Οι μικρές ιστορίες ταιριάζουν στο καλοκαίρι γιατί έχουν μικρή διάρκεια και μέσα τους χωράνε ολόκληροι κόσμοι. 8 άνθρωποι, λοιπόν, συναντήθηκαν υπό τον ήλιο και έγραψαν για εμάς και εσάς αυτά τα μικρά διηγήματα με θέμα το καλοκαίρι, ο καθένας και η καθεμία από τη δική του/της σκοπιά και πένα. Τους ευχαριστούμε όλους/όλες μαζί και τον καθένα/καθεμία ξεχωριστά για αυτές τις εμπνευσμένες λέξεις που βάλανε στη σειρά και μας φέρανε ένα βήμα πιο κοντά στον ήλιο!
Πώς λέμε το καλοκαίρι στα ελληνικά;
Η ιστορία που θα σας πω αφορά ένα καλοκαίρι, τη χρονιά που έκλεινα τα δεκαεφτά, που με έβγαλαν από το σπίτι μου με το έτσι θέλω και με έφεραν στη χειρότερη χώρα στον κόσμο.
Στην αίθουσα αναμονής αποσκευών, στεκόμουν όρθιος βλέποντας τον ιμάντα γεμάτο βαλίτσες να γυρίζει, χωρίς να έχουν εμφανιστεί ακόμα οι δικές μας.
«Dad, when are we gonna–»1
«Στα ελληνικά!» φώναξε.
Ο κόσμος που περίμενε κι αυτός τριγύρω για τις αποσκευές του μας κοιτούσε πλέον έντονα.
«Αγάπη μου, ο μπαμπάς είπε μιλάμε only greek όσο είμαστε Ελλάδα», είπε γλυκά η μάνα μου.
Σταύρωσα τα χέρια μπροστά στο στήθος μου. Ξεφύσησα νευριασμένος.
Πρόσεξα το σακίδιο μου στα δέκα μέτρα. Όταν έφτασε μπροστά μου, το άρπαξα και έκανα να φύγω ψάχνοντας την έξοδο.
«Που πας, νεαρέ;» με σταμάτησε ο πατέρας μου, «δεν παίρνει ο καθένας μόνο τα δικά του. Έχουμε ένα σωρό βαλίτσες. Βοήθησε τη μητέρα σου, σε παρακαλώ».
Γύρισα απότομα προς τη μάνα μου. Πέρασα και τα δύο μου χέρια στο σακίδιο και το βόλεψα στην πλάτη μου. Πήρα την τεράστια βαλίτσα στο δεξί μου χέρι και στο άλλο μία πιο μικρή, ενώ η μάνα μου έμεινε με το βαλιτσάκι των καλλυντικών της. Διασχίσαμε δύο αίθουσες αναμονής, το φουαγιέ με τις εταιρείες αεροπορικών εισιτηρίων και το εστιατόριο, μέχρι να μπορέσουμε να βρούμε την έξοδο.
«Το αεροδρόμιο στο Σίδνεϋ είναι χίλιες φορές καλύτερο από αυτό το μπουρδέλο», είπα ενώ αφήναμε το Ελευθέριος Βενιζέλος πίσω μας και φτάναμε στο πάρκινγκ με τα ταξί. Ο οδηγός βγήκε από το όχημα και ήρθε να ανοίξει το πορτμπαγκάζ, παίρνοντας παράλληλα το βαλιτσάκι από τα χέρια της μάνας μου.
«Good morning! Welcome to Greece!»2 είπε ο οδηγός και η προφορά του έκανε τα χείλη μου να τρίξουν από το γέλιο.
«Don’t mind him, mate!3 Έλληνες είμαστε. Από Αυστραλία. Πρώτη φορά διακοπές στην πατρίδα», του απάντησε ο πατέρας μου.
Οι βαλίτσες χώρεσαν μόλις και μετά βίας στο πορτμπαγκάζ του ταξί και ο οδηγός γύρισε στη θέση του. «Όσο θα είμαστε εδώ, θέλω να αλλάξεις attitude4. Αύριο φεύγουμε για το χωριό και δεν θα ανεχτώ τίποτ’ άλλο πέρα από χαμόγελο στο πρόσωπο σου. Got it?»5 Με κρατούσε από τους ώμους και με κοιτούσε βαθιά στα μάτια. Δεν περίμενε καν απάντηση και μπήκε στη θέση του συνοδηγού, ενώ εγώ με τη μάνα μου καθίσαμε από πίσω.
«Πού σας πάω;» ρώτησε ο ταξιτζής.
«Χίλτον», απάντησε ο πατέρας μου.
Σε όλη τη διαδρομή κοιτούσα έξω απ’ το παράθυρο, ενώ οι άλλοι συζητούσαν για τη ζωή σε αυτόν τον τόπο. Δεν μπορούσα να χωνέψω ότι φύγαμε από την Αυστραλία για να περάσουμε το καλοκαίρι μας σε ένα χωριό στη Μάνη. Άρχισα να σκέφτομαι τους φίλους μου. Αυτόν τον καιρό θα απολαμβάναμε πάρτι μέχρι το πρωί με αλκοόλ και πολλά διαθέσιμα κορίτσια για σεξ σε κάποιο σπίτι δίπλα στη λίμνη. Και αντ’ αυτού, πού βρίσκομαι; Τι να με περιμένει στο παλιοχώρι του πατέρα μου!
Γιατί, όπως είπα, αυτή είναι μία ιστορία που με πήραν με το ζόρι από το κόσμο μου και με έβαλαν σε έναν άλλον. Έναν κόσμο γεμάτο καταπράσινα χωριά, θάλασσες με σμαραγδένια νερά, φαγητό παραδοσιακά φτιαγμένο από τα πιο αγνά υλικά του πλανήτη και ανθρώπους τόσο ανοιχτούς, χαρούμενους και φιλικούς, όπου ανάμεσα τους θα γνώριζα τον καλοκαιρινό έρωτα, τη γυναίκα που έμελλε έπειτα από χρόνια να γίνει η μάνα των παιδιών μου και στο τέλος να ανοίξουμε τη δική μας επιχείρηση στη Μάνη, αφήνοντας για πάντα πίσω μου τη ζωή στην Αυστραλία.
- Μπαμπά, πότε θα–
- Καλημέρα σας! Καλώς ήρθατε στην Ελλάδα!
- Μη του δίνεις σημασία, φιλαράκι!
- Συμπεριφορά.
- Το ’πιασες;