Μετρώντας πάνω από δύο δεκαετίες στη σκηνή, Μανώλης Ολαγίνκα Αφολάνιο, γνωστός και ως MC Yinka, δεν είναι απλώς ένας rapper. Είναι performer, μπασίστας, τραγουδοποιός, ηθοποιός, δάσκαλος φωνητικής και μια από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες της αθηναϊκής μουσικής κοινότητας.
Από τα πρώτα του βήματα με τους Urban Links και την «Αδιάσπαστη Ουσία» στα τέλη των ’90s, μέχρι τη συμμετοχή του σε πλήθος σχημάτων και projects που κινούνταν ανάμεσα στο dub, το funk, το hip hop και την world μουσική, η διαδρομή του είναι γεμάτη πειραματισμούς και τολμηρές καλλιτεχνικές στροφές.
Το «Diving» είναι ίσως η πιο εσωτερική του κατάθεση μέχρι σήμερα, μια επιστροφή στις ρίζες και μια νέα αναζήτηση ήχων και συνεργασιών. Με αφορμή την παρουσίαση του δίσκου στο Piraeus Club Academy, το Σάββατο 17 Μαΐου, συναντηθήκαμε με τον Yinka για να μιλήσουμε για τις γειτονιές που τον μεγάλωσαν, τις κοινότητες που τον ενέπνευσαν, και τον αδιάκοπο παλμό που συνεχίζει να κινεί την κάθε του δημιουργία.
Από τα Πατήσια και την Κυψέλη μέχρι τα drum & bass parties και τη σκηνή του grime και του UK garage, πώς διαμόρφωσαν οι γειτονιές της Αθήνας και η bass κουλτούρα την καλλιτεχνική σου ταυτότητα; Τι είναι αυτό που κρατά αυτόν τον παλμό ζωντανό μέσα σου όλα αυτά τα χρόνια;
Ως παιδί του κέντρου, μεγαλωμένος στα Πατήσια, στην Κυψέλη και γενικότερα στους δρόμους της Αθήνας, κουβαλάω μέσα μου τον παλμό αυτής της πόλης. Αυτός ο παλμός παραμένει ζωντανός μέσα από τη διαρκή αναζήτηση νέων τρόπων έκφρασης. Ίσως γι’ αυτό όλα αυτά τα χρόνια καταπιάστηκα με πολλά διαφορετικά μουσικά στυλ — από τα Drum’n’Bass parties μέχρι το Hip Hop και άλλα.
Ήταν πάντα αυτή η αίσθηση πως υπάρχει κάτι εκεί έξω που με εκφράζει βαθύτερα, κάτι που ταιριάζει με το ποιος είμαι, τόσο ως άνθρωπος όσο και ως καλλιτέχνης. Αυτή η δίψα δεν έσβησε ποτέ. Συνεχίζω να τη νιώθω να ρέει μέσα μου, σε κάθε μου project, σε κάθε δημιουργία. Θέλω ο παλμός αυτός να υπάρχει πάντα — να κινεί, να εμπνέει, να προκαλεί.
Η διαδικασία της δημιουργίας όλα αυτά τα χρόνια ήταν για μένα μια συνεχής έρευνα, μια αναζήτηση που κρύβει μέσα της το ξάφνιασμα και την έκπληξη. Και στο κέντρο όλων αυτών βρίσκεται πάντα η αγνή, αληθινή αγάπη για τη μουσική.
Όσον αφορά τις γειτονιές και τον ρόλο που έπαιξαν στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής μου ταυτότητας, ο καθοριστικός παράγοντας ήταν τα στέκια. Εκείνα τα σημεία όπου άραζα, όπου ακουγόταν η μουσική που με ενέπνεε και με εξέφραζε. Τα parties σε μπάρες όπως το BIOS, τα υπόγεια, τα γκαράζ, τα αυτοσχέδια events, τα φεστιβάλ — είτε ήταν graffiti φεστιβάλ, είτε μουσικά — όλα αυτά έγιναν μέσα στο κέντρο και γύρω από’ αυτό.
Ήταν τα σημεία συνάντησης, οι κοινότητες, οι παρέες, που με καθόρισαν σαν καλλιτέχνη. Οι στιγμές εκείνες έχουν χαραχτεί βαθιά μέσα μου και τις κουβαλάω σαν φυλαχτό. Αναμνήσεις που με ακολουθούν και που, κατά καιρούς, ξαναζωντανεύουν μέσα από έναν στίχο, έναν ήχο, μια ατμόσφαιρα που μου θυμίζει εκείνες τις αυθεντικές, αυθόρμητες στιγμές δημιουργίας και σύνδεσης.
