Πόσο καιρό έχεις να κάνεις έναν περίπατο Ή να ακούσεις αυτήν τη λέξη; Άνθρωποι της πόλης, αυτής της αντιφατικής ύπαρξης, κάνουν έναν περίπατο χωρίς σχέδιο. Αποτυπώνουν στιγμές, καταστάσεις, γράφουν τις σκέψεις τους και μας παρασύρουν στην τυχαιότητα της ζωντανής πόλης.
Στο Νέο Κόσμο μπορείς να φτιάξεις δύο πράγματα. Την υγεία σου και το αμάξι σου. Ίσως διεκδικεί ως γειτονιά κάποιο βραβείο που δεν έχει ακόμα εφευρεθεί για τη συνοικία με τη μεγαλύτερη πυκνότητα σε φαρμακεία και συνεργεία αυτοκινήτων. Έχει τουλάχιστον δύο ανά τετράγωνο. Κι από καφενεία δεν πάει άσχημα. Κατεβαίνω τη Ρουμπέση. Σε μια μικρή πλατεία, το «Καφέ νέον» γουργουρίζει τα μεσημέρια σαν γάτα. Δεν έχει πολλή κίνηση ακόμα. Το βράδυ είναι οι δόξες του.
Τώρα κάθεται μια μαμά με το παιδάκι της στο καρότσι κι ένας ηλικιωμένος. Μουστακαλής. Ασπρομάλλης. Φοράει μια τραγιάσκα. Με το ούζο, του έχουν βγάλει χταποδάκι. Λύνει ένα σταυρόλεξο. Λαχταράω να κάτσω μαζί του και να του πω ότι η λέξη με τα πέντε γράμματα που ψάχνει, «όταν μιλάμε τη σκοτώνουμε», είναι η σιωπή. Αρνούμαι την παρόρμησή μου, συνεχίζω.
Πιο κάτω το έτερο καφενείο είναι γεμάτο και αλαζονικό. Η αλαζονεία του έγκειται στην παλαιότητά του. Δεν εννοώ ότι μετράει απλώς πολλά χρόνια ζωής. Εννοώ ότι έχει μείνει αλώβητο στο χρόνο, έχουν περάσει από πάνω του εποχές, τεχνολογικές επαναστασεις, gentrification, και δεν το έχουν αγγίξει. Σαν τα τσόχινα τραπέζια που έχει μέσα να είναι η πανοπλία του, σαν ο Ρήγας, η Ντάμα Κούπα κι ο Άσσος να έγιναν ο στρατός του κόντρα στην εξέλιξη. Είναι γεμάτο πάντως. Δεν γουργουρίζει όπως το παραπάνω. Βρυχάται. Εδώ, πάλι ηλικιωμένοι και πάλι κύριοι δε λύνουν σταυρόλεξα. Μιλούν δυνατά, διαφωνούν, παραγγέλνουν, κοπανάνε τα χαρτιά πάνω στην τσόχα, σκανάρουν τις διερχόμενες κυρίες κάθε ηλικίας.
Είναι 2:30 το μεσημέρι. Τα παιδιά έχουν τελειώσει απ’ το σχολείο. Τα μεγάλα κατηφορίζουν σε παρέες. Κάτι ζευγαράκια αγκαλιά. Ένα έφηβο αγόρι κάθεται με το κορίτσι του σε ένα παγκάκι. Με κοιτάζει φευγαλέα. Ύστερα το κοιτάζει η κοπέλα του δολοφονικά. Τους προσπερνάω και ρίχνω μια ματιά να δω αν ζει ακόμα το αγόρι. Ζει. Λίγο παρακάτω άλλο ένα κορίτσι έχει σχολάσει, είναι μικρό. Έχει την τύχη να κρατάει ακόμα το χέρι της μάνας του και η μάνα έχει την τύχη –30 χρόνια μετά– να κουβαλάει ξανά μια ροζ τσάντα με ανάγλυφη τη μορφή της Ραπουνζέλ. Η μικρή λέει μια ιστορία απ’ το σχολείο, επαναλαμβάνει «ήταν αφόρητο». Χαίρομαι που λέει αυτήν τη λέξη, κόβω το λαιμό μου ότι δεν ξέρει ακόμα ακριβώς τι σημαίνει. Ευτυχώς.
