Ο Χρύσανθος Ξάνθης, υπεύθυνος των εκδόσεων ΛΟΓΟ_ΤΥΠΟ και του περιοδικού Η ΠΟΛΗ ΖΕΙ συνομιλεί με τον Κωνσταντίνο Μανίκα.
12 χρόνια Η ΠΟΛΗ ΖΕΙ. Πώς εξελίσσεται η πορεία του περιοδικού όλα αυτά τα χρόνια, σε ένα ψηφιακό περιβάλλον που δεν ευνοεί τα κλασικά ΜΜΕ;
Η πορεία εξελίσσεται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, ενίοτε αντιφατικούς. Άλλες φορές εξαιρετικά σχεδιασμένα, άλλοτε άναρχα και χαοτικά. Εξελίσσεται πάντως, και αυτό είναι αποτέλεσμα πολύ κόπου και μόχθου από συγγραφείς, κειμενογράφους, πωλητές και διανομείς. Μόχθου πνευματικού και σωματικού. Βρισκόμαστε και στο ψηφιακό περιβάλλον, αλλά πάλι με τον δικό μας τρόπο. Έχουμε ένα σλόγκαν: «Έντυπο που διαβάζεται / site που δεν βομβαρδίζει». Αυτό που έχω καταλάβει από όλη τη διαδικασία είναι δύο πράγματα. Ένα, πως ο κόσμος αναζητά ενδιαφέροντα πράγματα με ψυχή και ταυτότητα είτε στο διαδίκτυο είτε στο χαρτί – άρα τέτοια προσπαθούμε να φτιάχνουμε. Δύο, πως ο κόσμος έχει αρχίσει και κουράζεται με τη «φωτεινή πηγή» και τον ζουρλομανδύα του διαδικτύου και ψάχνεται. Όχι όλος βέβαια, ένα 20% όμως ναι! Ε, εμείς είμαστε με αυτό το κόμμα, του 20%. Κάπως αυθαίρετο το ποσοστό, όχι όμως περισσότερο αυθαίρετο από τα διάφορα μοντέλα που βγάζουν φωστήρες της τεχνολογίας σύμφωνα με τα οποία εμείς όχι απλά θα έπρεπε να έχουμε κλείσει αλλά ούτε καν θα έπρεπε να έχουμε ξεκινήσει…
Υπάρχουν σχέδια για επόμενες κινήσεις, είτε στην έντυπη είτε στη διαδικτυακή εκδοχή του περιοδικού;
Υπάρχουν. Κάποτε σχεδιάζαμε με ορίζοντα τριμήνου. Τώρα είμαστε στο εξάμηνο. Κάπως καλύτερα δηλαδή. Δεν έχει νόημα να πω συγκεκριμένες ιδέες. Έχει σημασία να πω πως θα προσπαθήσουμε να μονιάζουμε την ιστορία και το μέλλον, το παλιό με το νέο και να διατηρούμε θηλυκό μυαλό, γιατί όπως λέει και ένα άλλο σλόγκαν μας: Είμαστε «η θηλυκή πλευρά της πόλης».
Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τις εκδόσεις, ιδρύοντας το ΛΟΓΟ_ΤΥΠΟ;
Οι εκδόσεις προέκυψαν με έναν ήρεμο και φυσιολογικό τοκετό. Ο καρπός προέκυψε από δυο γονείς: Τη γνώση που έχουμε για το βιβλίο, μιας και ασχολούμαστε με αυτό από το 1990 ως σελιδοποιητές, γραφίστες, τυπογράφοι κ.λπ., και τη γνωριμία μέσω του περιοδικού Η πόλη ζει με ανθρώπους που δημιουργούν, που έχουν μεράκι και δεν μπορούν να βρουν διέξοδο είτε στους μεγάλους εκδοτικούς οίκους, είτε στην βιομηχανία των αυτοεκδόσεων. Και εδώ υπάρχει σλόγκαν! «Αγαπάμε το βιβλίο με τον δικό μας τρόπο». Α, και ένα δεύτερο: «Βιβλία από και για τους ανθρώπους της πόλης».
