Παρκάρω το μηχανάκι μου — σύμμαχος στη μάχη ενάντια στην μποτιλιαρισμένη Αθήνα και τον αμείλικτο χρόνο. Αρχίζω να ανηφορίζω την Αποστόλου Παύλου. Για παρέα ακολουθώ ένα γκρουπ Ασιατών που θορυβούν με τα ροδάκια από τις βαλίτσες τους. Ο καθένας από δύο βαλίτσες, ίδια χρώματα, δύο διαφορετικά μεγέθη.
Φτάνω σιγά σιγά στον τόπο του ραντεβού μου. Αποχαιρετώ νοητά τους «φίλους» μου και τις βαλίτσες τους και στρίβω στο στενάκι της Παρθενώνος, στα σκαλιά του Ηρωδείου. Λίγο πριν φτάσω στον αριθμό 39, με μία δόση μελαγχολίας θαυμάζω ένα νεοκλασικό σπίτι, γιατί είναι τελείως παρατημένο. Έφτασα. Μπαίνω στην γκαλερί τρία λεπτά πριν την ώρα του ραντεβού. Ο Ανδρέας Μπονάτσος, ανάμεσα σε πορσελάνες, πλήκτρα, νότες και ζωγραφιές, μου χαμογελάει με τρόπο που θυμίζει παιδί.
Πριν έρθω, βρήκα στίχους σου και τραγούδια σου. Θα τα συζητήσουμε όλα αυτά, όμως μου έκανε εντύπωση ένα βίντεο στο YouTube που τραγουδάς και παίζεις στο πιάνο δύο τραγούδια: το «Summertime» και το «Μάλιστα κύριε». Κάνεις περάσματα από το ένα στο άλλο, εκτινάσσεσαι κυριολεκτικά… Πώς παντρεύονται αυτά τα δύο τραγούδια;
Ο Ανδρέας, αντί για απάντηση, αρχίζει να παίζει στο πιάνο που δεσπόζει στο χώρο τα δύο κομμάτια. Μια κυρία απ’ έξω κοντοστέκεται, χαμογελάει και ακούει… Μετά από τρία λεπτά μουσικής απόλαυσης, γυρνάει προς το μέρος μου και απαντά.
Λοιπόν, προφανώς, έχοντας πολλές μουσικές και τραγούδια από παιδί στο μυαλό και στην ψυχούλα μου, πραγματικά δεν μπορώ να μην τα ενώσω. Βγαίνει αβίαστα από μέσα μου, εντελώς φυσικά! Μου μιλούν, λοιπόν, φωνές –ας καταγραφεί επιτέλους– καλά είμαι, αλλά μου μιλούν και εγώ παίζω και τραγουδώ! Έχω την ελευθερία, την ικανότητα και την πολυτέλεια ως πιανίστας-ερμηνευτής να περνάω από το ένα τραγούδι στο άλλο με μεγάλη ευκολία και αυτοσχεδιασμό. Άρα εγώ ενώνω τα τραγούδια και δημιουργώ ζωγραφιές για αυτούς που με ακούνε… «Μάλιστα Κύριε…» με το καπελάκι μου και κάνω τον Ζαμπέτα πινελιά. Κι έχω από κάτω κόσμο, πότε 100 άτομα, πότε εκατοντάδες, ανάλογα τους χώρους και συνεχίζω…
Οι συναυλίες και η επικοινωνία με το κοινό είναι κάτι μάλλον αγαπημένο για σένα, ε;
Βέβαια! Μην ξεχνάς πως είμαι performer. Όταν τελειώνω την one man show παράστασή μου, κάθε φορά αυτοσαρκάζομαι ζητώντας από το κοινό, με ύφος κομπέρ μιας άλλης εποχής, να χειροκροτήσει τα μπαλέτα που δεν έχω, τους μουσικούς που δεν έχω, τα φώτα και τα σκηνικά που δεν έχω… Κι όμως είναι σαν να υπάρχουν — και για εμένα και για το κοινό μου.