Αν έπρεπε να εξηγήσεις σε έναν πιτσιρικά τι είναι Bass Culture, τι θα του έλεγες;
Ως σκηνή έχει επηρεάσει βαθιά και έχει τις ρίζες της στην τζαμαϊκανή μουσική. Ξεκινώντας από την πρώτη αυθεντική reggae, τη dancehall και το rub-a-dub, αυτή η μουσική κουλτούρα γέννησε πλήθος από άλλα στυλ — όπως το jungle, το dubstep, το hip-hop, το ethnic-dub και φυσικά το ίδιο το dub, και πλέον έχει εξελιχθεί σε παγκόσμια γλώσσα. Αυτή είναι η bass culture. Μια κουλτούρα που χτίζεται πάνω στον ήχο του μπάσου, γιατί η reggae — στη ρίζα της — είναι μια μουσική που οδηγείται από το μπάσο. Από εκεί ξεπήδησαν ήχοι και στυλ όπως το grime, το UK garage και άλλα, όλα κομμάτια ενός πολιτισμικού ρεύματος που ξεκίνησε από τα sound systems της Τζαμάικα.
Τα sound systems αυτά δεν ήταν απλώς ηχεία — ήταν κοινότητες. Έστηναν parties σε σπίτια, σε δρόμους, σε γειτονιές, και συχνά συμμετείχαν σε “clash”, μουσικές αναμετρήσεις για το ποιο έχει τον πιο δυνατό ήχο, το καλύτερο riddim, τον πιο φρέσκο δίσκο. Έτσι γεννήθηκε μια ζωντανή παράδοση, ένα δημιουργικό clash και μια αγάπη για τον ήχο που εξελίσσεται και διαδίδεται.
Η bass culture είναι παγκόσμια πια, “μολυσμένη” — με την καλύτερη έννοια — από την dub και την reggae. Έχει αγκαλιάσει και έχει αναμειχθεί με τοπικούς ήχους σε κάθε γωνιά του κόσμου, κι αυτό είναι που την κρατάει ζωντανή, εξελισσόμενη και πάντα επίκαιρη.
Το «Diving» μοιάζει με μια προσωπική βουτιά στο παρελθόν και το μέλλον της bass κουλτούρας. Ποια ήταν εκείνη η στιγμή που ένιωσες πως ήρθε η ώρα να δώσεις φωνή σε αυτή την ιστορία και γιατί τώρα;
Πάντα υπήρχε μέσα μου αυτή η ανάγκη, αυτή η φωτιά, που περίμενε να ζωπυρωθεί και να βγει αυτός ο ήχος. Εδώ και χρόνια είμαι μέρος της σκηνής — από τα Jungle Party μέχρι τα Dubstep — μέσα στον ηλεκτρονικό ήχο. Οπότε, μέσα στα χρόνια, άρχισε να γεννιέται η ανάγκη να εκφραστώ και με άλλο τρόπο. Το ένα κομμάτι έφερε το άλλο, με φυσικό και οργανικό ρυθμό, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο timeline.
Ξεκίνησε από ένα πρώτο κομμάτι, μετά ήρθε κι άλλο, και μέσα στην καραντίνα γράφτηκαν τρία-τέσσερα ακόμη. Στη συνέχεια ηχογράφησα κι άλλα, και έτσι δημιουργήθηκε αυτή η ενότητα που ονομάζεται Diving. Είναι, ουσιαστικά, ένα tribute σε αυτόν τον ήχο — αλλά και ένας προσωπικός μου πόθος που με συντρόφευε όλα αυτά τα χρόνια: να βγάλω ένα ηλεκτρονικό άλμπουμ, με αγγλικό στίχο, που θα μεταφέρει στον κόσμο και αυτή την πλευρά μου.
Για μένα ήταν αυτονόητο ότι αυτός ο ήχος είναι κομμάτι της ταυτότητάς μου. Όμως ο κόσμος δεν με γνώριζε μέσα από αυτό· με ήξερε μόνο μέσα από τα lives και τα parties. Με το Diving, δίνω φωνή σε κάτι που υπήρχε πάντα — απλώς τώρα βρήκε τον χώρο και τον χρόνο να εκφραστεί.
Οι συνεργασίες στο Diving είναι πολλές και διαφορετικές. Booker, GHETTO ROCK, Digital Monk, AJ_808, Cron, wosui, Gio Melody, VoxPopuli. Πώς καταφέρνεις να κρατάς ενιαίο το όραμά σου μέσα σε αυτό το μωσαϊκό από παραγωγούς και ήχους;
Σε αυτή την περίπτωση, βλέπω τον εαυτό μου και σαν curator. Ήθελα να προκύψει μια ενιαία αισθητική μέσα από τον δίσκο. Κάθε παραγωγός που συμμετείχε έδωσε τη δική του έκφανση στον ήχο, υπηρετώντας όμως ένα κοινό όραμα. Δεν ήταν ότι “τους διάλεξα” με κάποιο στρατηγικό τρόπο — το πράγμα κύλησε πολύ φυσικά.
