Μια περιήγηση σε τόπους της Αθήνας, όπου τα ανθρώπινα πάθη και η Ιστορία διασταυρώθηκαν με τη βία και τον θάνατο. Μια καταγραφή των σκοτεινών πλευρών της αθηναϊκής πατριδογνωσίας, απ’ όπου αναβλύζει η απωθημένη αστεακή «μνήμη του αίματος».
Τα τελευταία χρόνια, η γοητευτική πλατεία Καρύτση (ή Καρύκη) συγκαταλέγεται στις δημοφιλέστερες περιοχές διασκέδασης του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Όμως, στο σημείο αυτό το 1948 διαπράχθηκε και μία από τις γνωστότερες πολιτικές δολοφονίες στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Η πλατεία Καρύτση (Καρύκη) πήρε το όνομά της από την ομώνυμη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (βασιλική με τρούλο), η οποία κατασκευάστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στη θέση μεσαιωνικού ναού που ανήκε στην ιστορική αθηναϊκή οικογένεια Καρύκη. Δίπλα βρίσκεται το θέατρο «Μουσούρη», που πρωτολειτούργησε το 1934, αρχικά ως θέατρο «Αλίκη» (μετά την Κατοχή, στέγασε για μικρό χρονικό διάστημα το «Θέατρο Τέχνης» του Κ. Κουν), ενώ απέναντι το εντυπωσιακό νεοκλασικό μέγαρο (1890) του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», ενός από τα σημαντικότερα πνευματικά σωματεία της χώρας που λειτουργεί από το 1865.
Στον δρόμο μεταξύ των τριών αυτών κτηρίων, το Μεγάλο Σάββατο 1 Μαΐου 1948 η Αριστερά κατάφερε το πλέον θεαματικό πλήγμα στον στενό πυρήνα του «αστικού κόσμου» κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949): τη δολοφονία του υπουργού Δικαιοσύνης, Χρήστου Λαδά.
Ο 57χρονος Λαδάς είχε θεωρηθεί ως ο βασικός υπεύθυνος για το κλίμα τρομοκρατίας και τις μαζικές εκτελέσεις κομμουνιστών που είχαν εντατικοποιηθεί από τα τέλη του 1947, καθώς μεταξύ άλλων είχε εισηγηθεί και την επιβολή ιδιαίτερα αυστηρών νομοθετημάτων για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου». Η απόφαση για τη δολοφονία του εντασσόταν στο σχέδιο της ηγεσίας της Αριστεράς για εξάπλωση της ένοπλης πάλης στα αστικά κέντρα, μέσω των ομάδων της «Στενής Αυτοάμυνας» που συνιστούσαν τον ένοπλο βραχίονα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) στις πόλεις. Για την επίθεση κατά του Λαδά, επιλέχτηκε ο 22χρονος Ευστράτιος Μουτσογιάννης, μέλος της ΟΠΛΑ (Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα), της ένοπλης πολιτικής οργάνωσης του ΚΚΕ.
Λίγο πριν από τις 9 το πρωί της 1ης Μαΐου, ο Λαδάς με τη σύζυγο και την κόρη του βγήκαν από το σπίτι τους στην πλατεία Καρύτση και επισκέ- φθηκαν την εκκλησία για να κοινωνήσουν. Μετά, η σύζυγος και η κόρη του επέστρεψαν στο σπίτι, ενώ ο ίδιος επιβιβάστηκε στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο για να μεταβεί στο υπουργείο. Εκτός από τον οδηγό, σε αυτό βρισκόταν ακόμη ο αστυφύ- λακας Σπύρος Αγγέλου.
Μόλις το αυτοκίνητο ξεκίνησε κι ενώ βρισκόταν μπροστά στο κτήριο του «Παρνασσού», ο Μουτσογιάννης ντυμένος σκόπιμα με στολή σμηνίτη, το πλησίασε και πέταξε στο εσωτερικό μία χειροβομβίδα. Από την έκρηξη, ο Λαδάς τραυματίστηκε βαριά «εις την αριστεράν και δεξιάν νεφρικάς χώρας και εις το τριχωτόν της κεφαλής» (Το Βήμα, 2.5.1948).
Αμέσως μετά, ο Μουτσογιάννης τράπηκε σε φυγή, μέσω της οδού Ανθ. Γαζή, καταδιωκόμενος από τον Αγγέλου και αστυνομικούς του παρακείμενου Α ́ Αστυνομικού Τμήματος. Στην προσπάθειά του να διαφύγει εκσφενδόνισε προς το μέρος των διωκτών του δύο χειροβομβίδες, που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός αστυφύλακα και τον τραυματισμό δύο συναδέλφων του, ενώ μία τρίτη δεν εξερράγη. Λίγα λεπτά μετά, συνελήφθη κτυπημένος από σφαίρες των αστυνομικών στο θώρακα και το μηρό.
Την ίδια στιγμή, ο βαρύτατα τραυματισμένος υπουργός προσκομιζόταν στο νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός», όπου παρά τις προσπάθειες των γιατρών ξεψύχησε στις 10.20 ́ το βράδυ της ίδιας μέρας.
Λίγες ώρες μετά την επίθεση, η κυβέρνηση κήρυξε στρατιωτικό νόμο στην Αττική, ενώ στις 4 Μαΐου, ως αντίποινα για τη δολοφονία, εκτελέστηκαν 154 κομμουνιστές, που είχαν καταδικαστεί για «εγκλήματα διαπραχθέντα κατά την Δεκεμβριανήν στάσιν» και άλλα αδικήματα. Στο μεταξύ, ο Μουτσογιάννης, ανακρινόμενος στο «Ιπποκράτειο» όπου είχε μεταφερθεί, κατονόμασε ορισμένους από τους συνεργάτες του, οι οποίοι συνελήφθησαν το επόμενο διάστημα.
Η δίκη για τη δολοφονία πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 18-21 Ιουνίου 1948 στο Έκτακτο Στρατοδικείο της Αθήνας. Κατηγορούμενοι ήταν έντεκα στελέχη του ΚΚΕ, που σύμφωνα με το κατηγορητήριο εμπλέκονταν στην υπόθεση.
Οκτώ από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο, ανάμεσά τους και ο Μουτσογιάννης, του οποίου όμως η ποινή λίγο αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά πιθανώς επειδή κατά τη διάρκεια της δίκης ομολόγησε την πράξη του και εξέφρασε την μεταμέλειά του (Αστυνομικά Χρονικά, τχ. 23ο, 1.5.1954). Ο Μουτσογιάννης, ο οποίος στο μεταξύ ασπάστηκε τη διδασκαλία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αποφυλακίστηκε τελικά ο 1964 μετά από γενική αμνηστία που παραχώρησε η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου.
Λίγο καιρό μετά τη δολοφονία, η οδός όπου αυτή διαπράχθηκε μετονομάστηκε προς τιμήν του δολοφονημένου υπουργού από «Εδουάρδου Λω» σε «Χρήστου Λαδά», όπως εξακολουθεί να ονομάζεται.
Ο Γιάννης Ράγκος (1966) είναι ανεξάρτητος (freelance) δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίες εκδόσεις του: το αστυνομικό μυθιστόρημα «Μυρίζει αίμα» (Καστανιώτης, 2019) και το κόμικ «Ληστές» (Polaris, 2020) σε σενάριο δικό του και σχέδια Γιώργου Γούση.