Ναι, οφείλω να ομολογήσω πως από τα παιδικά μου χρόνια είχα μια παράδοξα τυχερή μοίρα, που ακολουθώντας τους ρυθμούς της οικογενειακής μας πορείας, μου έδινε πολλές ευκαιρίες για να δω τα «πράγματα» με άλλο μάτι και με άλλο νόημα.
Δεν χρειάζεται να σας δώσω πολλά παραδείγματα, ένα θα σας πω, πως ενώ όλα τα παιδιά της ηλικίας μου (εκεί ανάμεσα στα δέκα και δεκαπέντε χρόνια τους) κάθε καλοκαίρι έφευγαν από την Αθήνα για να πάνε διακοπές στα «βουνά και στα λαγκάδια», εγώ από το Κιάτο, ένα μήνα τουλάχιστον πήγαινα διακοπές στις «Νταίζες»! Νταίζες λέγαμε συνθηματικά τις πέντε θείες μου (πρώτες εξαδέλφες της μητέρας μου) που αφού «εξόντωσαν» πρώτα τους δύο αδελφούς τους και μετά τους άντρες τους, συγκατοίκησαν πλούσιες και ανεξάρτητες σε ένα υπέροχο διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου μιας απίστευτα όμορφης πολυκατοικίας επί της οδού Σπετσών (12).
Ακόμα θυμάμαι το δαντελένιο σιδερένιο διάφανο ασανσέρ! Η καθεμία είχε το δωμάτιό της. Κατά σειρά ηλικίας: Η θεία Βασιλική, δικηγόρος, η θεία Χριστίνα Κατηφόρη, φαρμακοποιός, η θεία Νταίζη, υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα, η Θεία Ισμήνη, χήρα νομάρχη Ρόδου. Α! η πέμπτη, η θεία Πέπη Τζάκα-Γαρουφαλίδη ήταν η μόνη που έμενε στο δικό της «ανάκτορο» επί της Πιπίνου και η μόνη που είχε μια κόρη, την ηθοποιό Νάντα Τζάκα (απόφοιτο γερμανικής φιλολογίας και φυσικά πάμπλουτη). Να μην παραλείψω το σπουδαιότερο, κόρες Ειρηνοδίκη Θηβαίου… τ’ ακούσατε «βλαχαδερά»;
Το όνομα «Νταίζες» το θυμάμαι από νήπιο. «Θα ’ρθουν οι Νταίζες», έλεγε ο πατέρας μου… Εδώ πρέπει να σας πω ότι είχαν αγοράσει ένα κόκκινο αυτοκίνητο, κόνσουλ κορτίνα, που το οδηγούσε η «μικρή», η Ισμήνη, γεννηθείσα το 1920 (πολύ μεγαλύτερη από τη μητέρα μου) το οποίο ποτέ δεν έμαθε να παρκάρει, αν και είχαν γυρίσει όλη την Ευρώπη! Βίος και πολιτεία!
Τη μόνη «λεπτομέρεια» που θα σας πω είναι το ότι είχαν την ευλογία να βοηθήσουν στην Κατοχή τη Μαίρη Καλογεροπούλου, ουσιαστικά, σώζοντάς την κυριολεκτικά από την τρομερή πείνα… Άλλο αν μετά δεν είχαν ούτε μία καλή κουβέντα για αυτήν. Τέλος πάντων, από την ταράτσα αυτού του σπιτιού πρωτοείδα την Κυψέλη. Κάθε βράδυ ανέβαινα με την άδειά τους κι έβλεπα το πρόγραμμα του Γκριν Παρκ και του Άλσους. Θυμάμαι ξεκάθαρα και τον Όμηρο Αθηναίο και τον Οικονομίδη. Τραγούδια, νούμερα, αστεία… Μια μέρα δεν άντεξα και παρακάλεσα τις Νταίζες να με πάνε στον Οικονομίδη. Άλλο που δεν θέλανε, ανέβηκα στο πάλκο και τραγούδησα ένα σχολικό τραγουδάκι… θρίαμβος! Το κοινό παραληρούσε – εκεί νομίζω ότι άρπαξα το μικρόβιο της σκηνής· εκεί και τους πρώτους ανεξιχνίαστους φόβους μου, όταν ένα βράδυ η Θεία Νταίζη, καθώς κοιτούσαμε τη μεγάλη φωτεινή ρεκλάμα του Χρωπεί που αναβόσβηνε, μου είπε στο αυτί επί λέξει: «Εκεί είναι η Ομόνοια, μη πας ποτέ μόνος σου, γιατί είναι κάτι παλιάνθρωποι που κάνουν κακό στα παιδιά που φοράνε κοντά παντελονάκια». Άλλο αν εγώ άκουσα καθαρά: «Μην το χάσεις, με την πρώτη ευκαιρία, τρέχα»!
Αυτά με την Κυψέλη, τη γειτονιά μου… Το πατρικό της γιαγιάς μου ήταν Αγίας Ζώνης και Ανάφης, όπου εγκατασταθήκαμε αργότερα (1980-1992). Όπως και το φοιτητικό μας σπίτι στη Φιλαδελφέως και Ουίλιαμ Κινγκ (1969-1980), πήγα στο όγδοο γυμνάσιο. Ε, πώς να το κάνουμε τώρα, είμαι βαθιά Κυψελιώτης, πολύ Εξαρχειώτης (1990-2025) και γνήσιος Κιατανιώτης (1952-1967), με μια ελαφριά δόση Στυλίδας (πήγα σχολείο τετάρτη-πέμπτη γυμνασίου) εδώ θα προσθέσω δυο σταγόνες εσάνς εσπεριδοειδών προς τιμήν των καλοκαιριών στον Ριζόμυλο Αιγίου, όπου πέρασα αμέτρητα καλοκαίρια στο πατρικό του αγαπημένου μου Πατέρα (περιστοιχιζόταν από έξι στρέμματα κήπο). Αν τώρα προσθέσουμε στο μπλέντερ και τη γαλλoϊταλική καταγωγή της Γιαγιάς μου Όλγας Ρώκκα (De la Roche), έχουμε μια βερσιόν της αγαπημένης ταινίας «Μια Ιταλίδα απ’ την Κυψέλη» (τι ’ναι αλήθεια, τι ’ναι ψέμα και τι το ανάμεσό τους). Κι έπειτα μου λες πως η τέχνη αντιγράφει τη ζωή· ακριβώς το αντίθετο!