Μία ηλιόλουστη ημέρα που διέψευδε τον τίτλο του Μάρτη ως γδάρτη-παλουκοκαύτη συνάντησα τη Μαίρη, τον ορισμό του, όπως θα καταλάβετε παρακάτω, against all odds. Οι νοστιμιές της σερβίρονται χωρίς σταματημό από το 1994. Πρόκειται για ένα ιστορικό πλέον μαγειρείο που παρότι βρίσκεται σε μια από τις πιο ανερχόμενες γειτονίες της πόλης –πλατεία Αγίου Γεωργίου της Κυψέλης– δεν έχει ρίξει ούτε στο ελάχιστο το χαρακτήρα του στο βωμό της σοσιαλμιντιακής (sic) εικόνας.
Άλλοτε στέκι λογοτεχνών, στη συνέχεια ηθοποιών και καθημερινών ανθρώπων που εδώ και τριάντα χρόνια παραμένουν πιστοί στις γεύσεις της. Οικογενειακό μαγαζί καθώς πέραν του ιθύνοντα νου –πανταχού παρούσα μορφή της Μαίρης στο ταμείο, στις παραγγελίες, στη μαγειρική, στις προμήθειες και στις δημόσιες σχέσεις– εργάζεται εκεί ο σύζυγος και τα τρία της παιδιά.
Όπως μου είπε η ίδια, κάθε μέρα από τα χαράματα μπαίνει στην κουζίνα για να ετοιμάσει τα all time classic της ελληνικής γαστρονομίας όπως μουσακά, παστίτσιο, λαδερά, σούπες, ψητά κρεατάκια, πίτες και δεν συμμαζεύεται. Άνοιξε χωρίς να έχει ιδέα από μαγειρική, ως άλλες σχολές μαγειρικής στάθηκαν στο πλευρό της η μητέρα και η πεθερά της. Από εκείνες έμαθε τις συνταγές που συνεχίζει να ετοιμάζει μέχρι και σήμερα. Το «μυστικό» πίσω από τις νοστιμιές είναι οι πρώτες ύλες, τις οποίες προμηθεύεται από Καλαμάτα και Τρίπολη από όπου κατάγεται. Έξτρα παρθένο ελαιόλαδο και φρέσκες πρώτες ύλες συνθέτουν το μενού της.
Όταν τη ρώτησα για κάποια μυστική συνταγή μου είπε πως δεν υπάρχει κάποιο μυστικό πέρα από τη φρεσκάδα καθώς δεν κρατάει κανένα από τα ταψιά/κατσαρόλες της για την επόμενη ημέρα. Εκεί ήρθε να συμπληρώσει ο Γιώργος –ένας από τους γιους της που εκείνη την ώρα σέρβιρε– πως το μυστικό συστατικό είναι η αγάπη. Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω, καθώς μέσα από την εμπειρία μου στις κουζίνες, έχω καταλάβει πως στην προκειμένη περίπτωση αν δεν αγαπάς πολύ τη μαγειρική είναι ακατόρθωτο να παραμείνεις στο χώρο. Πέραν του τεράστιου ανταγωνισμού, λόγω της φύσης της εργασίας καταπονείσαι τόσο ψυχικά όσο σωματικά.
Καθόλου τυχαίως, η πρώτη λέξη που μου ήρθε στο μυαλό όταν τη συνάντησα ήταν το τσαγανό και στη συνέχεια η τιμιότητα που αναμφίβολα αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την μακροημέρευση κάθε επιχείρησης. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για χώρο εστίασης όπου η ποιότητα αξιολογείται από τους πελάτες σε καθημερινή βάση.
Επίσης, αυτό που κράτησα από την επίσκεψή μου, που ομολογώ δεν ήταν η πρώτη, ήταν η επιμονή της Μαίρης στη διατήρηση των τιμών σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα. Δεν παρασύρθηκε από την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής όπου για παράδειγμα μια χωριάτικη προσφέρεται δώδεκα ευρώ σε ένα μικρό πιάτο, με λίγο θρυμματισμένο λευκό τυρί από πάνω.
Σήμερα, όπου μας πλασάρονται καθημερινά εικόνες εξεζητημένων πιάτων και γαστρονομικών εμπειριών με πειραγμένες παραλλαγές των συνταγών με τις οποίες μεγαλώσαμε εμείς και τόσες γενιές πριν από εμάς, είναι ευχής έργον που συνεχίζουν να υπάρχουν χώροι σαν κι αυτόν. Διότι πολυτέλεια δεν είναι απαραίτητα κάτι που βρίσκεται έξω και μακριά από εμάς, αντιθέτως βρίσκεται πολύ κοντά μας. Άλλωστε, η απλότητα, η ύψιστη πολυτέλεια σύμφωνα με την επικούρεια φιλοσοφία, είναι πιο επίκαιρη από ποτέ και θα το ξαναπώ βρίσκεται στη διπλανή πόρτα αρκεί να την ανακαλύψεις.