μυθιστορήματα; Yπάρχει τέλειο έγκλημα; κ.ά. O Χρήστος Μαρκογιαννάκης πλέον ζει και εργάζεται στη γαλλική πρωτεύουσα, και πρόσφατα για το Μυθιστόρημα με κλειδί στη γαλλική του μετάφραση, κέρδισε το Μεσογειακό βραβείο αστυνομικής λογοτεχνίας, (Prix Méditerranée du polar 2023).
Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου Θάνατος επί σκηνής από τις εκδόσεις Μίνωας, κάναμε μία κουβέντα εφ’ όλης της ύλης, που θα συζητηθεί! Απολαύστε τον!
Καλησπέρα σας. Φανταζόσασταν ποτέ το αστυνομικό μυθιστόρημα να έχει τόση δημοτικότητα στην Ελλάδα;
Καλησπέρα, ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία. Το αστυνομικό μυθιστόρημα ανήκει στα πιο δημοφιλή κι ευπώλητα είδη, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως. Αυτό που με χαροποιεί ιδιαίτερα είναι πως τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες αναγνώστες δίνουν όλο και περισσότερες ευκαιρίες σε Έλληνες συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, σε σχέση με την καχυποψία και την απαξίωση παλαιότερων δεκαετιών. Σε όσους παραμένουν, ωστόσο, καχύποπτοι θα έλεγα να διαβάσουν Έλληνες, καθώς πολλοί διαβάζονται, κάνουν καριέρα, αγαπιούνται και βραβεύονται στο εξωτερικό.
Σας συναντάω με αφορμή το νέο σας βιβλίο Θάνατος επί σκηνής από τις εκδόσεις Μίνωας. Με τι θα έρθει ο αναγνώστης σε επαφή μέσα από αυτή την ιστορία;
Με μια αστυνομική ιστορία στο στιλ μου, χωρίς πολλή βία και κυνηγητά, χωρίς πυροτεχνήματα, αλλά βασισμένη στην έρευνα, στην ψυχολογία του εγκλήματος και τα κίνητρα. Παράλληλα πρόκειται για ένα διαπεραστικό βλέμμα σε έναν κόσμο επιφανειακά λαμπερό, στον οποίο, όμως, το σκοτάδι είναι επικίνδυνο και λαίμαργο, η ματαιοδοξία, ο εγωισμός, η εκδίκηση, και η διπροσωπία κρύβονται κάτω από το φως των προβολέων.
Τα βιβλία σας συνδυάζουν νομικές και αστυνομικές γνώσεις. Κι όχι μόνο. Τι είναι αυτό που σας δυσκολεύει κάθε φορά στη συγγραφή και απόδοση μιας ιστορίας;
Η εμπειρία μου ως δικηγόρος ασχολούμενος με το ποινικό, οι σπουδές μου στην εγκληματολογία αλλά και η αγάπη μου για το αστυνομικό μυθιστόρημα με βοηθούν να γράφω όπως θα ήθελα κι εγώ να διαβάσω αστυνομική λογοτεχνία. Αυτό που με δυσκολεύει κατά καιρούς είναι οι σειρήνες που αποσπούν την προσοχή που απαιτεί ένα έργο για να τελειώσει και να είναι όσο το δυνατό πιο πλήρες.
Κρήτη- Γαλλία σημειώσατε 1; Ή όχι τελικά;
Θα έλεγα προς το παρόν Ελλάδα-Γαλλία σημειώσατε… 3-7, με κριτήριο τον αριθμό βιβλίων που έχω εκδώσει ανά χώρα (στα οποία περιλαμβάνω κι αυτό που κυκλοφορεί μονάχα στα γαλλικά τον Σεπτέμβριο). Είναι λογικό όμως, μιας κι εδώ και 12 χρόνια ζω στη Γαλλία, η καριέρα μου ξεκίνησε από εδώ, κι εδώ περνάω τον περισσότερο χρόνο μου.
Από τις σπουδές στη Νομική και στην Εγκληματολογία, στο δρόμο προς τη συγγραφή.
Η συγγραφή είναι ο τελικός προορισμός της διαδρομής που ξεκίνησε από τα αναγνώσματά μου, πέρασε από τη Νομική που με έμαθε να δομώ τη σκέψη μου με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, και την Εγκληματολογία που με συνέστησε στην ψυχολογία (την κοινωνιολογία, τη βιολογία κ.ο.κ) του εγκλήματος. Η συγγραφή, ως ενεργητική μορφή αγάπης για το νουάρ (σε σχέση με την –μάλλον– παθητική ανάγνωση) κλείνει τον κύκλο εντός του οποίου επιθυμώ κι ελπίζω να κινούμαι για το υπόλοιπο της ζωής μου, αν φυσικά το επιτρέψουν οι αναγνώστες.