Το ένα κομμάτι έφερε το άλλο. Το πρώτο γράφτηκε φέτος, το επόμενο γεννήθηκε τρία-τέσσερα χρόνια μετά, κι ένα ακόμη ήρθε δυο χρόνια αργότερα. Κάπως έτσι, βήμα-βήμα, χωρίς πίεση, δημιουργήθηκε αυτό το σύνολο — αυτός ο δίσκος.
Πάντα είχα στο μυαλό μου τις μουσικές που αγαπάω βαθιά: τη grime, τη bass, το dubstep, το jungle, τα breaks — όλο αυτό το φάσμα της χορευτικής μουσικής με αυτό το ιδιαίτερο ηχόχρωμα.
Σε αυτόν τον δίσκο μοιάζει να πειραματίζεσαι και με τη φωνή σου ως όργανο, αλλά και με το flow σου. Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στη φωνητική σου έκφραση εδώ;
Η μεγαλύτερη πρόκληση σε αυτά τα κομμάτια ήταν να ενσωματώσω στοιχεία που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα για αυτό το είδος μουσικής. Ήθελα να δοκιμάσω soul περάσματα, reggae, ακόμα και τραγουδιστικά μέρη — αλλά με τρόπο που να μη φαίνονται “ξένα”, να δένουν οργανικά με τον ήχο του κάθε track, να μπαίνουν μέσα στο mix, όπως λέμε.
Αυτό έγινε κυρίως μέσα από τζαμάρισμα, freestyle πάνω σε beats, αφήνοντας χώρο για μελωδικές και ρυθμικές ιδέες. Το να γράφεις στίχο έτσι, σου φέρνει ρυθμικά patterns που μπορεί να μην έχεις χρησιμοποιήσει ξανά. Ίσως άκουσα κάτι από κάποιον MC που μου έμεινε, και θέλησα να το μεταφέρω με τον δικό μου τρόπο, δίνοντας του μια άλλη διάσταση.
Ήταν σίγουρα μια πρόκληση, αλλά το αποτέλεσμα με ικανοποιεί. Δοκίμασα πράγματα που δεν είχα ξανακάνει — και αυτό είναι κάτι που θα συνεχίσω να κάνω σε κάθε project μου.
Έχεις υπάρξει μπασίστας, MC, performer, ηθοποιός, vocal coach… Πώς όλα αυτά τα “πρόσωπα” συνομιλούν μεταξύ τους στον «Yinka» του σήμερα;
Όλα αυτά, θεωρώ, λειτουργούν υπό τη σκεπή της αφήγησης, του storytelling. Με όσα κάνω, θέλω να πω μια ιστορία — να βγάλω ένα vibe, να δημιουργήσω μια ατμόσφαιρα, να στήσω μια κατάσταση. Και αυτό γίνεται χρησιμοποιώντας όλα όσα έχω μαζέψει στην πορεία: τη μουσική, την επιθυμία να μάθω μπάσο, την ανάγκη να εκφραστώ μέσα από την υποκριτική.
Πάντα ένιωθα ότι, όσο γράφω και κάνω rap, ο λόγος μου μπορεί να σταθεί και σε άλλα πλαίσια — να λειτουργήσει μέσα σε ένα υποκριτικό περιβάλλον, ακόμα και σε ένα θεατρικό. Όλα αυτά έχουν ως οδηγό την αφήγηση· το να θέλεις να πεις κάτι, να χτίσεις μια συνθήκη, μια ατμόσφαιρα.
Και σίγουρα όλα αυτά, στα μελλοντικά projects, θα συνεχίσουν να συνομιλούν μεταξύ τους. Όχι με την κλασική έννοια του θεατρικού ρόλου, αλλά με μια θεατρικότητα στον λόγο. Με μια performance που μπορεί να φέρει το σώμα μέσα στην παράσταση — μέσα από το τραγούδι, τον χορό, την παρουσία. Και κάπως έτσι, υπάρχει μια έντονη συλλεκτικότητα στο performance και, γενικά, σε αυτό που θέλω να εκφράσω.