«Summertime….and the livin’ is easy/Fish are jumpin’…and the cotton is high/Μα τις νυχτιές σαν συλλογιέμαι/Τα μάτια της τα μενεξιά…»
Σκέφτομαι πως δεν έχω να κάνω με μια απλή συνέντευξη. Μάλλον για συναυλία πάει… Και η αλήθεια είναι πως τρέμω στην ιδέα της απομαγνητοφώνησης…
Και φτάνω να ενώνω Καρούζο, Ornella Vanoni, Lara Fabian και συνήθως κλείνω με την Dalida. «Moi je veux mourir sur scène…»
Και περνάω από τον Jacques Brel στο «Γκάζι» της Άννας. Αν μ’ αφήσεις έτσι, με ένα νεράκι (δεν πίνω, ειδικά όταν τραγουδώ, για να έχω διαύγεια πνεύματος) αυτά μπορώ να κάνω για ώρες!
Ο κώδικας που ενώνεις αυτά τα κομμάτια είναι οι στίχοι, είναι η μουσική, ή είναι κάτι τυχαίο, όπως σου βγαίνει;
Τυχαίο δεν πρέπει να ’ναι. Είναι πηγαίο. Προφανώς, είναι απαύγασμα τόσων ετών, τόσης όρεξης για δημιουργία. Παίζουν ρόλο και οι στίχοι, αλλά δεν ενώνω πάντα τους στίχους… Δε λέω «Νύχτα είναι θα περάσει…» της Κανελλίδου, για να πω μετά «The night was long…», όχι. Είναι όπως κυκλοφορεί η μουσική στην ψυχή μου, στο μυαλό μου. Γι’ αυτό και τα προγράμματά μου ποτέ δεν είναι ίδια. Ενώνονται τα τραγούδια μαγικά, γλυκά και αναπάντεχα.
Έχεις σκεφτεί να δημιουργήσεις έναν δίσκο με αυτά τα περάσματα;
Δεν το πολυψάχνω κι εγώ, μακάρι να βρισκόταν ένας σωστός μάνατζερ, ένας παραγωγός, και να κάναμε πιο ολοκληρωμένες παραστάσεις.
Φεύγουμε αλλά θα ξαναγυρίσουμε. Έχεις απέναντί σου τον δεκάχρονο Ανδρέα. Τι κάνει; Τι είναι;
Πρώτη φορά με ρωτούν, αλλά την έχω την απάντηση εύκολα και την έχω ειλικρινέστατα. Κάνει αυτό που κάνω σήμερα. Δεν έχει αλλάξει καθόλου. Ένα παιδάκι δεκάχρονο, στο Μαρούσι, μιας αστικής οικογένειας, πατέρας δικηγόρος, μαμά πολύ αριστοκρατική, με τα ακορντεόν της, με τα πιάνα της. Μας μετέδωσε όλη αυτήν τη φλόγα. Λέω «μας» γιατί αναφέρομαι και στην αδερφή μου που παίζει πιάνο. Αυτό το δεκάχρονο και λίγο πιο μικρό παιδί έψαχνε το κλειδί σε κάτι πορσελάνινα βάζα, για να ξεκλειδώσει το παλιό το πιάνο, να παίξει. Δεν τους άφηνα σε ησυχία. Έγραφα τραγούδια, μουσικές και ονειρευόμουν αυτό που έγινα!
Αντέχει αυτή η παιδικότητα, Ανδρέα, σήμερα;
Δεν έχει αλλάξει αυτή η παιδικότητα, ούτε η χαρά να κάτσω στα πλήκτρα και να τραγουδήσω και να κλείνουμε το μάτι στους ανθρώπους και τη μουσική!
