Σαν σήμερα, 3 Μαρτίου του 1945, γεννήθηκε μία από τις πιο εμβληματικές τραγουδοποιούς του ελληνικού τραγουδιού. Η Αρλέτα! Το πραγματικό της όνομα ήταν Αργυρώ-Νικολέττα Τσάπρα και γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και μπήκε στη δισκογραφία στη δεκαετία ’60. Πρωτοτραγούδησε στην μπουάτ “Κιβωτός” του Μίνωα Αργυράκη κι ύστερα στα “Ταβάνια”, αλλά κυνηγήθηκε από τη χούντα των συνταγματαρχών, με αποτέλεσμα να μείνει εκτός τραγουδιού για περίπου τέσσερα χρόνια. Επιστρέφοντας στο τραγούδι -μετά από μία πρόσκληση του George Moustaki για συμμετοχή στις συναυλίες του στο Παρίσι- συνεργάστηκε με σημαντικούς δημιουργούς και διέγραψε μια αξιοσημείωτη πορεία στο ελληνικό τραγούδι.
Μία από τις πιο φωτεινές της συνεργασίες και μία συνάντηση που έγραψε ιστορία με τραγούδια σταθμό, ήταν η συνεργασία της με τη στιχουργό Μαριανίνα Κριεζή που, σε μουσικές του Λάκη Παπαδόπουλου, δημιούργησαν τραγούδια σαν την “Σερενάτα”, το “Τσάι Γιασεμιού”, το “Batida De Coco”, την “Πλατεία Αμερικής”, “Τα Ήσυχα Βράδια”, κ.α. που είναι σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης εποχής, η οποία έχει μείνει στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
Αναδημοσιεύουμε το κείμενο της Μαριανίνας Κριεζή, με αφορμή τη γενέθλιο ημερομηνία της Αρλέτας, που είχε δημοσιευτεί στο μουσικό περιοδικό “Μετρονόμος” στο αφιερωματικό τεύχος (72, Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2019) στην τραγουδοποιό.
Έτσι όπως τη γνώρισα
Ανήκω σε μια συντεχνία στιχουργών που υπηρετεί την τέχνη του τραγουδιού και όχι το image των τραγουδιστών. Δεν κόβουμε και ράβουμε στίχους στα μέτρα κανενός σταρ ούτε αλλάζουμε λέξεις και φράσεις επειδή «δεν ταιριάζουν με το προφίλ του». Συνεργαζόμαστε λοιπόν αποκλειστικά με τραγουδιστές που δεν είναι εγκλωβισμένοι στην καλλιτεχνική τους περσόνα, αλλά, έχουν την προθυμία και την ικανότητα να λένε πράγματα ακόμα και ασύμβατα με αυτήν. Όπως η Αρλέτα.
Παραβλέποντας το γεγονός ότι στη συνείδηση του κοινού είχε εγγραφεί ως η απόλυτη εκπρόσωπος του νεορομαντισμού, η Αρλέτα έγραφε ό,τι πραγματικά αισθανόταν και τραγουδούσε ό,τι γούσταρε. Κατά δε τη συνεργασία μας, τραγουδούσε ό,τι μου κατέβαινε: Ούτε τις φασολάδες και τα τουρλού μου δίστασε να πει, ούτε το στραγάλι του έρωτά μου, ούτε τα μπαρμπούνια μου τα μαρινάτα.
Δε φοβόταν το χιούμορ. Επειδή η ίδια το διέθεται άφθονο και σωζόταν από αυτό, το εκτιμούσε ιδιαίτερα και, εξ ενστίκτου, ήξερε πώς να το χειρίζεται: Δεν έκαιγε τα αστεία με κρυόκωλους υπερτονισμούς, αλλά τα τραγουδούσε ως σοβαρά, σαν έμπειρη ηθοποιός.
Η απελευθερωτική και για τις δυο μας σχέση της με το χιούμορ, είναι ίσως αυτό που νοσταλγώ περισσότερο.
Από τη συνεργασία μας, αποθησαύρισα το δώρο που μου έκανε μερικές φορές στο σπίτι της στα Εξάρχεια αργά τη νύχτα, όταν μας τέλειωναν σιγά-σιγά τα λόγια μαζί με τους θορύβους της πόλης. Καθισμένη στην απέναντί μου πολυθρόνα, έπαιρνε τότε την κιθάρα της και τραγουδούσε: To αγαπημένο μου «Τραγούδι της δραχμής» της. Την «Queen of hearts» το «Scarborough fair» τις «Sisters of mercy» και τη «Suzanne» -αστείρευτες για μένα πηγές συγκίνησης που εκείνη μου τις αποκάλυψε. Και, τέλος, δυο-τρία ηπειρώτικα της Αγάπης (από τον πατέρα της τα άκουγε, μου είχε πει).
Πόσο λυπάμαι που δε δισκογραφήθηκαν οι καθηλωτικές της ερμηνείες που αναδείκνυαν την οικουμενικότητα των παραδοσιακών μας τραγουδιών. Τι κρίμα που τις πήρε ο αέρας.
Δεν ξέρω πώς να περιγράψω την εμπειρία μου από εκείνα τα οικιακά μίνι live της Αρλέτας, τα φωτισμένα μόνο από μια λάμπα-βιτρό με καραμελένια χρώματα. Μια νύχτα ακόμα πιο παλιά, στα πρώτα νιάτα μου, είχα ακούσει στο κέντρο του Παρισιού ένα αηδόνι. Ήταν η ίδια αίσθηση.
Τα αηδόνια δεν κελαηδάνε σε αιχμαλωσία. Το ήξεραν αυτό οι έμποροι του τραγουδιού όταν ακόμα έψαχναν για αηδόνια και κορυδαλλούς αντί να εκτρέφουν σουσουράδες. Εξαρχής λοιπόν από όσο ξέρω, αν και απρόθυμα, την άφησαν αμολάτη έτσι όπως τη γνώρισα: Απείραχτη από το μάρκετιγκ να τραγουδάει τη ζωή σαν πετεινό του ουρανού, χωρίς να κάνει δημόσιες σχέσεις αλλά μόνο ιδιωτικές. Χωρίς να κολακεύει ούτε τους δημοσιογράφους ούτε το κοινό. Και χωρίς να ενδιαφέρεται να εξασφαλίσει, παρά μόνο τα απαραίτητα για μια αξιοπρεπή διαβίωση: «Ή με το Θεό είσαι ή με το Μαμωνά»* έλεγε η Αρλέτα.
Μαριανίνα Κριεζή
*Μαμωνάς: Θεός του πλούτου. Μεταφορικά: Τα πλούτη. «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ.» (Ματθ. στ’ 22-23)