Ποιοι είναι οι εκδοτικοί σας στόχοι και πώς επιλέγετε τους τίτλους που θα εκδώσετε;
Θα έλεγα α. να μπορούμε να υποδεχτούμε με ποιοτικό τρόπο 20-30 τίτλους το πολύ ετήσια, β. Να οικοδομούμε ειλικρινείς σχέσεις με τους συγγραφείς, γ. να δημιουργούμε ενδιαφέρουσες παρουσιάσεις από όλες τις πλευρές, δ. να συμβάλλουμε στο απειροελάχιστο (όσο μας αναλογεί δηλαδή με βάση το μέγεθός μας) στην καλύτερη σχέση του αναγνώστη με το βιβλίο, ε. να φτιάχνουμε όμορφα βιβλία τεχνικά-αισθητικά.
Πρώτον απαντάμε σε όλους και όλες που μας στέλνουν το πόνημά τους – ίσως μια δυο φορές να μην το έχουμε καταφέρει αυτό. Όταν το απορρίπτουμε είμαστε ευγενικοί και ειλικρινείς. Πρέπει να βρίσκουμε ενδιαφέρουσα τη γραφή και το θέμα. Βέβαια μερικές φορές υπάρχουν διαφωνίες εσωτερικά, αλλά όλο και κάτι γίνεται. Υπάρχουν δυο τρεις άνθρωποι που ασχολούμαστε με αυτό. Μερικές φορές παίρνουμε και τη γνώμη μερικών αναγνωστών, όχι κατ’ ανάγκη ειδικών. Όταν αντιληφθούμε την ψυχή του πράγματος, συζητάμε με τον συγγραφέα και μετά προχωράμε σε πιο τεχνικο-οικονομικά θέματα. Φαίνεται δύσκολος αυτός ο τρόπος αλλά άμα το συνηθίσεις είναι οκ.
Και να πω και μία ιδέα, που μοιάζει ανέφικτη: να έβγαινε μια σειρά με παιδικά παραμύθια, χωρίς σκίτσο, χωρίς χρώμα! Να δίνει ελευθερία στο παιδί να φανταστεί το σκίτσο και το χρώμα, μέσα από το προσεγμένο κείμενο. Το κείμενο έχει πλέον περάσει σε δεύτερη μοίρα. Αλλά έχετε σκεφτεί ότι οι σελίδες ενός παιδικού βιβλίου μοιάζουν πια με την οθόνη ενός κινητού ή τηλεόρασης; Τέλος πάντων, ξέρω πως είναι δύσκολο και μάλλον δεν θα πουλούσε…
Ποια εργαλεία αξιοποιείτε ώστε να προωθηθεί επαρκώς ένα βιβλίο;
Για να ’μαι ειλικρινής, μπορούμε να τα πάμε καλύτερα σε αυτό το σημείο. Έχουμε ένα ωραίο και λειτουργικό σάιτ, όμως τα σόσιάλ μας είναι ακόμα αρκετά χαμηλά. Δίνουμε συνεντεύξεις σε ραδιόφωνα, έχουμε μια αρκετά μεγάλη μέιλ λιστ, φτιάχνουμε ωραία και προσεγμένα Δελτία Τύπου και όπως προείπα προσπαθούμε να κάνουμε ποιοτικές παρουσιάσεις. Εννοείται ότι έχουμε δίκτυο διανομής στα βιβλιοπωλεία, όμως μας λείπουν ακόμα πράγματα. Μέχρι τον Δεκέμβριο πιστεύω πως θα γίνουμε καλύτεροι. Α, και βέβαια δεν υπάρχει συγγραφέας που να μην έχει δώσει συνέντευξη στο Η Πόλη ζει, και να μην έχει διαφημιστεί από αυτό με διάφορους τρόπους. Θα σας πω κάτι που είναι κοινό μυστικό, όλοι το ξέρουν αλλά δεν πρέπει να το λέμε – σαν ένα χωριό δηλαδή που ξέρει να κρύβει τα μυστικά του… Το συντριπτικά μεγάλο ποσοστό των πωλήσεων στους μικρούς εκδοτικούς οίκους βασίζεται στους γνωστούς του συγγραφέα. Ε, εμείς προσπαθούμε να αυξήσουμε το ποσοστό πωλήσεων που προέρχεται από ένα ευρύτερο κοινό.