Σταματάει να μιλά, χτυπάει πλήκτρα, χωρίς να σχηματίζει κάποια μελωδία. Κοιτάει έξω. Σαν να πληκτρολογεί ένα μήνυμα με άγνωστο σε εμένα παραλήπτη… Επιστρέφει στην παρέα μου…
50 χρόνια πριν με πήγες. Αυτό το παιδάκι θυμάμαι. Δεν αλλοτριώθηκα, παρότι το ’90 ήρθαν μεγάλες επιτυχίες και υπήρξα pop star. Ένα παιδί όμορφο, νόστιμο, με μακριά μαλλιά. Μπήκα στο παιχνίδι δυνατά, έπεσε η Minos και ο κύριος Μάτσας και με ανέλαβαν. Δεν έχω παράπονο. Εκεί λίγο θαμπώθηκα, 25 χρονών παιδάκι ήμουν άλλωστε. Όμως γρήγορα συνήλθα και αξιοποίησα και το συνθετικό και το στιχουργικό μου ταλέντο, υπήρξα παραγωγός, ενορχηστρωτής, συνθέτης μεγάλων επιτυχιών.
Στίχοι, μουσική, τραγούδι, ενορχήστρωση. Πού θεωρείς τον εαυτό σου πιο δυνατό; Ή αλλιώς, ποιο είναι αυτό που σε συγκινεί περισσότερο;
Αυτό είναι δύσκολο. Ποιο δάχτυλο να κόψεις; Ποιο παιδί σου να μην αγαπήσεις; Χωρίς έπαρση θα ξαναπώ, ότι σε όλα είμαι σχεδόν ισάξιος κι αυτό έχει φανεί από τις επιτυχίες, από τους παλιότερους παραγωγούς, από μεγάλους καλλιτέχνες που μ’ έχουν παραδεχτεί. «Πανάθεμά σε», μου είπε ο Μπιθικώτσης, όταν με πήγε 15 χρονών ο πατέρας μου, γιατί γνωρίζονταν, να μου αλλάξει μυαλά. «Τι θα κάνω Γρηγόρη μου με τον μικρό; Εδώ τα σπουδάζω, είναι έτοιμος να γίνει δικηγόρος, να γίνει διπλωμάτης, να με διαδεχτεί». «Ωχ Ντίνο μου», του λέει ο Μπιθικώτσης, «θα κλείσεις από εδώ αυτήν την τρύπα και θα πεταχτεί να σας πνίξει όλους το πετρέλαιο από μια άλλη. Θα το τρελάνεις το παιδί». Και μου είχε δώσει και μία μεγάλη συμβουλή ο Μπιθικώτσης τότε: «Αποφάσισε σε τι είσαι πιο καλός και τι σε τραβάει πιο πολύ».
Τελικά όμως; Τι σε τραβάει πιο πολύ;
Και καλός τραγουδιστής ήμουν και είμαι και performer, comedian, και συνθέτης και στιχουργός. Νομίζω, όμως, ότι αυτό που με συγκινεί και είναι το οξυγόνο μου –ας το πούμε πια στην ηλικία που βρίσκομαι– είναι η σύνθεση. Είτε είναι μουσική για κινηματογράφο, μουσική για σίριαλ, είτε τραγούδια πιο «εύκολα». Γιατί εγώ είμαι συνθέτης, δεν είμαι μόνο τραγουδοποιός.
Ναι, έχεις συνεργαστεί με σημαντικούς ερμηνευτές. Αλλά και με ανερχόμενους.
Ναι οι εταιρείες μού έδιναν και νεότερα παιδιά. Εξού κι ένα στίχος που ίσως να είχες σημειώσει…
Γυρνάει ξαφνικά στο πιάνο και…
«Για να είμαι ειλικρινής δεν σε ξεπέρασα, για να είμαι ειλικρινής στην τρέλα έφτασα…»
Φυσικά το έδωσα σε ένα νέο παιδί, στον Νίνο, και του άνοιξα καριέρα.
