Το τραγούδι της ημέρας παίρνει φόρα και θα αρχίσει να προσγειώνεται στην αρχική σας σε ανύποπτο χρόνο. Η ιδέα είναι απλή: κάποιες μέρες και κάποια γεγονότα που θέλουμε να θυμόμαστε, τα συνδέουμε με τραγούδια κι έτσι, γιορτάζουμε –ή πενθούμε– με τον πιο ωραίο τρόπο, με τον πιο αληθινό τρόπο που ξέρουμε (και το κάνουμε έτσι κι αλλιώς)· μουσικά.
Το τραγούδι της ημέρας: «Φάτα Μοργκάνα»
Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική – 1η εκτέλεση: Μαρίζα Κωχ
Δίσκος: Μαρίζα Κωχ – Μαρίζα Κωχ (1977)
Ο Νίκος Καββαδίας. Με την δική του χαρακτηριστική γλώσσα, την αλμυρή και υγρή και ερωτική. Μάθαμε λέξεις και ναυτικές ορολογίες και ταξιδέψαμε σε μακρινά λιμάνια διαβάζοντας το Μαραμπού (1933), το Πούσι (1947), την Βάρδια (1954). Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και έγινε αιματοκύλισμα στο κεφάλι μου για το σημερινό τραγούδι της ημέρας. Κάποια στιγμή όμως, άφησα πίσω μου τον Γκάτσο και τον Γιάννη τον φονιά, τον Ελύτη και της Μαργαρίτας τ’ αλωνάκι κι αποφάσισα ότι σήμερα θέλω να ακούσω τον αγαπημένο μου. Ξανά και ξανά. Και άλλωστε η στήλη αυτή μιλάει πρώτα για τραγούδια κι ύστερα για ποιητές. Και ποιος είναι πιο πολυμελοποιημένος από τον ασυρματιστή, ποιητή, ταξιδιώτη, Καββαδία;
Η Μαρίζα Κωχ. Σπουδαία κι απαραίτητη. Ένα σύμπαν από μόνη της. Μια γυναίκα που κουβαλάει τη λαϊκή παράδοση, αλλά την παίρνει, την ανατινάζει και την ξαναχτίζει με δικά της υλικά. Η Κωχ μαχαίρι και χάδι μαζί. Μας έχει χαρίσει τραγούδια που «κόβουν», όπως και η Φάτα Μοργκάνα. Και με αυτήν τη φωνή…
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν
Στο ποίημα «Φάτα Μοργκάνα» από τη συλλογή του Τραβέρσο (1975), ο ποιητής βάζει την υπογραφή του λίγο πριν φύγει. Όλα τα ποιήματα αυτή της συλλογής γράφτηκαν τον τελευταίο χρόνο της ζωής του (κι έφυγε στη στεριά – ατυχία να σου πετύχει– λίγες μέρες πριν ξαναμπαρκάρει· εκείνος, που ήθελε να σβήσει στη θάλασσα.) Η «Φάτα Μοργκάνα» γράφτηκε τους τελευταίους μήνες της ζωής του, πάνω στο καράβι Aquarius και αφιερώνεται στη
Θεανώ Σουνά, μια νεαρή φιλόλογο που γνώρισε ο ποιητής το 1973. Εκείνη 25, αυτός 63 χρονών (δύο χρόνια πριν τον θάνατό του). Ο ίδιος είχε δηλώσει πως δεν ερωτευόταν και το ότι ερωτεύτηκε σ’ εκείνη την ηλικία το θεωρούσε εκπλήρωση μιας κατάρας. «Σε καταριέμαι να αγαπήσεις εξήντα χρονών και να δούμε τότε πώς θα γελάς», του είχε πει κάποτε μια αρκετά μεγαλύτερή του γυναίκα που τον αγάπησε κι αυτός δεν ανταπέδωσε.
Είχε όμως μεγάλη λατρεία ο Κόλλιας, όπως τον φώναζαν, στο γυναικείο σώμα. Έτσι κι εδώ. Το τραγούδι εξυμνεί το γυναικείο αιδοίο, το ηδονικό, ζωογόνο, αρωματικό, με μια σπάνια ποιητική εμμονή. Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί, οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι. […] Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά, μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει. Το λατρεύει, το μεταλαμβάνει για να πάρει ζωή και κουράγιο. Αυτό έκαναν κι οι πειρατές πριν πολεμήσουν, άλλωστε, μας λέει… Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου… Σου λέει εδώ είναι ο ναός, αλλά όχι σαν τους άλλους, της θρησκείας. Ναός του ιδρώτα, του δέρματος, της αφής. Γι’ αυτό και το ποίημα αυτό μυρίζει αμπάρι.
Νίκος Καββαδίας: «Εγώ το έβγαλα έτσι, ποιητικά…Θυμίζει τα βάζα των Καρχηδόνιων, που τα βάφανε αυτοί μόνο από μέσα, μ’ ένα ειδικό επίχρισμα. Και το γυναικείο επίχρισμα, πώς να το πω, είναι η χλωρίδα, ας πούμε. Όπως έχουμε θαλάσσια χλωρίδα, τροπική χλωρίδα, πανίδα κλπ. Είναι πολύ ερεθιστική. (Γελάει). […] Αυτό το επίχρισμα έχει απόχρωση σκουριάς.»*
Όπως και τα ατέλειωτα θαλασσινά ταξίδια, η δύσκολη, αρρωστιάρικη, κοπιώδης ζωή του ναυτικού, έτσι κι αυτή η αναζήτηση –η ερωτική– απαιτεί θυσίες, κινδύνους, πέρασμα ακόμα και μέσα από το μάτι του κυκλώνα. Και μέσα στο κορμί Εκείνης; Η λύτρωση, η ξεκούραση, η ένωση. Τσιγγάνα λέει τη μοιραία γυναίκα –περιπλανιέται κι αυτή– μοιάζουν. Όλοι περιπλανώμενοι.
