Μα, χρυσά μου, γίνεται να έχεις αγγίξει την ύψιστη κορφή της ευτυχίας και της απόλαυσης και του μοιράσματος κι όταν πέφτεις από εκεί πάνω και σωριάζεσαι καταγής γεμάτος χιονισμένες, ας πούμε, λάσπες και μια μέση ραγισμένη στα δύο να συνεχίζεις να χαμογελάς; Μόνο εάν είσαι πολύ αναίσθητος.
Ή αν υπήρξες τόσο μα τόσο ευαίσθητος κάποτε, πάλαι ποτέ, και αυτή σου η ευαισθησία μεταλλάχθηκε, μες στο κεφάλι και τον ψυχισμό σου, σε αδυναμία, άρα κίνησες να την περιχαρακώσεις, να τη χαλκώσεις, να τη μακιγιάρεις με σίδερα και περιφράξεις αγκαθωτές να μην στη φάνε. Και καμώνεσαι τον κουλ συνεχώς. Ξεπερνάς έναν χωρισμό σε τρεις ημέρες. Μια επαγγελματική αποτυχία σε μια νύχτα με ποτά. Προχωράς παρακάτω. Αμέσως, αναίμακτα.
Όμως, η πραγματική ζωή δεν είναι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ναι, θέλουμε να σηκωνόμαστε, αλλά χρειάζεται να μάθουμε να απολαμβάνουμε και τις πτώσεις. Γελούσα πρόσφατα με την περίπτωσή μου, που προσπαθούσα να εξηγήσω στον ψυχίατρο ότι οι εποχές των πόνων μου είναι σημαντικές για μένα και εκείνος άκουγε. Ένιωθα πως θα με κρίνει, αλλά τελικά συμφώνησε. Ίσως είμαι πιο νορμάλ από ό,τι νομίζω. Ίσως έχει καταστεί νορμάλ το αφύσικο (το έξω από την ανθρώπινη φύση μας δηλαδή) και, άρα, το φυσικό (το εντός της ανθρώπινης φύσης μας) θεωρείται παλαβιάρικο, δραματικό, υπερβολικό και, σαφέστατα, «έλα μωρέ, τώρα».
Φορές, επιβαίνω στα λεωφορεία και σε βλέπω συγκρατημένο, ανέκφραστο, λέω έτσι λειτουργεί η κοινωνία, τι θα απογινόμασταν αν μπαίναμε στο νεότευκτο μετρό της Σαλόνικας, επί παραδείγματι, καθείς και με τον πόνο του; Καθείς με τα μυξομάντηλά του, τα ουρλιαχτά του, τις βαριές ανάσες του, το α λα Τζόκερ υστερικό γέλιο της αγωνίας του, θρίλερ θα ζούσαμε όχι δρομολόγιο για τη δουλειά ή το σπίτι. Κι έπειτα, σκέφτομαι ότι μπορεί να υπερβάλλω — για ακόμα μία φορά. Μπορεί στις περισσότερες καρδιές να κοστίζουν λιγότερο οι πτώσεις. Μπορεί οι περισσότερες καρδιές να μην έχουν αγγίξει το Έβερεστ. Κι αυτό δεν είναι ελιτισμός, κοινωνική παρατήρηση είναι. Η φράση «στ’ αρχίδια σου όλα, ρε» κρύβει πίσω από την ανετίλα και την μποέμικη διάθεσή της μια αδυναμία ουσιαστικής σύνδεσης. Η σύνδεση που όλ@ αναζητούμε ζητά φόρους και όταν υφίσταται (η καθημερινή δουλειά που λέμε και που γράφουμε και που διαβάζουμε) και όταν παύει (εδώ έρχεται το απαιτούμενο διάστημα πένθους, αλλιώτικο για τον καθένα μας, δεν υπακούει σε κανόνες).
Φορές, λέω ζήτω η πραγματική ζωή. Με τους πραγματικούς έρωτες, που σχολούν μεσάνυχτα και πέφτουν ξεροί στην αγκαλιά μας χωρίς έξαλλο σεξ. Με τους πραγματικούς χωρισμούς, που στέκονται σαν πέτρα στην καρδιά, όχι σαν φυλλαράκι στον άνεμο. Με τα πραγματικά συναισθήματα που δεν είναι πυροτεχνήματα σε γαμήλιο ουρανό νησιού, αλλά μοιάζουν περισσότερο με τη σελήνη: μεταμορφώνονται στον ουρανό αργά, μεταμορφώνουν συνεχώς τις ζωές μας. Εμάς. Ζήτω οι πραγματικοί εμείς, οι ανθρωπένιοι — ένας υπέροχος συνάδελφος μού είπε πως αγαπά αυτή τη λέξη. Πιστεύω πως την αγαπά για τους ίδιους λόγους που την αγαπώ κι εγώ. Παρήγορο να έχει κι άλλους υποστηρικτές η πραγματική πραγματικότητα. Ελεύθερους σκοπευτές και γενναίους ηττημένους που δεν μπορούν ή δεν γουστάρουν το γρήγορο βάδην μετά την κάθε τους μικρή καταστροφή.
ΥΓ1: Σε έναν φίλο που πρόσφατα διήλθε μιας μεγάλης δυσκολίας, ευχήθηκα πολλές δυσκολίες ακόμα. Και τον λατρεύω τον φίλο αυτό, σας ορκίζομαι. Αλλιώς, σιγά μην του ευχόμουν κάτι τέτοιο…
ΥΓ2: Παρά ταύτα, σε στιγμές βαθιού πόνου, μας κάνει καλό να θυμόμαστε να σταματάμε να θρηνούμε και να πιστεύουμε στη ζωή και σε εμάς ξανά. Στην περίπτωσή μου, αυτοί οι στίχοι από τον Ακροβάτη των Χαϊνηδων έχει λειτουργήσει, έστω για λίγο, παυσίλυπα:
«Για ιδέστε όλοι δέστε και μένα άλλο δε ζητώ
που ’χω στους ώμους φτερά σπασμένα και ακροβατώ
Γύρισε κάτω η μέρα κι ακόμη εσύ να φανείς
μην κλαις πουλί μου, μην κλαις πουλί μου»