«Ποτέ ένα βιβλίο δεν χώρεσε τόσο σινεμά»· αυτή είναι μία μεγάλη αλήθεια για «Τα σινεμά της Αθήνας 1896-2013. Ιστορίες του αστικού τοπίου», που θα κυκλοφορήσουν σύντομα από τις εκδόσεις ΛΟΓΟ_ΤΥΠΟ.
Η δεκαετής έρευνα του Δημήτρη Φύσσα που διατρέχει τρεις αιώνες, παρουσιάζει με σχολαστική λεπτομέρεια γνωστές και κατά βάση άγνωστες πληροφορίες για τις κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας από το 1896 μέχρι το 2013. Ταυτόχρονα, με την καταγραφή ιστοριών/γεγονότων από εκατοντάδες ανθρώπους με τους οποίους μίλησε, πάντα με φόντο την εκάστοτε κινηματογραφική αίθουσα, ξεδιπλώνεται η αφήγηση της ίδιας της πόλης· του αστικού τοπίου, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας επέλεξε να τιτλοφορήσει το έργο του. Με χιούμορ, κριτική, πάθος και με μία σκοπιά που ταλαντεύεται ανάμεσα στο υποκειμενικό και στο αντικειμενικό, ο Δημήτρης Φύσσας φροντίζει να δημιουργήσει ένα άψογο μωσαϊκό πληροφοριών και συναισθημάτων, που ισορροπεί άξαφνα στο σημείο όπου δεν μπορείς να διακρίνεις την αφετηρία της συγκίνησής σου.
Αν και ο Δημήτρης έφυγε αιφνίδια πριν λίγους μήνες από τη ζωή, το έργο του αυτό –μαζί με άλλα– θα μείνει πίσω ως φάρος, που θα επισημαίνει στους αναγνώστες του μέλλοντος ότι ένα κομμάτι ξηράς δεν σημαίνει ποτέ από μόνο του ούτε κίνδυνο, ούτε λιμάνι. Μιλήσαμε με τον εκδότη Χρύσανθο Ξάνθη, ο οποίος σε συνεννόηση με τον συγγραφέα όσο ήταν ακόμη εν ζωή, αποφάσισε να εκδώσει αυτό το αριστούργημα, που τόσοι άλλοι είχαν απορρίψει.
Πώς ξεκίνησε η συνεργασία με τον Δημήτρη Φύσσα;
Με τον Δημήτρη γνωριστήκαμε μέσα από την έκδοση του περιοδικού Η Πατησίων Ζει, τον Νοέμβριο του 2012. Η σχέση του Δημήτρη με το «ποτάμι» της Πατησίων ήταν έντονη και μόνιμη. Την αγαπούσε, εμπνεόταν από αυτήν αλλά και τους ανθρώπους της, τις γειτονιές και τα δρομάκια της. Έπαιρνε όλα τα τεύχη του περιοδικού –ήταν και μέγα συλλέκτης– , από τα πρώτα μέχρι και τα τελευταία. Το τελευταίο του άρθρο στο Η Πόλη Ζει πλέον, ήταν για το αφιέρωμα «Πόσα είναι τα Πατήσια τελικά;» με τίτλο «Στοιχειώδη Ιστορικά στοιχεία». Μιλούσαμε κάθε τόσο για διάφορα που δεν έχουν πολύ σημασία για το ευρύ κοινό.
Κάποιος θα έλεγε ότι ένα τέτοιο βιβλίο αφορά τους μελετητές, τους μυημένους, τους κουλτουριάρηδες. Σε ποιους απευθύνεται τελικά αυτό το δίτομο;
Σίγουρα απευθύνεται σε αυτούς που λες, μια και ο όγκος της πληροφορίας είναι σχεδόν αστείρευτος. Θα έλεγα όμως πως απευθύνεται σε όλους όσοι έχουν πάει κινηματογράφο στη ζωή τους. Γιατί από τις σελίδες του –χίλιες και– περνάνε όλοι οι κινηματογράφοι της Αθήνας. Οπότε, ποιος δεν έχει πάει σινεμά; Να ψάξει να βρει το σινεμά των παιδικών του χρόνων; Να δει τι ταινίες παιζόντουσαν, τι φάσεις εξελίχθηκαν; Οπότε πέρα από μελετητές κ.λπ., θα έλεγα πως απευθύνεται σε όσους και όσες νοιώθουν και θέλουν να νοιώθουν. Και για να το ξεκαθαρίσω εξαρχής. Η δουλειά του Δημήτρη δεν αφορά απλά τον κινηματογράφο, αλλά το κινηματογράφο ως κοινωνικό χώρο και μάλιστα σε μια χρονική διαδρομή που απλώνεται σε τρεις αιώνες: 19ο, 20ό και 21ο.