Οι ναυτικοί μιλούσαν για τη θάλασσα σαν να ήταν γυναίκα, έτσι κι αλλιώς. Την είχαν για «γκόμενα σκληρή και ζηλιάρα». Και για γυναίκες είχαν τις πόρνες στα λιμάνια, αυτές τις αγίες, που έδιναν αγκαλιά σε όποιον δεν είχε καμία άλλη να τον δεχτεί. Η «Φάτα Μοργκάνα» είναι ένα ποίημα τρικυμιώδες. Όχι μόνο επειδή το διαβάζεις (και το ακούς υπέροχα μελοποιημένο) και μυρίζεις αλμύρα, ίμερο και σκουριά, αλλά και επειδή παίζει μαζί μας. Μιλάει ταυτόχρονα και για την γυναίκα και για ένα οπτικό φαινόμενο, μια προβολή στο κύμα, έναν αντικατοπτρισμό, κάτι αλλόκοσμο που ξέρεις από την αρχή πως θα διαλυθεί όταν πλησιάσεις. Όπως και ο έρωτας μάλλον.
Η ονομασία Φάτα Μοργκάνα αποτελεί εξιταλισμένη απόδοση του μεσαιωνικού αγγλικού ονόματος Μόργκαν ή Μοργκάνα λε Φέι, της μάγισσας και ετεροθαλούς αδελφής του Βασιλιά Αρθούρου, των θρύλων του κύκλου του Αρθούρου και χρησιμοποιείται στη σικελική παράδοση για να υποδηλώσει ένα ιδιαίτερο είδος διπλού αντικατοπτρισμού, ένα οπτικό φαινόμενο, που οφείλεται σε θερμοκρασιακή αναστροφή, όπου εκεί βρίσκεται το φανταστικό παλάτι της Φάτα Μοργκάνα. Τα αντικείμενα στον ορίζοντα, όπως νησιά, κρημνοί, πλοία ή παγόβουνα, εμφανίζονται σύνθετα, δηλαδή δύο είδωλα ίδιου αντικειμένου ενωμένα αντίστροφα κατά κορυφή.
Μήτσος Κασόλας: Και η Φάτα Μοργκάνα;
Νίκος Καββαδίας: Φάτα Μοργκάνα είναι ένα φαινόμενο που συμβαίνει στη Σικελία, στο στενό, ή στη Νάπολη απόξω, νύχτα, τρεις η ώρα, και παρουσιάζει τρεις γυναίκες που χορεύουν στον ορίζοντα. Μετά σβήνει. Κρατά ένα-δυο λεπτά, τρεις η ώρα τη νύχτα, πάντα την ίδια εποχή. Καμιά φορά μπορεί να είναι και ηλιακό φαινόμενο και να το βαστάει κάποιο σύννεφο και το παρουσιάζει μετά. Να, κάνει μια αποθήκευση αυτού.
Μ.Κ: Εσύ το είδες αυτό το φαινόμενο;
Ν.Κ: Δύο φορές.
Μ.Κ: Μη μου πεις… Έχουνε σχήμα; Πώς είναι;
Ν.Κ: Έχουνε σχήμα, κανονικό σχήμα, με τα πέπλα τους, τα μαλλιά τους, λυσίκομες, σε ανατριχιάζει αυτό το φαινόμενο.
Μ.Κ: Αλήθεια, με συγχωρείς που σε ξαναρωτάω, το ‘χεις δει εσύ αυτό το θέαμα με τα μάτια σου;
Ν.Κ: Ναι, βρε παιδάκι μου, πολλές φορές. Αυτό το θέαμα μάλιστα το είδα, την πρώτη φορά, με έναν Καραντώνη. Αυτός με φώναξε. «Δεν ξέρω τίποτα», μου λέει. Ξάδερφος πρώτος του Αντρέα του ύπαρχου στο καράβι. Αλλά αντικατοπτρισμούς έχω δει πολλές φορές. Έχω δει το Αλγέρι και μετά τους μιναρέδες του στην Ερυθρά. Και λες, αυτό δεν είναι Κάιρο, Αλεξάνδρεια, είναι τ’ Αλγέρι, που το ξέρεις. Γιατί μπαίνοντας μετά στο παλιό ντοκ, βλέπεις τι έχει, πόσα φανάρια κλπ.*
Η «Φάτα Μοργκάνα» θυμίζει κάτι από την ποίηση που γράφεις για ό,τι δεν έπιασες ποτέ στα χέρια σου. Για ό,τι φάνηκε μπροστά σου σαν όνειρο, σου ’βγαλε τη γλώσσα αυθάδικα και χάθηκε. Κι αυτά είναι τα πιο όμορφα απ’ όλα. Γιατί ό,τι ζούμε φθείρεται. Ό,τι δεν φτάνουμε, μένει αιώνιο.
Κάποια στιγμή τα ταξίδια τελειώνουν. Κάποια στιγμή όλοι μας οι έρωτες θα γίνουν αναμνήσεις. Τουλάχιστον η Θεανώ πρόλαβε και έμεινε αιώνια, μέσα από αυτό το ποίημα του Κόλια και τη μουσική και τη φωνή της Μαρίζας Κωχ.
Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
* Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μ. Κασόλα «ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ: ΓΥΝΑΙΚΑ-ΘΑΛΑΣΣΑ-ΖΩΗ»