Πριν αρχίσω τη συνειρμικά ανορίωτη σκέψη που με οδήγησε στη συγγραφή αυτών των 575 λέξεων, οφείλω να εξηγήσω κάτι για όσους δεν γνωρίζουν. Λίγη υπομονή και θα φτάσω στο θέμα μας.
Υπάρχουν, βλέπετε, αυτές οι διεθνείς εταιρείες μεσιτικών υπηρεσιών –με μεγάλα λογότυπα και glossy φυλλάδια– που ειδικεύονται στην αγοραπωλησία και στην ενοικίαση πολυτελών ακινήτων. Και όχι, δεν είναι πια μακριά μας· έχουν εγκατασταθεί για τα καλά και στην ταπεινή, πολύπαθη Αθηνούλα που έχει περάσει από σαράντα κύματα – οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά. Σ’ αυτή την Αθήνα, λοιπόν, οι φίρμες του real estate κάνουν κάτι πολύ έξυπνο – ή πολύ κυνικό, αναλόγως πώς το βλέπει κανείς: αγοράζουν παλιά διαμερίσματα σε «παραδοσιακές» γειτονιές, τα ανακαινίζουν, τα «μεταμορφώνουν» και μετά τα πουλάνε λες και πρόκειται για μονοκατοικίες στο Μαλιμπού, πάνω στο κύμα. Οι πελάτες τους; Συνήθως ξένοι ή επενδυτές του Airbnb.
Μία εξ αυτών των εταιρειών –δεν λέω όνομα– εμφανίστηκε σήμερα στην πολυκατοικία μου, στην Κυψέλη. Άφησε φακέλους στην είσοδο. Έμεινα να χαζεύω τον πάκο – δέκα φάκελοι, ακριβώς όσοι και τα κουδούνια.
Θεωρητικά, δεν έχω λόγο να ταράζομαι. Νοικάρισσα είμαι. Δεν μου ανήκει τίποτα. Κι όμως, εδώ έρχεται το μεγάλο «αλλά».
Ζω 36 χρόνια στην Κυψέλη. Κι όσο κι αν ακούγεται γραφικό, την αγάπησα αυτή τη γειτονιά γιατί μεγάλωσα μαζί της. Οι άνθρωποί της, οι μυρωδιές από τους φούρνους, οι γιαγιάδες στα μπαλκόνια που λένε ακόμη «καλημέρα», τα τρόλεϊ που σε πάνε παντού, οι αιωνόβιες καφετέριες, οι ταβέρνες, τα μίνι μάρκετ που ξεχνάς τα κλειδιά σου και σου τα φέρνουν σπίτι γιατί ξέρουν πού μένεις. Αλλά και τα κακά της τα συνήθισα και δεν τα βλέπω πια. Οι ίδιες πολυκατοικίες συγκεκριμένων δεκαετιών που αρχίζουν να καταρρέουν φάνταζαν κουλ, η έλλειψη πάρκινγκ αστεία, η έλλειψη πράσινου “urbanism”, η έλλειψη (πολυεπίπεδης) ανοιχτωσιάς γραφικότητα.
Όμως μαζί με μένα, μεγάλωσε και η Κυψέλη. Ήρθαν στην αρχή ειρηνικά τα μοδάτα μπαράκια, κουμπώνοντας πάνω στον χαρακτήρα της γειτονιάς. Ξαναγύρισε το hype των ’70s, χωρίς όμως να αλλάξει ουσιαστικά κάτι από τα στραβά. Αντιθέτως, αυξηθήκαμε κατά πολύ, αφού αυτό το hype πουλήθηκε αρκούντως στους Ευρωπαίους που κατέφθασαν –κι αυτοί αρχικά ειρηνικά– να νοικιάσουν όλοι μαζί ένα εκλεκτόν νεοκλασικόν
Κι ύστερα ήρθαν οι φάκελοι. Αυτοί οι καλογυαλισμένοι, κομψά διπλωμένοι φάκελοι που μυρίζουν ανακαίνιση, ξενόγλωσσα συμβόλαια και φιλικά χαμόγελα που σου λένε έμμεσα: «Εσύ δεν ανήκεις πια εδώ». Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, αλλά η γειτονιά μου γίνεται προϊοντικό πακέτο. Και η έννοια του «ανήκειν» χάνεται κάτω από στρώσεις σοβά και φανταχτερά πλακάκια μπάνιου.
Δεν γράφω από θυμό. Ίσως από μια προσπάθεια κατανόησης. Να εξηγήσω γιατί αυτός ο φάκελος με τάραξε τόσο. Ίσως γιατί μου θύμισε ότι ακόμη και τα μέρη που αγαπάς δεν είναι άτρωτα. Ότι, όπως και οι άνθρωποι, έτσι και οι γειτονιές αλλάζουν, πωλούνται, αγοράζονται, ξεχνιούνται. Κι εσύ μένεις να κοιτάς και να σκέφτεσαι: Πόσο κάνει, τελικά, ένα σπίτι; Πόσο κοστίζει μια μνήμη; Πόσο αξίζει μια ζωή σε μια πολυκατοικία με ξεχαρβαλωμένο ασανσέρ και κουβέντες από μπαλκόνι σε μπαλκόνι;
Όσο τα ξαναδιαβάζω, μου δημιουργούνται δύο εικόνες στο μυαλό μου ταυτοχρόνως. Οι μεσιτικές εταιρείες έχουν ως στόχο να κάνουν τις πολυκατοικίες «στολίδια» για την ανοικοδόμηση μιας νέας γειτονιάς με λιγότερα προβλήματα.
Κι εγώ ως μία άλλη μπούμερ, αναμασώ την παλιά εκείνη ελληνική ταινία (Τέντι Μπόι αγάπη μου), που ξεκινούσε με τον αφηγητή να λέει: «Τα χαμηλά σπιτάκια δίνουν τη θέση τους σε νέες πολυόροφες πολυκατοικίες – και δώσε εκσκαφείς, δώσε μπουλντόζες». Ο Νικήτας Πλατής δεν ήθελε να δώσει το μικρό του χρωματοπωλείο, ενώ ο τέντι μπόι Βουτσάς ήθελε το διαμερισματάκι του.
Και τώρα εγώ ρωτώ: Με ποια πλευρά να πάω;