Η Κατοχή, η αντίσταση και η συμμετοχή του Κώστα Μπαλάφα στο αντάρτικο αποτέλεσαν σταθμούς στη ζωή του, χαράζοντας τη μετέπειτα πορεία του.
Δεν υπήρξε ποτέ επαγγελματίας φωτογράφος, αλλά με τις φωτογραφίες του φώτισε την Ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Ένας άνθρωπος απλός, «αντάρτης-τυφεκιοφόρος και παράτολμος φωτογράφος», όπως τον περιγράφει ο Κώστας Μπουμπούρης στο βιβλίο του Ο Κώστας Μπαλάφας και η Ελλάδα του. Εκτός από το φωτογραφικό του έργο, το οποίο μπορεί να φανερώσει πράγματα και σχετικά με τον άνθρωπο Μπαλάφα, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει σε συνεντεύξεις, φανερώνουν την απλότητα, τη γλυκύτητα, την ειλικρίνεια και την ανθρωπιά που είχε μέσα του.
Ο Κώστας Μπαλάφας ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες φωτογράφους, γνωστός κυρίως για την ανθρωποκεντρική του ματιά και την ιστορική τεκμηρίωση που προσέφερε μέσα από το έργο του. Η φωτογραφία του υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένη με την ελληνική κοινωνία, την παράδοση, και τις δύσκολες στιγμές της νεότερης ιστορίας της χώρας.
Γεννήθηκε το 1920 στο ορεινό χωριό Κυψέλη της Άρτας από φτωχούς γονείς αγρότες. Σε ηλικία μόλις έντεκα ετών βρέθηκε στην Αθήνα αναγκασμένος να δουλέψει. Μετά το 1936 πήγε για σπουδές στα Γιάννενα, στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων. Συνέχισε με ένα χρόνο σπουδές στην γαλακτολογία στην Ιταλία και το 1939 επέστρεψε στα Γιάννενα και διορίστηκε έκτακτος υπάλληλος στη Γαλακτομική Σχολή, όπου και εργάστηκε μέχρι που τον βρήκε η Κατοχή.
Η πρώτη του επαφή με τη φωτογραφία και τη φωτογραφική μηχανή ήταν στα δεκατρία του χρόνια. Όπως διηγείται ο ίδιος, είχαν έρθει κάτι συγγενείς του αφεντικού απ’ την Αμερική και αυτός, για να τους ευχαριστήσει, θέλησε να τους δείξει τα αξιοθέατα της Αττικής και τους πήγε κάποια μέρα στην Πάρνηθα. Μαζί τους οι ξένοι είχαν μια μικρή φωτογραφική μηχανή Μπράουν της Κόντακ, απλή και εύκολη στο χειρισμό, για να φωτογραφηθούν. Κάποιος έπρεπε να κρατάει τη μηχανή για να τραβήξει τις οικογενειακές τους φωτογραφίες κι αναγκάστηκε ο μαγαζάτορας να πάρει μαζί και τον νεαρό υπάλληλο του (τον νεαρό Μπαλάφα δηλαδή) γι’ αυτή τη δουλειά. Όπως ο ίδιος έχει πει: «Όταν κατάλαβα ότι αυτό το μηχάνημα που κρατούσα στα χέρια μου μπορεί να αποτυπώσει σε εικόνα πάνω σε χαρτί ό,τι έχω ζωντανό μπροστά μου, μαγεύτηκα…»
Όταν σπούδαζε στα Ιωάννινα, κατάφερε ν’ αγοράσει μια Τζούνιορ Κόντακ πουλώντας και το ρολόι του για να συμπληρώσει το ποσό. Την εποχή που βρισκόταν στην Ιταλία, αντικατέστησε τη μηχανή του με μία Ρομπότ. Έγινε φίλος με κάποιον υπάλληλο ενός γειτονικού φωτογραφείου, καθόταν δίπλα του κι έτσι έμαθε και την τέχνη του σκοτεινού θαλάμου.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου, η φωτογραφική του δραστηριότητα απέκτησε ιδιαίτερη σημασία. Το 1942 ανέβηκε στο βουνό και κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ. Με τη Ρόμποτ του φωτογράφιζε τις καθημερινές στιγμές των ανταρτών και των κατοίκων των απομονωμένων χωριών της Ηπείρου. Οι φωτογραφίες του από αυτή την περίοδο είναι σπάνια ντοκουμέντα που αναδεικνύουν τον αγώνα των ανθρώπων αυτών. Κατέγραψε πολλά από τα εγκλήματα των κατακτητών στην Ήπειρο και, αμέσως μετά, τη δραστηριότητα του αντάρτικου στην ίδια περιοχή.
Το ιστορικό φωτογραφικό υλικό του Μπαλάφα διασώθηκε κρυμμένο απ’ το 1944 στο ξύλινο ταβάνι του σπιτιού της πατριώτισσας Ιουλίας Γοργόλη, στα Γιάννενα. Ένα μέρος καταστράφηκε από την υγρασία, αλλά το υπόλοιπο έμεινε άθικτο και το παρέλαβε ο ίδιος, χωρίς κανέναν πλέον κίνδυνο, το 1975. Φιλμ που δεν θεωρούνταν επικίνδυνα ώστε να τα κρύψουν, όπως εκείνα με θέμα τη μαζική μεταφορά των Εβραίων από τα Γιάννενα σε γερμανικά στρατόπεδα, έπεσαν στα χέρια των αρχών ασφαλείας το 1944 και δυστυχώς εξαφανίστηκαν.