Τελικά υπάρχει τέλειο έγκλημα ή πρόκειται για μύθο;
Το τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει στη λογοτεχνία, μιας και ο αναγνώστης θα γνωρίζει πάντα την αλήθεια, ακόμα κι αν την αγνοούν οι πρωταγωνιστές του βιβλίου. Τίποτε δεν μένει (ή δεν πρέπει να μένει) κρυφό στον αναγνώστη που στην τελευταία σελίδα ως ένας ακόμα θεός (στο πλάι του δημιουργού/συγγραφέα) γνωρίζει τα πάντα. Στην πραγματική ζωή δεν είναι έτσι. Πέραν των εγκλημάτων που παρά την ατελή εκτέλεση δεν θα μάθουμε ποτέ τον αυτουργό (από τύχη ή άλλες συγκυρίες, όπως αναποτελεσματικότητα ή λάθη των υπευθύνων για την αποκάλυψή του) υπάρχει ο σκοτεινός αριθμός της εγκληματικότητας, δηλαδή τα εγκλήματα που δεν ξέρουμε καν πώς τελέστηκαν: εξαφανίσεις που είναι ανθρωποκτονίες, θάνατοι καταγεγραμμένοι ως φυσικοί ή από ατύχημα, οι οποίοι είναι εγκληματικές ενέργειες. Αυτό είναι, κατ’ εμέ, το τέλειο έγκλημα: το έγκλημα του οποίου ακόμα και την τέλεση δεν θα μάθουμε ποτέ.
Ποιες προσωπικότητες υπήρξαν «μέντορες» στην πορεία αλλά και στην εξέλιξη σας;
Λογοτεχνικά με εμπνέει πάντα η αγάπη μου για τους συγγραφείς του κλασικού και κλασικόμορφου whodunit από την Christie, τον Simenon, την PD James ως τον Horowitz. Φυσικά τα αναγνώσματά μου δεν περιορίζονται εκεί. Διαβάζω τα πάντα, από ιστορία και ιστορικό μυθιστόρημα, κλασσική λογοτεχνία, ψυχολογία, βιογραφίες, έρευνες και δοκίμια, αποσπώντας κομμάτια ή ιδέες που ντύνουν στη συνέχεια το έργο μου. Και φυσικά, είχα την τιμή και τη χαρά σπουδαίοι άνθρωποι της λογοτεχνίας –κυρίως στη Γαλλία— να πιστέψουν σ’ εμένα (πριν από εμένα!) και να μου επιτρέψουν να κάνω το πρώτο βήμα, το οποίο με πολλή και σκληρή δουλειά, αφοσίωση κι αγάπη, έχει μετατραπεί σε πορεία.
Έχετε σκεφτεί να μεταφέρετε τα βιβλία σας στη μεγάλη ή τη μικρή οθόνη;
Λέω συχνά –και πολλές φορές παρεξηγούμαι, αλλά είναι η ειλικρινής οπτική μου– πως από το να γίνει κάτι πρόχειρα μόνο και μόνο για να έχω την ικανοποίηση να προσθέσω έναν τίτλο στο βιογραφικό μου, προτιμώ να περιμένω για κάτι που θα ικανοποιήσει τα κριτήριά μου, όπως έχουν διαμορφωθεί από την αγάπη μου για τον κινηματογράφο, ειδικά το φιλμ νουάρ, και την ποιότητα παραγωγών στη χώρα που έχει πια γίνει το σπίτι μου. Είμαι βέβαιος πως θα έρθει…
Ποιες οι διαφορές αλλά ίσως και οι ομοιότητες του αναγνωστικού κοινού στη Γαλλία με την Ελλάδα;
Και στις δύο χώρες οι αναγνώστες είναι απαιτητικοί. Και στις δύο χώρες το αστυνομικό και νουάρ μυθιστόρημα γνωρίζει μεγάλη άνθιση. Στη Γαλλία ωστόσο, χάρη στην κεντρική πολιτική βιβλίου, δίνουν πιο εύκολα ευκαιρίες σε άγνωστους συγγραφείς, σε πρώτες απόπειρες, οι οποίες αν κερδίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού, εξελίσσονται σε καριέρα.
Ποιο σχόλιο ως τώρα από τον κόσμο σας σόκαρε αρκετά, σε σημείο που δεν ξέρατε πώς να απαντήσετε;
Είμαι της άποψης πως η κριτική, ειδικά η αρνητική, αν είναι εποικοδομητική είναι ευπρόσδεκτη. Αυτό που με σοκάρει, αντίθετα, είναι η προσπάθεια παραμόρφωσης της αλήθειας μόνο και μόνο για να επιτεθεί κάποιος στο έργο ή το άτομό σου. Πρόσφατα, π.χ., διάβασα σε κάποιο σχόλιο σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης πως ένα σημαντικό βραβείο το οποίο έλαβα (το Prix Méditerranée du polar) «δεν υπάρχει καν». Στην αρχή ήταν αστείο, στη συνέχεια όμως έγινε φανερό πως για κάποιους αν η πραγματικότητα δεν στηρίζει την άποψή τους, αμφισβητούν την πραγματικότητα.
