«Δεν υπάρχει τίποτα πιο αισιόδοξο, πιο ελπιδοφόρο,
από το να δημιουργείς κάτι όμορφο για την απελπισία ή μέσα από την απελπισία».
Σάρα Κέιν (3.2.1971-20.2.1999)
Σάρα, γλυκιά μου Σάρα,
Σε βλέπω να χορεύεις με το τούλι και τα πλεκτά πασούμια της μαμάς, και θυμάμαι τη μέρα που σου ’χωσα το πιρούνι στο μάτι. Η μαμά ταράχτηκε, εσύ μου έκλεισες τ’ άλλο μάτι, ευτυχώς δε με μπαγλάρωσαν
στη «Γαληνεμένη καρδιά». Όμως η κυρία Σέλεϊ εκεί ήταν καλή, κάναμε γυρίνους μπάρμπεκιου, αλλά ο Σαρλ ήταν μεγάλο αληταριό, θυμάσαι, ακόμη κι εκεί που πάει μόνος του ο βασιλιάς, εσένα σου ’χωνε καραμέλες.
Τα έργα σου, επίσης, παίζονται και ξεσαγονιάζονται στις αναλύσεις, αλήθεια τρελαίνομαι. (Θα τρελαθώ, εννοώ.) Τώρα είναι άνοιξη, μπλα-μπλα-μπλα.
Σε μισώ, σ’ αγαπώ, σε σκέφτομαι απ’ την πρώτη τσίμπλα μέχρι τις 4:48
Ο-κι-εγώ-δεν-ξέρουν-ποιος
Κέιν: «Το μυαλό μου είναι το υποκείμενο αυτών των αφηνιασμένων θραυσμάτων»*
Α: «Σ’ έναν χώρο στάθμευσης στον αυτοκινητόδρομο που οδηγεί έξω απ’ την πόλη, ή μπορεί και μέσα, ανάλογα από ποια μεριά τον κοιτάζεις, ένα μικρό μελαψό κορίτσι κάθεται στη θέση του συνοδηγού σ’ ένα παρκαρισμένο αμάξι. Ο ηλικιωμένος παππούς της ξεκουμπώνει το παντελόνι του και πετάγεται απ’ το βρακί του, μεγάλο και μαβή».
Μ: «Διέσχισα τρέχοντας το παπαρουνοχώραφο πίσω απ’ το αγρόκτημα του παππού μου. Όταν χύμηξα μέσα απ’ την πόρτα της κουζίνας, τον είδα να κάθεται με τη γιαγιά μου στα γόνατά του. Τη φιλούσε στα χείλια και της πασπάτευε το στήθος. Κοίταξαν γύρω και με είδαν που χαμογελούσα απ’ τη σαστιμάρα μου. Όταν το διηγήθηκα στη μάνα μου, είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια, με κοίταξε παραξενεμένη και είπε: “Δε συνέβη σε σένα αυτό. Σε μένα συνέβη. Ο πατέρας μου πέθανε προτού γεννηθείς. Όταν συνέβη αυτό, ήμουν έγκυος σε σένα, αλλά δεν το ’ξερα μέχρι τη μέρα που τον θάψαμε”».
Μ: «Έτρεχα να προλάβω τ’ αεροπλάνο. Ένα μέντιουμ είχε προβλέψει ότι δεν θα προλάβαινα να επιβιβαστώ, αλλά θα προλάβαινε ο εραστής μου. Το αεροπλάνο θα συντριβόταν κι εκείνος θα σκοτωνόταν. Δεν ήξερα τι να κάνω. Αν έχανα την πτήση, θα εκπλήρωνα την προφητεία ρισκάροντας το θάνατο του εραστή μου. Αλλά για να λύσω την προφητεία, έπρεπε να επιβιβαστώ στ’ αεροπλάνο που η μοίρα του μάλλον ήταν να συντριβεί».
Α: «Μη μου λες όχι δεν μπορείς να μου λες όχι γιατί είναι τόση ανακούφιση να έχω πάλι αγάπη και να ξαπλώνω στο κρεβάτι και να με κρατούν και να με αγγίζουν και να με φιλούν και να με λατρεύουν και η καρδιά σου θα χοροπηδά όταν ακούς τη φωνή μου και βλέπεις το χαμόγελό μου και νιώθεις την ανάσα μου στο σβέρκο σου και η καρδιά σου θα χτυπά σαν τρελή όταν θέλω να σε δω και θα σου λέω ψέματα απ’ την πρώτη μέρα και θα σε χρησιμοποιώ και θα σε πηδάω και θα κάνω κομμάτια την καρδιά σου γιατί πρώτη εσύ θα κάνεις κομμάτια τη δική μου και θα μ’ αγαπάς κάθε μέρα πιο πολύ μέχρι να μην αντέχεις να σηκώσεις άλλο βάρος κι η ζωή σου να γίνει δική μου και θα πεθάνεις μόνη γιατί θα πάρω ό,τι θέλω κι ύστερα θα σηκωθώ να φύγω και δε θα σου χρωστώ τίποτα πάντα εκεί είναι πάντα εκεί ήταν και δεν μπορείς να αρνηθείς τη ζωή που ζεις γάμα την αυτή τη ζωή γάμα την αυτή τη ζωή γάμα την αυτή τη ζωή σ΄ έχω χάσει τώρα».
Α: «Ένα μικρό κορίτσι παρέλυε ολοένα και συχνότερα εξαιτίας των καθημερινών καβγάδων των γονιών του. Κάποιες φορές περνούσε ώρες ολόκληρες εντελώς ακίνητη στην τουαλέτα, απλά επειδή τύχαινε να βρίσκεται εκεί όταν ξεσπούσε ο τσακωμός. Τελικά, τις στιγμές της γαλήνης, έπαιρνε μπουκάλια γάλα απ’ το ψυγείο ή το κατώφλι και τ’ άφηνε στα μέρη που μπορεί αργότερα να παγιδευόταν. Οι γονείς της δεν καταλάβαιναν γιατί έβρισκαν μπουκάλια με ξινισμένο γάλα σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού».
*Αποσπάσματα απ’ το τέταρτο θεατρικό της Κέιν, Crave, που υπέγραψε ως Marie Calvedon κι ανέβηκε το Σεπτέμβριο του 1998 στο Traverse Theatre του Εδιμβούργου. Έργο ποιητικά πυκνό, χωρίς σκηνικές οδηγίες, όπου τέσσερις χαρακτήρες (Α, Β, Γ, Μ) ξερνούν επιθυμίες. Εδώ, ο λόγος στους Α (γηραιός παιδεραστής) και Μ (ηλικιωμένη γυναίκα που θέλει παιδί). Μτφρ.: Γκανιάν.
Ακροστιχίδα Γκανιάν #8-Κέιν
Γοερά
Κλυδωνίζεσαι
Απροσμέτρητα
Ναρκωμένη
Ιμάντας
Απώτερου
Νοήματος