Ξαποσταίνουμε λίγο και οι δυο μας. Χωρίς άγχος, σκεφτόμαστε μάλλον πώς θα συνεχίσουμε τη συνέντευξη-συναυλία. Γίνονται όλα γρήγορα, αλλά αρμονικά… «Αυτή τη στιγμή αφήνουμε το αποτύπωμά μας σ’ αυτόν τον χώρο. Σαν να κάνουμε πρόγραμμα νιώθω», μου λέει ο Ανδρέας. «Και σπίτι βρήκαμε», του λέω ξαφνικά. Ξεμονάχιασα έναν στίχο από ένα τραγούδι του που μ’ άρεσε πολύ. Κατευθείαν αρχίζει να παίζει και να τραγουδάει…
«Και σπίτι βρήκαμε/
Και το νοικιάσαμε/
Μα την αγάπη μας στο δρόμο την ξεχάσαμε/
Κι όσο κι αν θέλαμε μαζί να ζήσουμε/Τώρα παλεύουμε κι οι δυο να χωρίσουμε/
Σπίτι βρήκαμε/
Και το νοικιάσαμε/
Μα την αγάπη μας στο δρόμο την ξεχάσαμε/
Κι αφού κανένας μας το σπίτι δε χρειάζεται/
Αυτό το σπίτι τώρα πια ενοικιάζεται/
Κι αν οι επόμενοι θ’ ακούν θορύβους/Θα ’ναι τα γέλια μας τις Κυριακές/Κι αν πάλι έχει ησυχία όταν θα μπούνε/
Θα είναι εκείνες οι αμίλητες βραδιές».
Ξέρεις, αυτό έχει μια πολύ ωραία ιστορία. Είναι το «Ενοικιάζεται», του Χρήστου Μενιδιάτη. Ήρθε ο ίδιος ο μεγάλος ο Μιχάλης Μενιδιάτης, με τον γιο του, τον Χρήστο, στο σπίτι μου στο Παλαιό Φάληρο. «Ανδρέα μου, φτιάξε με!» μου λέει. «Ό,τι θέλεις!», του λέω. «Ένα κομμάτι να ξεκινήσει ο γιος την καριέρα».
Πες ότι δεν ασχολείσαι με τη μουσική και με όλη αυτή την καλλιτεχνία. Τι επάγγελμα θα έκανες;
Θυμάμαι τι μου άρεσε πολύ. Τα τουριστικά! Με κόσμο, επαφή, επικοινωνία. Γι’ αυτό και εδώ και 15 χρόνια μένω πολλούς μήνες στη Φολέγανδρο, όπου έχω δημιουργήσει δύο επιχειρήσεις με αντικείμενα διακόσμησης, χειροποίητα δώρα και βέβαια αντίκες και έργα τέχνης. Είναι το μεράκι και το πάθος μου.
Αλήθεια, πες μου, πώς προέκυψε η Φολέγανδρος;
Το «Ευ ζην», το περιοδικό της κας Άννης Ηλιοπούλου, της αγαπημένης μου, που πάντα με πρόσεχε και με προσέχει στα έντυπά της, με κάλεσε σε μία παρουσίαση. Και ανοίγω ένα περιοδικό –θα ήμουνα 30 χρονών τότε στο πικ μιας καριέρας στις τηλεοράσεις– και βλέπω ένα αφιέρωμα στη Φολέγανδρο. Κλείνω το περιοδικό και φαντάζομαι τον εαυτό μου μετά από πολλά χρόνια, ίσως όταν θα ’μαι 50άρης, με ένα άσπρο panama καπέλο, με ένα άσπρο κουστούμι, σε συγκεκριμένο σκαλί στο Κάστρο της Χώρας, να παίζω και να τραγουδώ. Απίστευτο! Το ’πα μία, το ’πα δύο, ξεχάστηκε. Μετά από χρόνια, σε ένα ταξίδι μου στο νησί, μόλις έφτασα, είπα «εδώ θα μείνω». Και να που έμεινα! Το είχα δει μπροστά μου, ήταν ένα κάλεσμα. Κάποιο χέρι με έστειλε εκεί. Είναι λίγο μεταφυσικό, αλλά είναι όλη η αλήθεια. Ούτε ήξερα τα δύσκολα δρομολόγια, ούτε πήγα να εξαργυρώσω την όποια φήμη μου, το όνομά μου. Αν ήταν έτσι, θα πήγαινα στη Μύκονο να βγάλω λεφτά, να λένε τα κανάλια «ο Ανδρέας ο Μπονάτσος στη Μύκονο». Εδώ ήρθα και άνοιξα το… σπίτι μου!
