Το έργο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα και σεναριογράφου Μάρτιν Σέρμαν (Martin Gerald Sherman) με τίτλο “Bent” σκηνοθετεί στο Θέατρο Χώρα ο Πέτρος Ζούλιας.
Γράφτηκε το 1979 και ο τίτλος του παραπέμπει σε λέξη της αργκό που χρησιμοποιούνταν για τους ομοφυλόφιλους. Έκανε πρεμιέρα το Μάιο του ίδιου χρόνου στο Royal Court Theatre του Λονδίνου πριν μεταφερθεί στο West End με τον Ian McKellen να υποδύεται τον Μαξ και τον Tom Bell να παίζει τον Χορστ. Στο προπολεμικό Βερολίνο της δεκαετίας του ’30 οι ομοφυλόφιλοι δεν είναι καλοδεχούμενοι, καθώς ο Χίτλερ τους θεωρεί αγκάθια στην ανοδική του πορεία. Ο Χορστ και ο Ρούντι είναι ένα ζευγάρι στο οποίο ο πρώτος είναι ένας ασταθής, νάρκισσος και μέθυσος νεαρός με ροπή προς την ακολασία, ενώ ο δεύτερος πιο φοβικός, αλλά συναισθηματικά κατασταλαγμένος. Ο Χορστ ψωνίζει ένα βράδυ σε ένα gay κλαμπ έναν νεαρό όμορφο Ναζί και τον φέρνει στο σπίτι τους, με την προοπτική ενός καυτού ερωτικού βραδιού. Για κακή τους τύχη είναι η “Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών” κατά την οποία ο Χίτλερ έχει διατάξει την εξόντωση όλων των ομοφυλόφιλων αξιωματικών, για να διασφαλίσει την εξουσία του. Ο νεαρός Ναζί βρίσκεται δολοφονημένος το πρωί και το ζευγάρι πρέπει να δραπετεύσει άμεσα από το Βερολίνο για να επιβιώσει. Ο Χορστ δε θέλει να εγκαταλείψει τον Ρούντι και να διαφύγει στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα σύντομα να συλληφθούν και οι δύο και να φορτωθούν μαζί με άλλους συλληφθέντες σε ένα τραίνο με προορισμό το Νταχάου. Εκεί εξαιτίας των γυαλιών που φοράει ο Ρούντι και της προβληματικής του όρασης θα βασανισθεί ανηλεώς, με τον σύντροφό του να καλείται να μη δείξει κανένα συναίσθημα, προκειμένου να μην ακολουθήσει την τύχη του. Με το θάνατο του Ρούντι ο Χορστ γνωρίζεται με έναν άλλο συγκρατούμενό του, τον Μαξ, συντροφεύοντας ο ένας τον άλλο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί αναπτύσσονται ερωτικά αισθήματα μεταξύ τους και γίνονται εραστές μέσω των λόγων και της φαντασίας τους, καθώς οι εκ του σύνεγγυς επαφές είναι αυστηρά απαγορευμένες. Η μετάφραση του Γιώργου Θεοδοσιάδη έχει ροή και ειρμό, αν και δεν αποφεύγονται κάποιες λεκτικές αφέλειες και απλουστεύσεις, ενώ τη δραματουργική επεξεργασία έκανε ο σκηνοθέτης.
Ο Πέτρος Ζούλιας στη σκηνοθετική καθοδήγηση της παράστασης προσπάθησε να αποτυπώσει την ατμόσφαιρα της εποχής και την αδυναμία της να αποδεχθεί οτιδήποτε διαφορετικό, την αταλάντευτη σκληρότητα και απανθρωπιά του φασισμού, αλλά και τη δυναμική και την ένταση που μπορεί να έχουν ο έρωτας και η αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων. Ο χώρος και ο χρόνος που λαμβάνουν χώρα τα επί σκηνής γεγονότα είναι απλά ενδεικτικά, καθώς επιχειρούν να ευαισθητοποιήσουν το θεατή με τα θεμελιώδη ανθρώπινα αξιώματα της σωματικής και πνευματικής αυτοδιάθεσης του ατόμου. Το κείμενο είναι από γραφής οξύ, αιχμηρό, πολυεπίπεδο και καλύπτει μεγάλο συναισθηματικό και ψυχολογικό εύρος της ανθρώπινης προσωπικότητας και ιδιοσυγκρασίας. Ο αρχικός ρυθμός και η ατμόσφαιρα ερωτικού μυστηρίου μας προετοιμάζει για ένα βαθύ και περιεκτικό ταξίδι στο σημειολογικό σύμπαν μιας κοινότητας που υπέφερε πολύ την περίοδο του ναζισμού. Αντ’ αυτού η σκηνοθετική προσέγγιση προτιμά ένα μονοδιάστατο και φλύαρο μονοπάτι, με μελοδραματικές συναισθηματικές αποχρώσεις, λόγο επίπεδο και αχρωμάτιστο και άσκοπη κίνηση των ηθοποιών στη σκηνή. Η βία που εμπεριέχουν κάποιες εικόνες, μοιάζει σχηματική, χωρίς υπόβαθρο, αστήρικτη, αναιτιολόγητη και δεν ακολουθεί ρεαλιστικές νόρμες, αλλά μια επιδερμική δημιουργία εντυπώσεων. Ο λόγος τις περισσότερες φορές ακούγεται ξύλινος, χωρίς βάθος, συναίσθημα και ουσία, με κορυφώσεις και κραυγές χωρίς πραγματικό πάθος ή σκηνικό βάρος. Οι σιωπές και το αδιάκοπο κουβάλημα των λίθων στο δεύτερο μέρος δε λειτουργούν λυτρωτικά, ή καταπραϋντικά για το θεατή, αλλά μάλλον τον κουράζουν ολοένα και περισσότερο. Ακόμα και η θεμελιώδης ανάγκη ανθρώπινης επαφής μέσα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και το τραγικό τέλος δίνονται γραμμικά, άψυχα, χωρίς πραγματικό παλμό, αγγίζοντας συχνά τα όρια της ανίας. Αντίστοιχες είναι και οι περισσότερες ερμηνείες, ρηχές, άτολμες, άχρωμες και χωρίς κλιμακώσεις.
