Είχε βάλει πλυντήριο με χλωρίνη εκείνη την ημέρα, να ξανακάνει λευκά τα γαριασμένα.
Φανέλες, νυχτικιές, πετσέτες. Να φύγει η κιτρινίλα. Και τα άπλωσε με μεράκι το ένα δίπλα στο άλλο, με σύνεση τα μανταλάκια, να κρατά δυο ρούχα το καθένα από τις γωνίες. Μύριζε η μπουγάδα, το μαλακτικό, σε όλο τον ακάλυπτο. Μοσχομύριζε, μπλεκόταν με την ανθισμένη αμυγδαλιά και δεν ήξερες ποιο από τα δυο φέρνει την άνοιξη.
Έβαλε τάξη η Μάνα στον ελληνικό, ρημαγμένο ακάλυπτο, με τα σκουριασμένα κάγκελα και τα ποτισμένα από την υγρασία μπετά. Του έδωσε χρίσμα. Κρέμασε και τη λεκάνη της μπουγάδας στο καρφάκι και πήγε να δει το φαγητό στο φούρνο, κάτι σπιτικό και λεμονάτο ξεπεταγόταν από την χαραμάδα του.
Κοιτούσα τις φανέλες με ελπίδα. Σαν άσπρη σημαία ανέμιζαν κόντρα στο πένθιμο βουητό της τηλεόρασης. Σε έναν κόσμο που όλα έχασαν τη θέση τους και περπατάνε με τα χέρια, οι απλωμένες φανέλες ήταν σημαίες των μετόπισθεν. Κάπου, υπάρχει ένα νησάκι απανεμιάς, όπου είναι σημαντικό να βάλεις τα λευκά στο πλύσιμο. Ένα νησάκι όπου τα βήματα είναι μετρημένα από το μπαλκονάκι στην κουζίνα και η λεκανίτσα της μπουγάδας έχει το δικό της καρφί. Ένας κόσμος που δεν χρειάζεται να επανεφευρεθεί κάθε μέρα. Δυο παντόφλες που γνωρίζουν γερά τα πατήματά τους. Ένας ελληνικός που πίνεται γουλιά γουλιά μέχρι το μεσημέρι.
Δεν ξέρω πως το κάνεις, Μάνα. Μόνο κοιτώ την μπουγάδα σου και κλαίω.