Μια φορά κι έναν καιρό που δεν ήταν μήτε ο δικός μας μα μήτε και όσων άκουσαν πριν από μας τούτη την ιστορία, ήταν σε έναν τόπο μακρινό στα μέρη της Ανατολής, μια πολιτεία.
Όπως σε κάθε τόπο έτσι και σε κείνη την πολιτεία μπορούσε κανείς να συναντήσει κόσμο και κοσμάκη: Άλλους ανθρώπους ξακουστούς για την τέχνη και τη μαστοριά που κουβαλούσαν απ’ τους παππούδες και τους πατεράδες τους κι άλλους που τα φερσίματά τους γίνονταν βούκινο απ’ άκρη σ’ άκρη και κουβεντιάζονταν στα σοκάκια και στις πλατείες, στις αυλές μα και σε κάμαρες κλειστές.
Λένε τώρα οι ιστορίες των παλιών πως ανάμεσα σε κείνη τη θάλασσα των ανθρώπων ήταν και ένας άνθρωπος σοφός.
Τα λόγια του πάντα τα μετρούσε, μιλούσε μονάχα όταν έπρεπε και οι κουβέντες του είχαν το βάρος μιας πέτρας που μια παλάμη μοναχή δεν μπορεί να την βαστάξει, μα και την αξία που κουβαλά πετράδι κρυμμένο μέσα σε θησαυρό που πρέπει να κουραστείς πολύ για να τον βρεις. Μα τον ξέρανε όλοι καλά τον λόγο που λέει πως «Κανένας προφήτης στο δικό του τόπο δε φτουράει…» κι ο κόσμος ο πολύς δεν ήθελε τα βλαστάρια του μαζί του να ανθίσουν μα μονάχα οι λίγοι κι οι καλοί.
Μια μέρα ένας από τους λίγους μαθητάδες του κίνησε απ’ την άκρη της πόλης να πάει να βρει το δάσκαλό του. Πήρε το σοκάκι, άφησε πίσω του τη γειτονιά του, περπάτησε κάμποσο και βρέθηκε μες στο δρόμο που διαβαίνουν οι πολλοί. Έτσι όπως πήγαινε, έτυχε να περάσει μπροστά από έναν καφενέ. Κόσμος μαζεμένος πολύς, άλλοι να κουβεντιάζουν κι άλλοι να μαλώνουν μεταξύ τους με τα λόγια κι άλλοι πάλι να πίνουνε τσάγια και καφέδες βρασμένους στη χόβολη.
Μερικοί παραδίπλα κάπνιζαν τον ναργιλέ τους κι αναμετριόνταν με τα καμώματα της μοίρας της δικής τους. Ο μαθητής γυρίζει και βλέπει τότε ανάμεσα στους άντρες, έναν θειό του. Περπάτησε ανάμεσα στα τραπέζια τα κοντά και τους χαμηλούς σοφράδες και στάθηκε σιμά του να τον καλημερίσει. Την ώρα που ο θειός του τού έκανε νόημα να κάτσει, φτάνουν στ’ αυτιά του κουβέντες από μια παρέα πιο δίπλα.
Μίλαγαν τούτοι δω με τις χειρότερες κουβέντες για έναν γέροντα . Το παλικάρι τα χρειάστηκε, γιατί λένε, πως κατάλαβε ποιος ήτανε του λόγου του αυτός που έπιανε στο στόμα της κείνη η παρέα. Χαιρετά βιαστικά τον θειό του και τρέχει μέσα σε αναστάτωση μεγάλη να βρει το δάσκαλό του.
Λένε πως τον είδε ο γέροντας να σιμώνει αλαφιασμένος, με τα μούτρα του κόκκινα και τους ώμους γερμένους προς τα μπρος, μα πριν προλάβει να του μιλήσει ακούστηκε η φωνή του μαθητή: «Δάσκαλε, δάσκαλε! Πού να στα λέω! Μακάρι να μην άκουγα…» Ο δάσκαλος αποκρίνεται: «Μίλα καθαρά και δεν καταλαβαίνω…» «Να… δάσκαλε, ήρθα να σου πω κατιτίς που πρέπει οπωσδήποτε ν’ ακούσεις!
Κάποιοι λέγανε για σένα πράγματα της ντροπής…» Ο γέροντας, που είχε πάντα έναν καλό λόγο για όλους, κατάλαβε και του λέει: «Άκου, παιδί μου… Στα αυτιά των ανθρώπων θα φτάνουν κάθε μέρα λόγια πολλά, άλλες φορές αλαφριά κι άλλες ασήκωτα.
Μα θαρρώ πως είναι ανάγκη πριν πάρεις την απόφαση να μιλήσεις, να περνάς τις κουβέντες που θα ξεστομίζεις από τρία κόσκινα…» «Δάσκαλε, δε σε καταλαβαίνω» λέει ο μαθητής. «Άκου, λοιπόν. Το πρώτο κόσκινο είναι τούτο της Αλήθειας. Είσαι σίγουρος πως αυτό που θέλεις να μου πεις είναι αλήθεια;» αποκρίνεται ο δάσκαλος.
Το παλικάρι τα χρειάστηκε, απόμεινε για λίγο δίχως να μιλά κι ύστερα λέει: «Δάσκαλε, δεν ξέρω αν αυτά που θέλω να σου πω, είναι αλήθεια. Άκουσα να τα λένε κάποιοι σε μια παρέα…» Ο γέροντας αποκρίνεται: «Άρα δε είναι και τόσο σημαντικό. Το δεύτερο κόσκινο είναι τούτο της καλοσύνης.
Αυτό που θέλεις να μου πεις, θα κάνει καλό σε κάποιον ή όχι;» Τα μάτια του μαθητή αστράψανε και απαντά: «Όσο γι’ αυτό δάσκαλε, θαρρώ πώς όσα έφτασαν στ’ αυτιά μου μόνο καλό δεν κάνουν…» «Α, άρα δεν είναι και τόσο σημαντικό αυτό που θες να ξεστομίσεις. Άκου τώρα, παιδί μου: Το τρίτο και τελευταίο κόσκινο είναι τούτο της ανάγκης. Είναι ανάγκη να μάθω τούτο που θέλεις να ακουστεί; Εμένα μου χρειάζεται;» λέει ξανά ο σοφός. Ο μαθητής αποκρίνεται: «Πιστεύω, δάσκαλε, πως δεν είναι ανάγκη, μήτε το χρειάζεσαι διόλου!»
«Μα, τότε, αν όλα τούτα που ερχόσουνα να μου πεις, μήτε είναι αλήθεια, μήτε είναι για καλό μα μήτε και τα ΄χει κανένας μας ανάγκη, τότε γιατί να χάνουμε την ώρα μας; Ας τ’ αφήσουμε στην άκρη κι ας μιλήσουμε για κάτι που να είναι πραγματικά σημαντικό. Πάμε να πούμε καμιά ιστορία απ’ αυτές που τις κουβάλησε ο χρόνος στο πέρασμα των καιρών…
ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
http://stonparamythiontastavrodromia.blogspot.com
http://paramythiakaimythoitoukentavrou.blogspot.com
http://storytellingfestathens.blogspot.com
http://fb Dimitris Prousalis