Πόσο «Χρήστο Μαρκογιαννάκη» περιέχουν τα βιβλία σας;
Μα ποιο δημιούργημα δεν περιέχει τον δημιουργό του; Οι περιγραφόμενες καταστάσεις, κοινωνικές συνθήκες, δράσεις κι αντιδράσεις των πρωταγωνιστών –έστω κι αν από ένα σημείο και μετά αυτοί αποκτούν αυτονομία– περνούν από το φίλτρο του συγγραφέα, ζωγράφου, γλύπτη, σκηνοθέτη κ.ο.κ. Και απλός χρονικογράφος των ιστοριών που «ζουν» οι ήρωές μου να είμαι, τις διηγούμαι μέσα από τα μάτια μου. Κανείς μας δεν έχει γεννηθεί, γαλουχηθεί και δεν δημιουργεί σε ένα κενό. Είμαστε παράγωγα και εκφραστές των εμπειριών, των πιστεύω, της εποχής και των φαντασιώσεών μας.
Πώς μπορεί να αποδοθεί ο όρος «criminart» που έχετε εισάγει;
Ο συνδυασμός τέχνης και εγκλήματος, το έγκλημα στην τέχνη και ως μια εκ των καλών τεχνών. Ο ορισμός και οι πρακτικές εφαρμογές του βρίσκονται στα δύο δοκίμιά μου που μπορείτε να βρείτε στα γαλλικά και τα αγγλικά, Scènes de crime au Louvre/ The Louvre Murder club, και Scènes de crime a Orsay/ The Orsay Murder Club.
Εσείς πόσο επηρεάζεστε στην καθημερινότητά σας, από τις ιστορίες που γράφετε και τους ήρωες αυτών;
Προσπαθώ όταν κλείνω τον υπολογιστή μου να αποκόπτομαι απ’ το σκοτάδι των ιστοριών και των πρωταγωνιστών μου. Κάποιες φορές το επιτυγχάνω, άλλες όχι… Γι’ αυτό και συχνά μετά το πέρας της συγγραφικής ημέρας αποζητώ την παρέα φίλων, να βγούμε, να γελάσουμε, να διασκεδάσουμε ή να ψυχαγωγηθούμε. Η γυμναστική βοηθάει, επίσης. Από την άλλη, ευτυχώς, ο εγκέφαλος συνεχίζει να δουλεύει πάνω στην πλοκή και στα αναπάντητα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν πριν το τέλος του βιβλίου.
Κάνετέ μου ένα σχόλιο για τα εγκλήματα που παρατηρούμε και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, σε μεγάλο βαθμό.
Δεν είμαι σίγουρος πως η εγκληματικότητα είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι 20 ή 40 χρόνια πριν. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η ορατότητά της. Μαθαίνουμε για τα εγκλήματα, τα βλέπουμε, τα ζούμε, τα σχολιάζουμε συνοδεία εικόνων με το πάτημα ενός κουμπιού ή μιας οθόνης, κάτι που μας δίνει την εντύπωση πως είναι πανταχού παρόντα. Θα σας έλεγα ωστόσο, πως αυτό που έχει πράγματι αυξηθεί, πέραν της έκθεσης, είναι η αποκάλυψη και η αποτελεσματική αντιμετώπιση/επίλυση εγκλημάτων.
Τελικά πόση αστυνομική ιστορία αντέχουμε, σε σχέση με αυτή που παράγεται;
Πολύ ωραία ερώτηση! Η απάντησή μου είναι πως όσο περισσότερο παράγουμε, τόσο περισσότερες είναι και οι πιθανότητες να παράξουμε καλές αστυνομικές ιστορίες. Ένα, δύο, τρία βιβλία μετά ξέρουμε αν ένας συγγραφέας μας ταιριάζει και είτε συνεχίζουμε να τον διαβάζουμε είτε σταματάμε. Δεν μπορείς να κοροϊδέψεις τον αναγνώστη.
Ποια τα σχέδιά σας στο εγγύς μέλλον;
Το νέο μου μυθιστόρημα, τη μετάφραση του οποίου δουλεύω αυτή τη στιγμή, κυκλοφορεί στη Γαλλία τέλη Σεπτεμβρίου –μια δουλειά τελείως διαφορετική από τις συνηθισμένες μου. Η νέα περιπέτεια του αστυνόμου Χριστόφορου Μάρκου (που μόλις βγήκε στα γαλλικά) θα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα την άνοιξη του 2024, ενώ τελειώνω ένα χειρόγραφο, ένα αστυνομικό έγκλημα που λαμβάνει χώρα στην αρχαία Ελλάδα, το οποίο προς το παρόν προορίζεται για την αγορά στο εξωτερικό. Αυτό το οποίο έχω ανάγκη την αμέσως επόμενη περίοδο, πάντως, είναι ξεκούραση! Ελπίζω να καταφέρω να κάνω διακοπές, παρέα με… πολλά καλά βιβλία.
Το αυτό εύχομαι και δι’ υμάς!
*Φωτογραφίες: Kym Huynh