Όπως αναφέρει και πάλι ο Κώστας Μπουμπούρης στο βιβλίο του: «Αδιάψευστος μάρτυρας της παράτολμης ιδιοσυγκρασίας και εφευρετικότητάς του είναι η φωτογράφιση των σωμάτων των πατριωτών Τόδουλου και Φαρίδη, που αιωρούνταν άψυχα ανάμεσα σε δύο πλατάνια στις όχθες της λίμνης των Ιωαννίνων τον Μάρτη του 1944. Οι Γερμανοί κατακτητές άφηναν αλλά και υποχρέωναν το πλήθος να πλησιάσει την επιτηρούμενη από φρουρούς περιοχή, για λόγους παραδειγματισμού και εκφοβισμού. Ο Κώστας Μπαλάφας έκανε πρώτα μια πρόχειρη αυτοψία, υπολόγισε τις αποστάσεις και ξαναγύρισε κρατώντας στην αγκαλιά του μια σακούλα με κρεμμύδια. Μέσα όμως είχε κρύψει τη φωτογραφική του μηχανή με ανοιχτή μια τρύπα μπροστά στο φακό. Περνώντας μπροστά απ’ τους κρεμασμένους, και από ικανή απόσταση, απαθανάτισε το γεγονός, αφήνοντας έτσι στην ιστορία μία από τις πιο χαρακτηριστικές φωτογραφίες της Κατοχής».
Από το 1945 μέχρι το 1951 εργάστηκε ως διερμηνέας –επειδή γνώριζε καλά την αγγλική γλώσσα– σε μία βρετανική ομάδα μηχανικών που έκανε αποκαταστάσεις συγκοινωνιών μετά τον πόλεμο. Με τον τρόπο αυτό γύρισε σχεδόν όλη την Ελλάδα και γλίτωσε από το κυνηγητό και το δρόμο της εξορίας. Το 1948, η ομάδα των μηχανικών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Έτσι μπόρεσε ν’ ασχοληθεί παράλληλα με αυτό που είχε σπουδάσει κάνοντας καλλιέργειες σ’ ένα βιολογικό εργαστήρι στην οδό Σωκράτους. Η επιθυμία του να σταδιοδρομήσει μελετώντας τις κλινικές ιδιότητες του γάλακτος στο Γαλλικό Ινστιτούτο Παστέρ με υποτροφία δεν πραγματοποιήθηκε, λόγω των μη «εθνικοφρόνων» πολιτικών του πεποιθήσεων. Το 1951 προσελήφθη από την αμερικανική εταιρεία Ebasco, η οποία πέρασε στην τότε νεοϊδρυθείσα ΔΕΗ, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Στα χρόνια αυτά, εκτός από το να φωτογραφίζει έργα της ΔΕΗ (και τους εργάτες και τους κατοίκους των περιοχών στις οποίες γίνονταν τα έργα), ασχολήθηκε και με την κινηματογράφηση εκπομπών που έκανε τότε η ΔΕΗ. Έτσι, καθιερώθηκε και ως εικονολήπτης (οπερατέρ). Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε ποτέ επαγγελματίας φωτογράφος, έχει κάνει σειρά διαλέξεων στους σπουδαστές της Ακαδημίας Δημιουργικής Φωτογραφίας Leica, για να τους μεταφέρει τις πολύτιμες γνώσεις που κατά βάση μέσω της εμπειρίας είχε αποκτήσει.
Καθόλη τη διάρκεια μετά τον πόλεμο, ο Μπαλάφας συνέχισε να φωτογραφίζει την ελληνική ύπαιθρο, αποτυπώνοντας τον παραδοσιακό τρόπο ζωής και τις αλλαγές που επήλθαν λόγω του εκσυγχρονισμού. Εστίασε κυρίως στην απεικόνιση των απλών ανθρώπων και των καθημερινών τους δραστηριοτήτων, προσφέροντας έτσι μια μοναδική ματιά στην Ελλάδα της εποχής.
Η φωτογραφία του Μπαλάφα χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και ανθρωπιά, παρά τις σκληρές εικόνες που συχνά εμφανίζονται στις λήψεις του. Θέλησε να απαθανατίσει τη δύναμη, την αξιοπρέπεια και την ομορφιά των απλών ανθρώπων, με έμφαση στις ρίζες τους, στις παραδόσεις τους, στη βιοπάλη και στην αγωνιστικότητά τους. Με βασικό του εργαλείο την ασπρόμαυρη φωτογραφία, κατάφερε να αποδώσει την τραγικότητα αλλά και την ηρωικότητα και γεμάτη ελπίδα ζωή της ελληνικής και της αγροτικής υπαίθρου. Οι εικόνες του είναι συχνά λιτές αλλά γεμάτες συναίσθημα, και δημιουργούν μία προς μία το μεγάλο κάδρο των ανθρώπων της εποχής· στην ουσία την ίδια την εποχή!
Ο Κώστας Μπαλάφας πέθανε στις 9 Οκτωβρίου του 2011, σε ηλικία 91 ετών, έχοντας αφήσει πίσω του μια σπουδαία παρακαταθήκη για τη νεότερη ελληνική ιστορία, με τις φωτογραφίες του να θεωρούνται αναντικατάστατα τεκμήρια της ιστορίας αυτής. Το 2008 δώρισε το μεγαλύτερο μέρος του φωτογραφικού του αρχείου στο Μουσείο Μπενάκη: 15.000 ασπρόμαυρα αρνητικά από το 1939 έως το 2000 και 60 ταινίες μικρού μήκους, από την εποχή που εργαζόταν στη ΔΕΗ.