Και έτσι έχεις ένα μαγαζί στο νησί, που μοιάζει με σπίτι, με μια ιδιαίτερη ταυτότητα. Μίλα μας για αυτό.
Πηγαίνοντας ως επισκέπτης, είδα έναν χώρο, τον νοίκιασα. Δεν είχα ιδέα τι είναι οι ταμειακές μηχανές και το εμπόριο. Μόνο συνθέτης ήμουν και τραγουδιστής, από 18 χρονών. Κι όμως, έχω 15 χρόνια στο νησί αυτό. Έχω την αγάπη και των ντόπιων και των ξένων επισκεπτών. Ταξίδια στο Μπαλί, για να φέρνω αντικείμενα κι υφάσματα από εκεί. Τι να σου πω, πόσο πραγματικά το χαίρομαι!
Και ανοίγεις εδώ και δύο μήνες και αυτό το σπίτι, στην Ακρόπολη.
Ναι, από την Αθήνα στη Φολέγανδρο και ξανά πίσω, εδώ, στη μαγευτική Ακρόπολη, να δημιουργώ ένα ακόμα σαλόνι για εσένα, για τους περαστικούς, για τους φίλους. Εγώ δεν ανοίγω μαγαζιά. Εδώ είσαι στο σαλόνι μου.
Σ’ αρέσουν τα ταξίδια από ό,τι καταλαβαίνω.
Ναι! Είναι προίκα! 3 μήνες Μπαλί. Ποδήλατα. Αφωνία. Διαλογισμούς. Eat, pray, love, μαϊμούδες, ηρεμία, νερά, φαγητά. Δεν είναι τόσο οικονομικά πια, αλλά μπορούμε εμείς ακόμα να πάμε. Μπορείς να έχεις ακόμα τα κομφόρ σου εκεί. Εδώ αυτά θα τα ξοδεύαμε σε ένα πενθήμερο. Πήγαινα πολύ στο Μπαλί, έμαθα το παιχνίδι των εισαγωγών. Από το τελευταίο μαγνητάκι, μέχρι έπιπλα-θηρία να φέρεις, θα σου τα στείλουν. Και πολλά άλλα ταξίδια. Η αγαπημένη μου χώρα βέβαια, που πηγαίνω συχνά, είναι η Ιταλία, με τις απίθανες πόλεις, με την καθαριότητα, με τους δρόμους, με το φαγητό, με το απεριτίβο. Έχει μαγεία και κουλτούρα. Δεν τη χορταίνεις την Ιταλία!
Έχεις πιάνο και στο μαγαζί στη Φολέγανδρο υποθέτω.
Βέβαια! Και το απολαμβάνω! Πάω πρώτος, φεύγω τελευταίος. Σ’ ένα μαγαζί με χρώματα, με αντικείμενα, με χαλιά, με καπέλα, που μένει όλη μέρα ανοιχτό. «Δεν σε κλέβουνε;» με ρωτάνε. Μαζεύω λίγα πράγματα, μένω μέσα, χαμηλώνω τα φώτα. «Δε γίνεται να μας αφήνεις στο παγκάκι απ’ έξω να κερνάμε ρακές!» Κι εγώ να λέω «είμαι πολύ κουρασμένος, εσείς μείνετε». Καμιά φορά μου φωνάζουν «καληνύχτα». Η αυλή των θαυμάτων. «Μ’ όλα τα πράγματα να φυσάνε, κανείς δεν σ’ τα κλέβει; Μισάνοιχτες οι πόρτες;» Οι γάτες εκεί παρούσες. Τι οικογένεια έχω χτίσει!