Διαβάζουμε στην εισαγωγή του βιβλίου ότι πολλοί εκδοτικοί και φορείς στους οποίους απευθύνθηκε για την έκδοση του βιβλίου, στην καλύτερη αρνήθηκαν, στη χειρότερη δεν του απάντησαν καν. Πώς το εξηγείς;
Ναι, δεν μπορώ να απαντήσω εύκολα και να είμαι και ειλικρινής συγχρόνως. Τον είχα ρωτήσει και εγώ πώς και δεν προέκυψε. Η απάντησή του ήταν κυνική και αθυρόστομη. Στον πρόλογο του βιβλίου λέει κάποια πράγματα. Σε ένα άλλο σημείο όμως αναφέρει μια φράση που για μένα δίνει ουσιαστική απάντηση – και όχι μόνο για την μη έκδοση του βιβλίου. Είναι του Πέτρου Μανταίου από το Ποδηλάτης με βατραχοπέδιλα, εκδόσεις Οδυσσέας, 1987: « Κυκλοφορούν ανάμεσά μας αρνησιπάτριδες. Τίποτα δεν τους συνδέει με αυτήν την πόλη. Δεν πάει να ρημάξει, σου λέει…» Ε, πόσα διαμάντια έχουμε γύρω μας και τα υποτιμούμε ως πολιτεία, ως κράτος, ως φορείς αλλά και ως πολίτες…
Εσείς πώς πήρατε την απόφαση να το εκδώσετε;
Στη συζήτηση μαζί του το ’φέρε η κουβέντα. «Μήτσο να το βγάλουμε». «Κάνε ό,τι θες», έλεγε με τον δικό του χιουμοριστικό τρόπο, «αλλά δεν θα τα καταφέρεις». «Είναι θησαυρός», του έλεγα. «Ε είναι» έλεγε και άλλαζε κουβέντα. Να σας πω επίσης πως δεν ήθελε έτσι και αλλιώς να πολυμιλά γι’ αυτά που έγιναν. Οπότε η κουβέντα ξεστράτιζε σε μελλοντικά σχέδια που είχε. Ετοίμαζε ένα εξίσου θηριώδες έργο με ένα ευρετήριο για την Αθήνα. Με πληροφορίες που, από τα λίγα που μου έλεγε, θα ήταν συναρπαστικό. Μόνος του έλεγε πως αυτή η νέα δουλειά θα πάρει χρόνια…
Υπάρχει κάτι από τις συνομιλίες σας με τον Δημήτρη Φύσσα που σας έχει μείνει;
Η αντισυμβατικότητά του, η ικανότητά να αφήνει στην άκρη δόγματα, η δυνατότητα που είχε να γεννάει νέες ιδέες. Όλα αυτά μαζί με πηγαίο χιούμορ, αυτοσαρκασμό, αποδραματοποίηση και μια εσωτερική μελαγχολία, έκαναν ένα όμορφο άνθρωπο.
Για να θελήσει ένας άνθρωπος να καταγράψει σε 1000 σελίδες το πάθος του –γιατί περί πάθους πρόκειται κατά την άποψή μου, ή για να το θέσω καλύτερα, την καψούρα του– μάλλον έχει μεγάλη ανάγκη να το μοιραστεί, αλλά και μία πίστη σε κάτι. Έχεις εντοπίσει ποια είναι αυτή η πίστη;
Δεν θα το χαρακτήριζα πίστη. Ο ίδιος γράφει πως το βιβλίο αυτό είναι το αποτέλεσμα όταν τέμνονται δύο του λόξες: η μία για τον κινηματογράφο και η άλλη για την πόλη. Ξέρεις, ορισμένα πράγματα δεν μπορούν και δεν πρέπει να αναλύονται πολύ. Είναι η τυχαιότητα, τα πιο βαθιά θέλω τον ανθρώπων, οι συναστρίες. Έχω γνωρίσει κάποιους ανθρώπους που συνδυάζουν με εξαιρετικό τρόπο δύο αξιαγάπητα χαρακτηριστικά: ν’ αγαπάνε τον πολιτισμό –και να είναι πολιτισμός οι ίδιοι– και ν’ αγαπάνε και τον λαό – και να είναι λαός οι ίδιοι. Ε, ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Μήτσος. Το δίτομο έργο του βρίθει από αυτές τις δύο αγάπες. Δυο μαμάδες, λοιπόν, κι ένας πατέρας.
