Αλαζονεία: Yπερόπτρια Βορειοελλαδίτισσα που γουστάρει το κρύο και κοιτάζει αφ’ υψηλού όσους τουρτουρίζουν. Όταν αρχίζουν τα μείον, γελώ σατανικά και σφυρίζω ανέμελα.
Απληστία: Άλλο ένα επεισόδιο, άλλο ένα φλιτζάνι τσάι, άλλη μια κουβέρτα, άλλη μια ώρα χουχούλιασμα. Δε χορταίνονται αυτές οι βροχερές, μουντές μέρες. «Κιά-λλο, κιά-λλο».
Ζηλοφθονία: Έχεις τζάκι; Είσαι στους -10°C κι εγώ στους 12°C της Κυψέλης; Εξοργίζομαι. Δύσκολο να είσαι χειμωνάκιας και να ξέρεις ότι κάπου αλλού, κάποιος άλλος απολαμβάνει περισσότερη παγωνιά από σένα.
Λαγνεία: Υπάρχει κάτι το σχεδόν ανάρμοστα ερωτικό στον χειμώνα. Τα συννεφάκια από χνώτα στον παγωμένο αέρα, τα σώματα κάτω από τα παπλώματα, η γεύση του glühwein, τα χάδια στα παγωμένα μάγουλα.
Λαιμαργία: Μυστική, ακατανίκητη πείνα. Ξεκινάς με ένα ταπεινό μπισκοτάκι και καταλήγεις να έχεις καταβροχθίσει μισό ταψί σπανακόπιτα (συν όλο το πακέτο με τα «ταπεινά» μπισκοτάκια).
Οκνηρία: «Να βγω έξω;» Όχι. «Να σηκωθώ να φτιάξω κακάο;» Όχι δα. Γίνομαι ένα κουκούλι από fleece και αρνούμαι να εγκαταλείψω το βασίλειό μου.
Οργή: Μη τυχόν ακούσω «Άντε, σε 100 μέρες θα έχουμε καλοκαίρι». Μη μας θυμίζετε τους καύσωνες που μας περιμένουν, θα αρχίσει πόλεμος.