Ο Μέμος Μπεγνής στο ρόλο του Μαξ γίνεται η επιτομή της άνευρης ερμηνείας. Η φοβική και γεμάτη στερεότυπα προσέγγιση ενός gay άντρα (ο οποίος συχνά παρασύρεται σε μεθύσια και ακολασίες) δείχνει τόσο πρόχειρη και δήθεν, που δε δημιουργεί κανένα συναίσθημα στην πλατεία, ούτε αναδεικνύει τις λεπτές ισορροπίες της ταραγμένης και ελλειμματικής ψυχοσύνθεσης του ήρωά του. Αυτό έχει προφανή αντίκτυπο και στη χημεία του με τον Χορστ, τον οποίο υποδύεται ο Ιωάννης Αθανασόπουλος, ο οποίος καταφέρνει αρκετές στιγμές να υποκινήσει (μονόπλευρο έστω) ενδιαφέρον για το χαρακτήρα του και να αποδώσει κάποιες ιδιαίτερες αποχρώσεις του, χωρίς όμως να φτάνει επιτυχημένα στην αναμενόμενη κορύφωση. Ο Γιάννης Σίντος παίζοντας τον Ρούντυ, καταφέρνει να αποτυπώσει με σαφήνεια και μέτρο, όλη την κρυμμένη ευαισθησία ενός νεαρού που προσπαθεί να ξεπεράσει τις φοβίες και και τις καταπιεσμένες του επιθυμίες και να ολοκληρωθεί συναισθηματικά και σωματικά μέσω της σχέσης του. Ο Μανώλης Θεοδωράκης ως Γκρέτα, πλάθει έναν ήρωα που κάνει την εξαπάτηση εργαλείο για την επιβίωσή του. Επαγγελματίας, σκληρός, συμφεροντολόγος, συχνά κυνικός, συνδυάζει λόγο, έκφραση και καλλιφωνία για να δημιουργήσει μια αξιομνημόνευτη θεατρική περσόνα. Ο Δημήτρης Καραμπέτσης είναι ο Φρέντυ, θείος του Μαξ, gay και αυτός, αλλά χωρίς να το φωνάζει. Έμπειρος ηθοποιός, καταφέρνει να επιβιώσει σκηνικά και να κάνει ένα αξιοπρεπές πέρασμα στην παράσταση. Ο James Rodi ερμηνεύει το Βολφ με κάποια ίχνη ερωτισμού, αλλά και εμφανή αμηχανία, χωρίς να βγάζει κάποια συναισθηματική εμπλοκή ή ταύτιση με τον ήρωά του. Ο Σπύρος Δούρος και ο Χρήστος Ζαχαριάδης στους ρόλους των Ες Ες συμπληρώνουν το καστ, χωρίς όμως σημαντική συμβολή στη ροή του έργου και την κλιμάκωσή του.
Η Μαίρη Τσαγκάρη προσπάθησε να προσαρμόσει το διαθέσιμο σκηνικό χώρο στις ανάγκες της παράστασης, χωρίς πάντα να τα καταφέρνει, καθώς αυτός ειδικά στο δεύτερο μέρος της έμοιαζε χαοτικός, με τους δύο πρωταγωνιστές να έχουν μεγάλες αποστάσεις να διανύσουν, ρίχνοντας εμφανώς τον όποιο ρυθμό είχε η ροή της. Τα κοστούμια του Νίκου Χαρλαύτη ήταν σχεδόν υποδειγματικά, καθώς κατάφεραν να αποτυπώσουν τόσο το μυστήριο και την ατμόσφαιρα του βερολινέζικου καμπαρέ, όσο και τη σκληρότητα και τη μοναξιά του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου δεν έδεσε πάντοτε με το λόγο, ούτε υποστήριξε επαρκώς τις κορυφώσεις του.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Χώρα παρακολούθησα μια παράσταση, η οποία αν και βασίστηκε σε ένα δυνατό και γεμάτο βαθιά νοήματα και συμβολισμούς κείμενο, δεν κατάφερε να αποδώσει τη δυναμική του και να γίνει τροφή για σκέψη για το θεατή. Η μονοδιάστατη σκηνοθετική προσέγγιση, δεν άφησε χώρο για πραγματικά συναισθήματα, ρεαλισμό ή κλιμακώσεις της ανθρώπινης επαφής και επικοινωνίας σε ζοφερά και δύσκολα χρόνια. Οι εξίσου άνισες ερμηνείες συμπλήρωσαν την εικόνα μιας θεατρικής προσπάθειας που έχασε το προσανατολισμό και το στόχο της.