Θες να μας μεταφέρεις λίγο την εικόνα με το πιάνο στο νησί;
Ναι! Το πιάνο κάτω απ’ τις πέργκολες. Κάθε μέρα παίζω με το καπέλο μου και τα γυαλιά μου, όποτε θέλω εγώ. Βλέπεις τον κόσμο να περνάει και να αφοσιώνεται. Γνωρίζω τον κόσμο, με περιμένει, είναι τόσο συγκινητικό. Εγώ είμαι κουρασμένος, γιατί δίνω την ψυχή μου, τη φωνή μου. Πολλή κούραση, ψυχική και σωματική! Κάνω όμως υγιεινή ζωή. Δεν καπνίζω, δεν πίνω, δεν έπεσα ποτέ σε άλλες ουσίες –είναι εγκληματικό αυτό γιατί η ζωή μας είναι λίγη και λήγει και πρέπει να την ευχαριστηθούμε– κι έτσι νιώθω ευλογημένος. Στο νησί έχω δημιουργήσει ένα τοπίο ζωής που δεν το αλλάζω με τίποτα και έτσι κούμπωσε κι εδώ η γωνιά στα σκαλιά του Ηρωδείου, αυτή η γωνιά με την οποία είμαι ερωτευμένος. Φαίνεται ε;
Ξαναφεύγουμε Ανδρέα. Κάποια περίοδο ήσουν πολύ μέσα στο σύστημα της showbiz. Σήμερα δεν είσαι, έχεις απομακρυνθεί…
Έχω μια περηφάνεια και δεν χτυπάω πόρτες, κι έτσι έχω απομακρυνθεί αρκετά. Είμαι δραστήριος, είμαι παραγωγικός, αλλά ναι, έχω απομακρυνθεί αρκετά.
Μίλα μου για έναν αγαπημένο σου ερμηνευτή.
Η Έλενα Παπαρίζου, με την οποία μας συνδέουν μεγάλες επιτυχίες.
Έχεις αισθανθεί ότι σε έχουνε τσιμπολογήσει; Ότι σε έχουν εκμεταλλευτεί;
Όχι, ποτέ. Χρυσοπληρώθηκα για τα τραγούδια μου, συμβόλαια ήξερα να κάνω, ήμουν και γιος δικηγόρου και είχα και πάντα σωστούς συνεργάτες. Κανείς ποτέ δεν με εκμεταλλεύτηκε. Αντίθετα, θα ήθελα να με έχουν «αξιοποιήσει» περισσότερο και είμαι διαθέσιμος.
Πες μου δυο τρία ελαττώματα που δεν αντέχεις.
Μου έλεγε ο πατέρας μου: «Τον βλάκα να φοβάσαι, όχι τον έξυπνο. Τον αδαή που κομπάζει ότι τα ξέρει όλα, που μπορεί να ’χει και λεφτά και να νομίζει ότι κάποιος είναι». Ο υπερφίαλος ο άνθρωπος· εκεί τρελαίνομαι, θυμώνω, δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω, δεν έχω όπλα. Ενώ με τον έξυπνο, με τον καλλιεργημένο άνθρωπο, θα βάλεις κάτω τα πράγματα να τα συζητήσεις. Δε θα με ρωτήσεις κι εμένα για τα ελαττώματά μου;
Συνήθως μιλούν άλλοι για αυτά. Εμείς απλά τα λειαίνουμε όσο μπορούμε.
Συμφωνώ απολύτως. Είμαι καλός άνθρωπος, φίλος, σύντροφος, κάνω μακροχρόνιες σχέσεις, αλλά δεν είμαι και εύκολος πάντα, έχω κι εγώ τα περίεργά μου, όπως όλοι οι άνθρωποι. Τα ξέρω τα ελαττώματά μου, τα παραδέχομαι, τα λειαίνω με τα χρόνια. Γι’ αυτό πρέπει να ζητάμε συγνώμη και να καλυτερεύουμε. Για να μπορούμε να βρισκόμαστε πιο κοντά –συγχωρώντας και τους άλλους και τον εαυτό μας– στη χαρά, στην ευτυχία, στη γαλήνη.