Υπάρχει ταυτότητα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία;
Όχι, δεν υπάρχει, και καλά κάνει που δεν υπάρχει. Δεν είναι ώριμα ακόμα τα πράγματα για να υπάρχει. Ως κοινωνία έχουμε να ανιχνεύσουμε το συλλογικό μας τραύμα. Πράγμα που το αποφεύγουμε επιμελώς. Η Μικρασιατική Καταστροφή ας πούμε γέννησε εκτός από πόνο και τη γενιά του ’30. Μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας ασχολήθηκαν με την πραγματικότητα και οι εραστές του λόγου δημιούργησαν σιγά σιγά μια ταυτότητα. Κάποτε κάποιος μιλούσε για την κοινωνική εντολή και πως οι ποιητές και οι συγγραφείς πρέπει να έχουν ενσυναίσθηση να την αντιληφθούν, να την ερωτευτούν, να τη ζυμώσουν και να παράξουν. Τώρα γράφουμε ως επί το πλείστον για εαυτούς, για στενούς κύκλους ανθρώπων (εγώ τα ονοματίζω σινάφια) για να ικανοποιηθεί η σοσιαλ-προβολή. Φαντάσου να ρωτήσεις έναν τριαντάρη: «Σε ποιο ρεύμα ανήκεις;» Θα σε κοιτάξει περίεργα όχι γιατί δεν υπάρχουν ρεύματα (που δεν υπάρχουν) αλλά γιατί θα του φανεί παράξενο το ενδεχόμενο να υπάρξουν. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν αξιόλογα έργα. Απλά είναι ξεκομμένα. Δεν φτιάχνεται έτσι ταυτότητα. Άσε που αν μιλήσεις για ελληνική λογοτεχνία (και μου έκανε εντύπωση η διατύπωση αυτής της ερώτησης με τον όρο «ελληνική λογοτεχνία» και όχι «σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς»…) πολλοί θα απορήσουν ή χειρότερα θα σε θεωρήσουν ξεπερασμένο. Στην εποχή της διεθνοποίησης, της παγκοσμιοποίησης της αριστεροδέξιας νεοφιλελέ αντίληψης, να μιλήσουμε για Ελληνική Λογοτεχνία; Επικίνδυνο! Είμαι αισιόδοξος όμως πως αυτές οι διασπαρμένες ζωντανές δυνάμεις θα αλληλομαγνητιστούν. Μερικά από τα βιβλία που έχουμε εκδώσει, χωρίς να το ξέρουν, προς αυτή την κατεύθυνση είναι. Και πολλές από τις παραπάνω σκέψεις, από αυτά τα βιβλία γεννήθηκαν.
Γιατί οι Έλληνες διαβάζουν λιγότερο από τον μέσο Ευρωπαίο;
Γιατί υποτιμούμε το διάβασμα. Γιατί η λογοτεχνία έχει αποκτήσει μια κουλτουριάρικη-ελιτίστικη χροιά. Δεν ξέρω τι σημαίνει μέσος Ευρωπαίος. Άλλο είναι ο Ούγγρος, άλλο ο Γερμανός, άλλο ο Έλληνας. Διαβάζει λίγο γιατί δεν έχει χρόνο, γιατί υπάρχει κούραση, γιατί ο χρόνος δεσμεύεται από την εργασία, γιατί κερδίζει το σκρολάρισμα της φωτεινής πηγής. Πάντως στους λόγους δεν είναι το ακριβό βιβλίο (κάπου το διάβασα και αυτό), ούτε ότι δεν κυκλοφορούν αξιόλογα βιβλία. Είναι η νέα εποχή που έχουμε μπει εδώ και δύο δεκαετίες. Πάλι όμως υπάρχει το κόμμα του 20% που αντιστέκεται! Και κάτι ακόμα, υπάρχει ανάγκη έκφρασης σε συνδυασμό με την αποφυγή προβληματισμού. Σε λίγο καιρό περισσότεροι θα είναι οι συγγραφείς παρά οι αναγνώστες. Και κάτι αντιδημοφιλές: Υπάρχει και μια μικρή μερίδα κόσμου που έχει καταντήσει εμμονική με το διάβασμα, νερντς του βιβλίου. Αν δεν διαβάσει τρία βιβλία την εβδομάδα, κάτι δεν του πάει καλά. Το βιβλίο δεν είναι υποκατάστατο!
Αλλά είπαμε, υπάρχει το κόμμα του 20%.
Όλα θα πάνε καλά!
*Ευχαριστούμε το site Culture Point από το οποίο αναδημοσιεύουμε τη συνέντευξη.