Την Παρασκευή 9/05 στο Θέατρο Φούρνος παρακολούθησα την παράσταση «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;», σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη και ερμηνεία Δέσποινας Σαραφείδου.
Μια δυνατή παράσταση που θέλεις να τη συζητήσεις για να μπορέσεις να την χωνέψεις (ό,τι πρέπει για το αγαπημένο των θεατρανθρώπων «Να, εδώ, με τα παιδιά απ’ το θέατρο, τέλειωσε κι ήρθαμε να πιούμε μια μπίρα), αλλά αφού εγώ πήγα μόνη και δεν τη συζήτησα με κανέναν, ας προσπαθήσω να βάλω σε μια κάποια σειρά τις σκέψεις μου, για να σας γίνει σαφές για ποιο λόγο την προτείνω θερμά, θερμότατα.
Εν αρχή ην ο Λόγος. Και ήταν του Δημητρίου.
Από τότε που διάβασα Τα Οπωροφόρα της Αθήνας, ήξερα ότι εμένα ο Σωτήρης Δημητρίου μου πάει. Ύστερα με βρήκε Η φλέβα του λαιμού κι αργότερα το Ένα παιδί απ’ τη Θεσσαλονίκη. Δε χορταίνω να τον διαβάζω. Μου θυμίζει ξεχασμένες λέξεις. Αγαπώ τη γλώσσα του, τη ντοπιολαλιά που κρατά ζωντανή, την αμεσότητα και την προφορικότητά του, αλλά πάνω απ’ όλα, αγαπώ αυτή την ικανότητά του να μιλά για τα πιο σκοτεινά, τα πιο μύχια, με τρυφερότητα και με (Ηπειρώτικη; Ή μήπως δεν έχει σχέση;) λιτότητα. Η ανθρώπινη σκληρότητα γυμνή και ατόφια. Η νίκη των ενστίκτων, η συντριβή η αναπόφευκτη.
Οι πέντε σύντομες ιστορίες που απαρτίζουν το «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;» (Ντιάλιθ’ιμ, Χριστάκη, Βαλέρια, Η φλέβα του λαιμού, Γλύκα στο στόμα, Κάι, κάι, θεούλη μου) είναι αλιευμένες από τρεις διαφορετικές συλλογές διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου. Σε όλες παρατηρώ για άλλη μια φορά τη μαεστρία ενός από τους σπουδαιότερους διηγηματογράφους των καιρών μας, να «κλέβει» μερικά από τα πιο σκληρά κι αληθινά κομμάτια του κόσμου μας και να τα ανασυνθέτει ποιητικά και με φως μέσα από ήρωες που πάσχουν, που την έχουν πατήσει (και λίγα λέω), που ζουν ξεχασμένοι, τραυματισμένοι, που ζουν μοναχικά στην πόλη ή στην επαρχία, που βασανίζουν και βασανίζονται και πού και πού ελπίζουν.
Τα διηγήματά του είναι ευρύχωρα, τόσο ώστε να χωράνε ολόκληρες ψυχές, να αναδύονται οι ήρωες ανάγλυφοι, με την τρυφερότητά τους, το πένθος, το μεγαλείο, τους πόθους τους. Κι εκείνος απέναντί τους μετρημένος και απόλυτα ειλικρινής. Τι ωραίο να έχεις να φέρεις επί σκηνής μια γραφή τόσο αληθινή και τολμηρή. Μέσα σε όλους τους χαρακτήρες καθρεφτίζεται ο κόσμος μας κι εμείς και δαβάζοντάς τα (ή βλέποντας την παράσταση) θυμόμαστε σε πόσα κομμάτια είμαστε σπασμένοι και πόσο περίπλοκοι είμαστε και πόση κτηνωδία ακόμα χωράει σ’ αυτούς τους τόπους και πόσο πονάμε και πόσο αποκρουστικοί μπορούμε να γίνουμε και πόσο πάθος – μα πόσο πάθος! – χωράνε μέσα μας. Εγώ, προσωπικά, σε κάτι τέτοια κείμενα μπορώ να βρω παρηγοριά.