Ανδρέα, είσαι σεμνός; Η επιτυχία δεν σε είχε επηρεάσει;
Δεν θεωρούμαι και σεμνός. Και πρέπει να το παραδεχτώ, τον προβάλλω τον εαυτό μου, τον πουλάω, μου αρέσει, είναι μέρος της ζωής μου, της προσωπικότητάς μου. Θα συστηθώ, θα πω ότι είμαι συνθέτης. Γιατί να μην πω στη Γαλλίδα που ήρθε στο μαγαζί μου ποιος είμαι; Είμαι οικοδεσπότης, δεν μπορώ να απαντήσω στεγνά. Άρα μ’ αρέσει να παρουσιάζω τον εαυτό μου. Μ’ αρέσει να μ’ αγαπάτε. Μ’ αρέσει το κλείσιμο ματιού. Αλλά δεν είμαι ψωνισμένος, ούτε υπερφίαλος. Μου είχε πει ο μεγάλος και πολυαγαπημένος μου καλλιτέχνης Γιώργος Μαρίνος (μιμείται τον Μαρίνο): «Είσαι φιγουρατζής τραγουδιστής».
Έξω έχει νυχτώσει. Πού και πού κάποιοι περαστικοί κοντοστέκονται και κοιτούν. Δεν ασχολούμαστε μαζί τους και φεύγουν. Από μια μαζοχιστική διάθεση (μιας και θα το πληρώσω κι αυτό στην απομαγνητοφώνηση) του πετάω ξανά έναν στίχο!
«Και να που έγινε εκείνο που φοβόμουνα…»
Ξεκινά να τραγουδάει παίζοντας στο πιάνο ένα τραγούδι του, ενώ εγώ απολαμβάνω το τραγούδι και σκέφτομαι πως θα αποτυπωθεί όλο αυτό σε μια συνέντευξη…
«Και να που έγινε εκείνο που φοβόμουνα/
Όταν τις πρώτες ώρες πάγωνα και ίδρωνα/
Όταν χωρίς εσένα αγάπη μου κοιμόμουνα/
Και πώς να συνηθίσω αυτόν τον χωρισμό»
Πολλοί απ’ τους στίχους σου μιλούν για χωρισμό. Τι γίνεται με τον χωρισμό; Κοίταξα και δε θυμάμαι να βρήκα κανένα για την αυγή ενός έρωτα…
Πολύ εύστοχο, ναι. Και ήμουν και πιτσιρικάς όταν τα ’γραφα. Ήμουν ευτυχισμένος κι έλεγα: «Μην φεύγεις απόψε, απόψε που βρέχει… που άλλο η καρδιά μου καημό δεν αντέχει»
Παιδάκι πράγμα. Τι δράμα κουβαλάς νεαρέ μου, αναρωτιέμαι τώρα… Για την αυγή ενός έρωτα όμως όντως δεν έχω γράψει. Μάλλον κρύβω μέσα μου ένα δράμα. Ενώ έχω υπάρξει ευτυχισμένος και είμαι χαρούμενος άνθρωπος, όταν πάω να γράψω μου βγαίνει δράμα.
Φοβάσαι τη μοναξιά;
Δε φοβάμαι να είμαι μόνος μου. Και το σπίτι μου θα το χαρώ, και την ταινία μου, και το χουζούρι μου, και το ταξίδι, και να πάω να φάω μόνος μου. Αλλά είμαι και συντροφικός και θέλω τις συντροφικές σχέσεις.
Η μεγαλύτερή μου απόλαυση είναι να χαρώ το σπίτι μου, τον εαυτό μου, τις σκέψεις μου. Ναι, μοναχικότητα επιλεκτική, όχι μοναξιά. Αλλά έχω επενδύσει στις σχέσεις μου και στις φιλίες μου.
Ξανά στο τώρα, Ανδρέα! Τι κομμάτια παίζεις στις συναυλίες σου και στις παρουσιάσεις;
Σαν να του ’χε λείψει πολύ το πιάνο και το τραγούδι, ξεκινάει να παίζει.
«Je ne veux pas travailler/
Je ne veux pas déjeuner/
Je veux seulement l’oublier/Et puis je fume».