Φτάνω στην Ηλία Ηλιού, κάνω δεξιά. Στη στάση του τραμ ένας εμποράκος είναι τόσο ξύπνιος ώστε να εκμεταλλεύεται ένα πράγμα ειλικρινά αφόρητο: την αναμονή. Έχει στήσει εδώ την πραμάτεια του. Ψεύτικα χρυσά ρολόγια, αναπτήρες, μπαταρίες, πλαστικά γυαλιά ηλίου, πετσετάκια, τιρμπουσόν. Ετερόκλητη πραμάτεια. Η αναμονή σε κάνει να θυμηθείς ότι πράγματι έχεις ξεμείνει από μπαταρίες κι ότι ίσως κάποιος να έρθει σπίτι το βράδυ και μάλλον θα πιείτε κρασί κι ότι ένα νέο τιρμπουσόν ποτέ δεν είναι άχρηστο. Πανέξυπνος εμποράκος.
Στο Νέο κόσμο συμβαίνει κάτι πρακτικά σωστό μα συναισθηματικά λάθος. Η στάση του μετρό και του τραμ είναι δίπλα δίπλα. Κονταροχτυπιούνται σε χρησιμότητα και γόητρο. Το τραμ επιμένει ότι μόνο για ’κείνο έχουν γράψει τραγούδι ο Σουγιούλ και ο Σακελλάριος, το μετρό εριστικά απαντάει «σου ταιριάζει, έχετε και οι δύο εξαιρετικά αργό ρυθμό». Το τραμ ξεκινάει όσο πιο φουριόζικα μπορεί.
Στέκω έξω απ’ το μετρό. Μια κυρία με καπέλο της Greenpeace προσπαθεί να με κάνει ν’ αγιάσω σπονσοράροντας πολικές αρκούδες. Προσπαθώ να της πω ότι δεν είναι η περίοδος της ζωής που σώζω πράγματα, μα που χαλώ, κι ότι δεν είμαι ο άνθρωπος που ψάχνει. Ο ήχος τακουνιών με κάνει να κοιτάξω πίσω μου. Μαγνητίζομαι. «Αποκλείεται», σκέφτομαι, «δε θα το κάνει». Όμορφη μεσήλικη με κοστούμι και στιλέτο κινείται προς το μετρό. Στοιχηματίζω ότι δεν θα κατέβει στην αποβάθρα, πρόκειται για άθλο με αυτό το υπόδημα. Κι όμως! Κατεβαίνει. Φεύγω άρον-
άρον απ΄την ιεραπόστολο των πολικών αρκούδων και ακολουθώ την κυρία.
Κατεβαίνει τις συμβατικές σκάλες με άνεση λες και φοράει αθλητικά. Παίζω δεύτερο στοίχημα ότι στις κυλιόμενες θα κωλώσει. Λαθεύω ξανά. Τις δαμάζει κι αυτές με τρομακτική σιγουριά. Αύριο είναι η μέρα της Γυναίκας. Με το πρώτο αξίωμα που θα αναλάβω, θα απαγορεύσω δια νόμου στα κορίτσια να υποκύπτουν στη βαναυσότητα αυτών των παπουτσιών στα ΜΜΜ. Θα δώσω επίδομα ταξί μόνο και μόνο για να κυκλοφορούν με ψηλοτάκουνα ήρεμες. Το μετρό πέρασε. Τα τακούνια μπήκαν μέσα. Η πλατφόρμα άδειασε. Έμεινα μόνο εγώ και δύο φανταστικά νομοθετήματα. ◼