Οδύνες, κακοποιήσεις ανθρώπων και ζώων, έρωτες, αιμομιξίες, μυρωδιά θανάτου, πορνεία στη Συγγρού, λαγνεία, μητρότητα. Μην περιμένετε αστεράκια και πυγολαμπίδες. Εδώ το φως καίει. Σωτήρης Δημητρίου είναι αυτός. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από την πρώτη από τις 5 ιστορίες της φοράδας, για να πάρετε μια γεύση από την πεντανόστιμη γλώσσα του.
“Από ’να πείσμα την πήρε. Δεν τον πολυένοιαζε, μα πέσαν να τον φάνε οι δικοί του. «Καλά, το ’χασες τελείως; Να μπάσουμε σπίτι μας την Αρβανίτω, την τέτοια, την πάντοια;»Ιδίως οι αδερφές του ήταν κατηγορηματικές:«Σπίτι μας δεν μπαίνει η παλιοσκιπιτάρ».Βέβαια, πιο πολύ απ’ τη φυλετική της ιδιότητα τις πείραζε που, όταν έμπαινε στο φούρνο τους, σαν κάτι να ομόρφαινε. Στο φούρνο λοιπόν τη γνώρισε. Γερή, νοστιμούλα – ε, θεόφτωχη ήταν μα τα ’χε περασμένα κι αυτός τα τριάντα πέντε. Δεν μπήκε σε οικογένεια η κοπέλα, μπήκε σε φιδοφωλιά. Μούτρα, μισόλογα, ξεθέωμα στις δουλειές, κι ό άντρας έκανε το πείσμα αδιαφορία. Βολεύτηκε. Τέρμα. «Και να τ’ αφήσεις αυτά τα μιρ και τα μιρ. Δεν είναι Αρβανιτιά εδώ. Μπήκες σε σπίτι ρύζι καρολίνα. Τ’ άκουσες; Σε κάναμε άνθρωπο.»”
Δημητρίου, Σωτήρης, «Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη», Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη, «Ύψιλον», 1987, «Κέδρος», 1990, δ΄ έκδοση 1995.
Κεντητά
Εκτιμώ βαθιά τον Δαμιανό Κωνσταντινίδη. Τον ακολουθώ στα περισσότερα βήματά του και είναι ίσως ο μόνος σκηνοθέτης του οποίου θα πρότεινα παράσταση χωρίς καν να την έχω δει (αυτήν την είδα, μην ταράζεστε). Με ενθουσιάζει που κάθε φορά επιλέγει κάτι εντελώς διαφορετικό. Περνάς το κατώφλι ενός θεάτρου (ή κι ενός λεωφορείου) που τον φιλοξενεί και ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει. Kinder έκπληξη. Δεν περιορίζεται σε μανιέρες κι αυτό τον καθιστά μοναδικό.
Αστείρευτος ιδεών κι ενέργειας, ο Δαμιανός δουλεύει ασταμάτητα και πρώτα και πάνω από όλα με το κείμενο και με τον ηθοποιό. Σε μια εποχή που τα εικαστικά κατασκευάσματα αυξάνονται και πληθύνονται (και αφήνουν συχνά τις λέξεις και τη δύναμή τους αλλά και τις ερμηνείες σε τριτοδεύτερο πλάνο), ο Δαμιανός δουλεύει τον ηθοποιό – τον λόγο, το σώμα, το μυαλό του. Master of puppets, σας λέω, με την καλύτερη δυνατή έννοια. Έτσι κι εδώ. Δεν επιβάλλει την προσωπική του ατζέντα πάνω στο έργο· το σκαλίζει, προσπαθεί να το καταλάβει σε βάθος, βρίσκει τα σημεία που τον αφορούν κι ύστερα το δίνει στον ηθοποιό, τον καθοδηγεί και τα αφήνει όλα να αναπνεύσουν καλά καλά πάνω στη σκηνή. Σίγουρος, γνώστης, με γκάζια, με χάρισμα και με ένα χιούμορ πονηρό, πνευματώδες, σαρκαστικό. Δεν έχει καμία ανάγκη να σκαρφιστεί εντυπωσιακά τεχνάσματα (αν και μπορεί), δεν προσπαθεί να αποδείξει τίποτα. Είναι. Και κεντάει. Το ταίριασμά του (της μεθόδου του και της αισθητικής του) με τα κείμενα του Δημητρίου είναι τουλάχιστον ιδανικό. Η «χαλαρή σύνδεση» των κειμένων δεν οδηγεί σε αποσπασματικότητα, αλλά σε μια ρέουσα συγκίνηση, που έρχεται και φεύγει και παρασύρει κι εμάς μαζί, μέχρι η ίδια η κατακλείδα του κειμένου να μας δώσει όλο το νόημα και να καταλάβουμε τον λόγο που επιλέχθηκαν αυτά τα πέντε διηγήματα κι όχι κάποια άλλα. Κάι Κάι Θεούλη μου.