Όσον αφορά το περιεχόμενο του βιβλίου, τι θα βρει ο αναγνώστης εκεί;
Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθεί. Γιατί οι 425.000 λέξεις που περιέχονται είναι μια πραγματική έκρηξη. Χιλιάδες τίτλοι ταινιών – οι πιο πολλές τόσο άγνωστες και οι τίτλοι τόσο ιδιαίτεροι που κάποιος φιλόδοξος συγγραφέας μπορεί κάλλιστα να εμπνευστεί από αυτούς. Εκατοντάδες λεπτομέρειες, χωροταξικές, ηθογραφικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές, σεξιστικές και τόσες άλλες. Εκατοντάδες γεγονότα, ατάκες. Περιγραφή τύπων της Αθήνας, προσώπων και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Ο σινεμάς (όπως κάναμε πλάκα) ήταν και είναι ένας κοινωνικός χώρος. Η αποτύπωση όλων αυτών λοιπών –μαζί με τέλειες λεπτομέρειες– είναι το δίτομο αυτό έργο.
Υπάρχει κάποια ιστορία που να σου έχει κάνει ιδιαίτερη εντύπωση από όλες αυτές που υπάρχουν στο βιβλίο;
Εντάξει, είναι πολλές – και όχι πάντα ιστορίες. Είναι ατάκες που γράφει ο Δημήτρης, η λεξιπλασία του, οι συμβουλές που δίνει σε μια παραπομπή στους διορθωτές – εκνευρίζεται και το γράφει. Είναι οι ασήμαντες λεπτομέρειες, για έναν κινηματογράφο ας πούμε που είχε πάντα κόσμο όχι για τα έργα που ανέβαζε, αλλά γιατί είχε πολύ νόστιμες τυρόπιτες. Είναι τα ερωτηματικά που θέτει ξαφνικά και σε κάνει να αρχίζεις να σκέφτεσαι. Είναι πολυεπίπεδο δηλαδή. Μακάρι να βρεθούν και άλλοι άνθρωποι να συνεχίσουν τη δουλειά του Μήτσου (ενδιαφέρον θα είχε μία έρευνα για την ονοματολογία των κινηματογράφων).
Πόσο δύσκολη ήταν αυτή η δουλειά του Δημήτρη Φύσσα;
Δεν μπορείς εύκολα να το συλλάβεις. Μια δουλειά που του πήρε δέκα χρόνια. Μα μόνο τις ευχαριστίες να δείτε θα τρελαθείτε. Εκατοντάδες ονόματα, γνωστών και αγνώστων, που του μίλησαν, κι εκείνος τα κατέγραψε με φοβερή σχολαστικότητα. Φτάνει να σας πω πως ευχαριστεί μια παρέα σε ένα καφενείο που του είπε πολλά. «Ρε Μήτσο θα τους βάλουμε και αυτούς;» τον ρώτησα. Εκνευρίστηκε! «Γιατί ρε να μην τους βάλουμε; Και αυτοί αξίζουν». Είναι έργο ζωής, και όπως λέει και ο ίδιος στην εισαγωγή: «Τα σινεμά της Αθήνας είναι το σημαντικότερο βιβλίο που έχω γράψει. Σημαντικότερο από άποψη τρόπου γραφής (εξαντλητική έρευνα πεδίου και πολύ λιγότερο δουλειά αρχείου), περιεχομένου, επίδρασης στις συνειδήσεις».
Τι παρατηρείς σχετικά με τα σινεμά της Αθήνας πλέον;
Kαι σε αυτό μου είναι δύσκολο να απαντήσω. Απλά θα έλεγα πως καλύτερα θα ήταν αυτήν την έκδοση να την είχαν αναλάβει όλοι αυτοί οι κινηματογράφοι που αντέχουν ακόμα. Θα ήταν καλύτερη σαν έκδοση και θα έφτανε σε περισσότερους ανθρώπους.