Εγώ δεν κάνω ούτε μνημόσυνα, ούτε αφιερώματα στον εαυτό μου. Λέω και δικά μου, λέω και άλλων, τα ενώνω, τα πειράζω. Αυτή την εποχή εμφανίζομαι στο bistrot FRATTI στην Ακρόπολη, δίπλα ακριβώς στη νέα μου γκαλερί.
Μετά από 2 ώρες συναυλιοσυζήτησης έχουμε κουραστεί και οι δυο. Δεν μπορώ όμως να μην τον ρωτήσω για την αγαπημένη του βόλτα στην πόλη.
Ο μαγευτικός περίπατος ήταν αυτός που με έφερε εδώ, σε αυτόν το χώρο που βρισκόμαστε τώρα. Ο περίπατός μου είναι Ακρόπολη, Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Ηρώδειο, να φτάσουμε και προς το Θησείο. Μεσημέρι. Με φως. Έχει τρομερή ενέργεια. Κι αυτός ο περίπατος ήταν ο λόγος για να βρεθεί ένας χώρος και να δημιουργήσω το νέο τοπίο της ζωής μου. Μ’ αρέσει επίσης πολύ όπου έχει παλιά σπίτια, γιατί βλέπω την ιστορία τους. Μ’ αρέσει να σκέφτομαι τι έχει γίνει σ’ αυτά τα παλιά σπίτια και τι χαρές και λύπες έχουν ζήσει. Εδώ ευτυχώς έχουν διασωθεί αρκετά από αυτά. Κι αυτό μου δίνει χαρά, σαν ένα σκηνικό μιας παλιάς εποχής στην οποία εγώ νιώθω ότι ανήκω, γιατί έχω αυτόν τον ρομαντισμό. Και να που έγινα και κομμάτι της! Έχει ωραίες γωνιές η Αθήνα.
Μία τελευταία ερώτηση. Τι σε ανησυχεί; Υπαρξιακά, κοινωνικά.
Με ανησυχεί πολύ το ότι η ταχύτητα της εποχής και της επιστήμης και της τεχνητής νοημοσύνης αρχίζει και παρακάμπτει τον άνθρωπο. Με τρομάζει. Δεν πρέπει να υποκαθιστούμε με τίποτα τον άνθρωπο.
Και μου αναφέρει άνεκδοτο στίχο του:
«Δεν έχει έρωτα αυτή η εποχή…/
σε μια οθόνη έχουμε αποτυπωθεί.
Έλα και πάρε με απόψε αγκαλιά.
Για να μετρήσουμε τα αστέρια αγκαλιά…/
Δεν έχει έρωτα αυτή η εποχή».
Κάτι ελπιδοφόρο;
Πιστεύω ότι υπάρχει κάτι στην ελληνική οικογένεια που κρατάει. Κι αγαπώ πολύ τη νεολαία και τα νέα ζευγάρια. Οι νέοι άνθρωποι είναι το μέλλον. Και πιστεύω στη μοναδικότητα του Ανθρώπου και στην τάση του για Δημιουργία!
Πάμε δέκα χρόνια μπροστά. Τι κάνεις;
Να ’μαστε καλά! Θέλω να είμαι δραστήριος. Σαν να με βλέπω με την καμπαρντίνα μου, με το καπέλο μου, να έχω την αντικερί μου, να παίζω τα τραγούδια μου, να κάνω βόλτες εδώ, μπροστά στο Ηρώδειο, να κάνω τα ταξίδια μου, να είμαι ευτυχισμένος στην προσωπική μου ζωή.
Αντέχει η Αθήνα, ε;
Αντέχει αλλά θέλει περιποίηση, θέλει αγάπη. Μην καταντήσει μια χιλιοβαμμένη γριούλα. Η αισθητική είναι το άλφα και το ωμέγα. Να μην ακουστεί δηλαδή ο θρήνος «Η πόλις εάλω», αλλά «Η Πόλη Ζει», όπως το έντυπο που με φιλοξενεί και σε ευχαριστώ για αυτό!
Δεν του ζήτησα να μου αφιερώσει κάποιο τελευταίο κομμάτι. Νον φινίτο!