Δουλεύει ξανά, μετά από χρόνια, με τη Δέσποινα Σαραφείδου, την καθοδηγεί να ενδυθεί και να απεκδυθεί 5 διαφορετικές ηρωίδες, μάνες, ερωμένες, πόρνες και να αποδώσει στο μέγιστο τις λεπτές αποχρώσεις του κάθε μονολόγου. Το αποτέλεσμα εγώ το βρήκα καθηλωτικό.
Απόσπασμα από το σκηνοθετικό σημείωμα: Πλάσματα, άνθρωποι, ζώα, αδιακρίτως φύλου, βασανισμένα, βασανίζοντα, πιασμένα όλα στο δόκανο ενός ανελέητου θεού, παλεύοντας απελπισμένα να ξεφύγουν, εξεγερμένα ή ικετεύοντας μάταια οίκτο, ή, σπανιότερα, κερδίζοντας με κόπο μια στιγμή γαλήνης ή, ακόμη-ακόμη, μιαν ελευθερία μέσα από τη συντριβή.
Και στο κέντρο…
Η Δέσποινα Σαραφείδου, έτσι κι αλλιώς, εκτός από εύστοχη και εύπλαστη και ευμετάβλητη (και πολλά ακόμα όμορφα που αρχίζουν από «ευ…») ξέρει καλύτερα από όλους μας να αφήνει τους χαρακτήρες που υποδύεται να την κατακλύσουν. Από την πρώτη στιγμή που μπαίνουμε στην οικεία σκηνή του Φούρνου (αλλιώτικη πια απ’ το όμορφο και λιτό σκηνικό της Μαρίας Καραθάνου –και εμπνευσμένο από πίνακες του Γιώργου Ρόρρη– με τον χαρακτηριστικό πίσω τοίχο καλυμμένο) και τη βρίσκουμε επί σκηνής, είναι ταυτόχρονα αφηγήτρια και χαρακτήρας, συνδέεται μαζί μας με το βλέμμα (που μας διαπερνά σχεδόν), δεν αφήνει ούτε λέξη του κειμένου να χαθεί· όλες πρέπει να ακουστούν. Τι ξεκούραστο να παρακολουθείς μια ερμηνεία τόσο καλοζυγισμένη ανάμεσα στο πάθος και το κράτημα. Την βλέπουμε να αλλάζει «σχήμα», φωνή και αμφίεση και να γίνεται από γυναίκα που θρηνεί το παιδί της, φτωχοπουτάνα της Συγγρού που εκδίδει τον γιο της κι ύστερα η χήρα στο νεκροταφείο που ποθεί ξανά και ύστερα ο βασανιστής ζώων σε κάποιο στρατόπεδο της επαρχίας. Κι όλα γίνονται αβίαστα και μαγικά, με θεατρική ειλικρίνεια. Τις εκφράσεις της, τις κινήσεις της, ολόκληρη αυτήν την ερμηνεία, θα την κρατάω μαζί μου για καιρό.
Πληροφορίες
Ημέρες και ώρες παραστάσεων
8 – 30 Μαΐου2025
Για 8 μόνο παραστάσεις
Πέμπτη και Παρασκευή στις 21:00
Εισιτήρια:
12 ευρώ (κανονικό), 10 ευρώ (φοιτητικό, άνω των 65, ανέργων, ΑΜΕΑ, ομαδικά άνω των 6 ατόμων),5 ευρώ (ατέλειες)
Προσφορά προπώλησης για αγορές έως 2/5: 10 ευρώ
Link αγοράς εισιτηρίων: https://www.more.com/gr-el/tickets/theater/tyfli-tyfli-forada-pou-pas
Κρατήσεις: Τηλ. 210 6460748 και στη more.com
Θέατρο Φούρνος
Μαυρομιχάλη 168, 114 72 Αθήνα