Η έκδοση του βιβλίου θα γίνει χωρίς να είναι ο Δημήτρης Φύσσας μαζί μας. Θέλεις να μοιραστείς κάποιες σκέψεις σου;
Με τον Μήτσο βρεθήκαμε μπροστά σε δύο διλλήματα. Το πρώτο ήταν αν θα διατηρούσαμε τη σελιδοποίηση που μόνος του είχε κάνει ή αν θα προχωρούσαμε σε νέα, πιο επαγγελματική. Για μένα ήταν αδύνατο οικονομικά να το στηρίξω. Οπότε ή δεν θα έβγαινε καθόλου ή θα κρατούσαμε τη δικιά του με 3.500 παραπομπές, πλαίσια-πλαισιάκια κ.λπ. Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε έτσι. Για εμένα μέτρησε η ουσία πολύ. Και ότι πρέπει αυτός ο θησαυρός να βρίσκεται σε έντυπη μορφή. Να παντρευτεί με το μελάνι του τυπογραφείου. Δεν είναι ρομαντισμός. Είναι φόρος τιμής. Το δεύτερο ήταν αν θα το κατέβαζε ο Μήτσος από το διαδίκτυο, από τις πλατφόρμες που το είχε ανεβάσει. Του πρότεινα να το αφήσουμε έτσι, άσε τις ιδέες να τρέχουν, του είπα. Γέλασε, και λύθηκε κι αυτό. Πάντως έγινε πολύ δουλειά στις διορθώσεις, στους αναγραμματισμός και σε διάφορα άλλα που μας πήρε πάνω από τρεις μήνες για να καταλάβεις.
Ποιους θέλεις να ευχαριστήσεις;
Τον Δημήτρη που τ’ άφησε πάνω μου. Και ας μην είναι μαζί μας.
Θέλω να ευχαριστήσω, την οικογένειά του και συγκεκριμένα την κόρη του, Άρτεμη Φύσσα, που μέσα στη δύσκολη στιγμή της απώλειας του ανθρώπου τους μου έδωσαν το ελεύθερο να προχωρήσω με τρόπο που θύμιζε τον Δημήτρη. Ανοιχτόκαρδα, δημιουργικά και με ενσυναίσθηση.
Θέλω να ευχαριστήσω τη Σχολή Σταυράκου και ιδιαίτερα τον Σωτήρη Λαμπρόπουλο που χωρίς την πολύπλευρη στήριξή του η έκδοση δεν θα μπορούσε να γίνει. Ήταν ο μοναδικός στον οποίο απευθύνθηκα και όταν κράτησε στα χέρια του το δείγμα έλαμψε το πρόσωπό του. Και μας στήριξε.
Δύο ακόμα ανθρώπους που γνώριζαν τον Δημήτρη και τον βοήθησαν στη συγγραφή του έργου και στην τελειοποίησή του. Και οι δυο πολύτιμοι φίλοι δικοί μου και αρθρογράφοι στο Η Πόλη ζει εδώ και χρόνια. Ο Λέανδρος Σλάβης, που έστελνε συνεχώς παρατηρήσεις, διορθώσεις και προσθήκες στον Δημήτρη. Και ο Θανάσης Βέμπος που με το «ανιδιοτελές κλίπινγκ του» και τη «θανασοβέμπεια συνεισφορά» όπως αναφέρει ο Δημήτρης στο βιβλίο, του έστελνε συνεχώς αποσπάσματα από παλιές εφημερίδες.
Επίσης την Μαρία Λυσικάτου από το Τριανόν που μας καλοδέχτηκε για την παρουσίαση. Με τη Μαρία μας συνδέει ο αγαπημένος μου Λεωνίδας που χωρίς την βοήθειά του δεν θα είχα ξεκινήσει το εγχείρημα του περιοδικού.
Τέλος, θέλω να ευχαριστήσω όλη την ομάδα που δούλεψε για την έκδοση: Υρώ Πιτσικάλη και Μυρτώ Στέλιου από το ατελιέ, Ηλέκτρα Τζώρτσου, Γεωργία Δρακάκη, Άντα Κουγιά για τις διορθώσεις.
Το βιβλίο πού μπορούμε να το βρούμε;
Όποιος θέλει μπορεί να το παραγγείλει από το site των εκδόσεών μας. Σε δεύτερη φάση, στην παρουσίαση που θα γίνει στις 13 Ιουνίου στο Τριανόν, στις 7.30 μ.μ. Σε τρίτη φάση, θα υπάρχει και στα βιβλιοπωλεία.
Κάτι τελευταίο;
Ναι. Η έκδοση έχει ελάχιστες φωτογραφίες. Αυτό για όσους με ρωτούν αν θα ’χει φωτογραφίες. Όμως το διάβασμά του γεννάει εκατοντάδες χιλιάδες, κυριολεκτώ, εικόνες και φωτογραφίες. Και για να το πω και αλλιώς. Αν αυτές οι 425.000 λέξεις ανέβουν στο ΑΙ , το σύστημα θα καταρρεύσει.
Μητσάκο το βγάλαμε!
Το δίτομο βιβλίο Τα σινεμά της Αθήνας 1896-2013. Ιστορίες του αστικού τοπίου, μπορείτε να το προαγοράσετε από ΕΔΩ.