Η ελληνική rap/trap/hip hop σκηνή διανύει μια φάση έντονης προβολής και επιτυχίας. Κατά τη γνώμη σου, πρόκειται για μια ουσιαστική στιγμή ακμής με καλλιτεχνικό βάθος ή για ένα κύμα δημοφιλίας που ενδέχεται να ξεθωριάσει; Πιστεύεις πως αυτή η περίοδος θα μείνει ως ορόσημο στη σύγχρονη μουσική ιστορία της χώρας;
Θεωρώ ότι η ελληνική Rap, Trap, Hip-Hop σκηνή διανύει την καλύτερή της περίοδο. Πλέον είναι μια ολοκληρωμένη σκηνή, με τεράστια γκάμα και ποικιλία — τόσο σε ήχους όσο και σε στυλ. Από το πιο εμπορικό μέχρι το πιο underground, βλέπεις καλλιτέχνες με DIY προσέγγιση, που φτιάχνουν μόνοι τους τον ήχο και την εικόνα τους.
Οι promoters προέρχονται και οι ίδιοι από τη σκηνή — ήταν φανς ή ενεργά μέλη της κουλτούρας πριν μπουν στο οργανωτικό και διοικητικό κομμάτι. Πλέον τρέχουν τα lives, το promotion, το branding, το management. Είναι, ουσιαστικά, μια αυτοδημιούργητη σκηνή, η οποία έχει γίνει και πολύ προσοδοφόρα.
Βλέπεις καλλιτέχνες να γεμίζουν γήπεδα — και ζούμε φαινόμενα όπως ο Lex, που πάει να σπάσει κάθε ρεκόρ, ξεπερνώντας οποιονδήποτε καλλιτέχνη έχει περάσει από την ελληνική σκηνή. Ζούμε ιστορικές στιγμές — ίσως την πιο δυνατή φάση του hip-hop, του rap, αυτής της κουλτούρας, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά της.
Η μουσική που κάνεις έχει ρίζες σε κοινότητες που πάλευαν (και συνεχίζουν δυστυχώς ακόμα) με αποκλεισμό και αδικία. Στην Ελλάδα, νιώθεις ότι καταλαβαίνουμε στ’ αλήθεια τι σημαίνει αυτή η κουλτούρα ή την βλέπουμε μόνο σαν στυλ; Και για σένα, τι σημαίνει να εκπροσωπείς κάτι που είναι παραπάνω από μουσική;
Δεν μπορώ να πω ότι ο κάθε άνθρωπος που ακούει αυτή τη μουσική έχει άμεση επαφή με τις ρίζες της, αλλά σίγουρα μπορεί να καταλάβει ότι αυτή η μουσική εκφράζει το τώρα με άμεσο και αληθινό τρόπο. Άτομα, όπως στην περίπτωση μου, που προέρχονται από μεταναστευτική καταγωγή, μπορούν να επικοινωνήσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινότητά τους. Κάθε καλλιτέχνης, ανάλογα με το εύρος της επιρροής του, θα μεταφέρει το δικό του μήνυμα.
Για μένα, αυτό είναι καθήκον και ανάγκη. Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησα να γράφω μουσική, θεώρησα ότι είναι απαραίτητο να εκφράσω τα προβλήματα που βιώνω ως παιδί μεταναστών — ως άτομο που έχει δεχτεί τον αποκλεισμό από την πολιτεία, χωρίς πρόσβαση στην ελληνική ιθαγένεια για πολλά χρόνια. Αντιπροσωπεύω μια γενιά μεταναστών που παλεύει να βρει την ταυτότητά της και τη θέση της στην κοινωνία του 2025.
Αν σε ρωτούσαμε τι είναι το πιο απροσδόκητο πράγμα που θα μπορούσαμε να ακούσουμε από σένα στο μέλλον, τι θα μας έλεγες; Υπάρχει κάτι που ψήνεσαι να δοκιμάσεις και δεν το περιμένει κανείς;
Παλιά ελληνικά κομμάτια σε διασκευές, αλλά φωνητικές διασκευές. Τύπου σε soul, πιο funk, το Βρέχει στη Φτωχογειτονιά του Μπιθικώτση σε soul ενορχήστρωση και με ένα soul τρόπο τραγουδιστικό, που να παίζει λίγο με τη μελωδία, αλλά να την ελευθερώνει ιόλας.
Τι μπορεί να περιμένει το κοινό από το live της 17ης Μαΐου στο Piraeus Club Academy; Θα κινηθεί σε πιο club ρυθμούς ή θα έχει χαρακτήρα πιο τελετουργικό, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του άλμπουμ;
Αυτό που θα περιμένει ο κόσμος, να περιμένει είναι vibes.
Ωραία vibes. Ωραίος παλμός από τα παιδιά. Θα είναι ο dj booker, oi SKG’s Dub Alliance, VIKKIE x BLK CLD, που καθένας είναι πολύ φοβερός σε αυτό που κάνει.
To Diving έχει χορευτικό χαρακτήρα θέλω να έχει και το live αντίστοιχο χαρακτήρα, αλλά να υπάρχει και η τελετουργία (γελάει).