Με ποιον τρόπο το αστικό περιβάλλον και τα οικονομικά συμφέροντα καθορίζουν τη θέση των τοξικοεαρτημένων ανθρώπων στον δημόσιο χώρο; Με ποιον τρόπο αποκλείονται ή γκετοποιούνται διαχρονικά και πώς θα μπορούσε να πραγματοιποιηθεί η κοινωνική ένταξή τους; Σήμερα συζητάμε για την περίπλοκη και πολυδιάστατη σχέση της πόλης με τους ανθρώπους της, με τον Ηρακλή Καραμπάτο, διδάκτορα Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ.
Με ποιους τρόπους το αστικό περιβάλλον ή τα οικονομικά συμφέροντα «χειρίζονται» ή «ωθούν» προς κάποια κατεύθυνση τους τοξικοεξαρτημένους ανθρώπους;
Για ολόκληρες δεκαετίες η Αθήνα (και τα αστικά αφηγήματά της) χρειαζόταν τους τοξικοεξαρτημένους, καθιστώντας τους «θέαμα», ορίζοντας με αυστηρότητα το πού και το πότε τους εμφάνιζε. Ο αθηναϊκός χώρος τους καθιστούσε ―έως πολύ πρόσφατα― απαραίτητους, σαν να αποτελούσαν τα «φέροντα στοιχεία» της αρχιτεκτονικής της Αθήνας. Εάν εξετάσουμε τα όσα υποστηρίζει το πεδίο της κριτικής γεωγραφίας (σχετικά με το ότι οι χώροι συνιστούν έναν συγκερασμό από συνιστώσες), θα λέγαμε ότι στην περίπτωση των τοξικοεξαρτημένων συμπολιτών μας, η ύπαρξή τους επιβοηθούσε στη συγκρότηση της αναπαράστασης ενός χώρου που αποκάλυπτε με ενάργεια το οικονομικό και πολιτισμικό συγκείμενό του.
Τους στερούν τη δυνατότητα «τοποθέτησης» και μονιμότητας;
Η πόλη γι’ αυτούς τους ανθρώπους βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχούς μεταβολής, αφού αναγκάζονται να μετατραπούν σε «καραβάνια» αστικής κινητικότητας, ούτε καν μετανάστευσης, αφού ο δεύτερος όρος αποτελεί και «επούλωση του τραύματος» της μετακίνησης, που επιτυγχάνεται με μια σταθερή τοποθέτηση. Για παράδειγμα, η απομάκρυνσή τους αποτελούσε μία μόνιμη προεκλογική υπόσχεση για τον δήμο της Αθήνας κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες.
Συνηθίζουμε να λέμε «στέκι τοξικοεξαρτημένων», όπως λέμε «φοιτητικό στέκι». Έχετε πει ότι η λέξη «στέκι» δεν είναι σωστή και ότι πρόκειται για γκετοποίηση. Τι σημαίνει αυτό και πώς συμβαίνει;
Πράγματι, πρόκειται για μία μορφή γκετοποίησης. Πραγματευόμενοι συνήθως το ζήτημα των τοξικοεξαρτημένων συμπολιτών μας και τη θέση τους στον αστικό ιστό, χρησιμοποιείται συχνά ο όρος «στέκι». Αυτό είναι εσφαλμένο. Ο όρος «στέκι» αποτελεί ευφημισμό και ενδέχεται να μην αποδίδει με ακρίβεια την πραγματικότητα, η οποία φαίνεται περισσότερο να αποτελεί μια υφέρπουσα, «αδιόρατη γκετοποίηση», την οποία προκαλεί η ίδια η πόλη επί τη βάσει των οικονομικών ή πολιτικών συντελεστών της. Βρίσκονται σε εκείνο το σημείο του χώρου γιατί σχεδόν πάντοτε κάτι εξωτερικό προς αυτούς τους ωθεί εκεί.
Επίσης αναφέρετε ότι «Το να γίνουν μέρος της οπτικής μας κουλτούρας είναι κρίσιμο· αποτελούσε πάντοτε το πρώτο βήμα για να σωθούν». Μπορείτε να αναπτύξετε αυτή σας την θέση;
Πρόσφατα ο δήμος Αθηναίων αναζήτησε χώρο στέγασης/ίδρυμα για τους τοξικοεξαρτημένους εκτός του αστικού ιστού, ώστε να φύγουν από την πλατεία Αγίου Παύλου. Για άλλη μία φορά θα κληθούν να «προαστικοποιηθούν» και να διέλθουν από τη στενωπό της ιατρικοποίησης και της ιδρυματοποίησης, που ως μέσα έχουν αποδειχθεί ανίκανα να λύσουν πειστικά τέτοια ζητήματα. Συνεχίζει να ασκεί ιδιαίτερη γοητεία αυτή η κουλτούρα «απόκρυψης», στοιχείο που φυσικά λειτουργεί επιβαρυντικά για τους ανθρώπους αυτούς. Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε, είναι ότι η καλυτέρευση της ζωής τους ―και ίσως και η ίδια η επιβίωσή τους― να σχετίζεται με το πού τους τοποθετεί η πόλη και το πότε τους βλέπουμε. Με το να σημειώσουμε ότι οι τοξικοεξαρτημένοι συμπολίτες μας πρέπει να παραμείνουν μέρος της οπτικής μας κουλτούρας, δηλώνεται η κρισιμότητα του να μην ξεχαστούν.
Και ποιο ρόλο παίζουν η άνοδος των Airbnb και οι αναπλάσεις περιοχών, όπως οι περιπτώσεις της Ομόνοιας και του Μεταξουργείου;
Η άνοδος των airbnb τους «επιβάλλει» την αστική περιπλάνηση. Το παράδειγμα της πλατείας της Ομόνοιας είναι χαρακτηριστικό: ανασταίνοντας έναν «αστικό παρία» (το Μπάγκειον ξενοδοχείο), ανακατασκευάζοντας ένα συντριβάνι που τελικά κανένας δεν μπορεί να απολαύσει, έδωσε ουσιαστικά την αίσθηση ότι αυτός ο χώρος «επανακατακτάται» από μια υποτιθέμενη «κανονικότητα» που δεν προσφέρεται πλέον γι’ αυτούς τους ανθρώπους, ενώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η πόλη έσπρωξε το μεγαλύτερο ποσοστό τοξικοεξαρτημένων ανθρώπων μακριά από τα όρια του κλασικού κέντρου. Παρόμοιας σημασιολογικής υφής είναι και το παράδειγμα του Μεταξουργείου. Πράγματι, το Μεταξουργείο ως μεσοαστική περιοχή φιλοξένησε στο πρόσφατο παρελθόν κατά βάση ανθρώπους χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων, που βιοπορίζονταν μέσω παραγωγικών δραστηριοτήτων μεταποίησης. Τώρα το Μεταξουργείο «επανανακαλύπτεται» ως σημείο εγκιβωτισμού νεοκλασικών αρχιτεκτονικών υλικοτήτων, με νέους οικονομικούς όρους αυτή τη φορά, κάτι που θα επιβάλλει την έλευση νέων συνθηκών ορατότητας, στις οποίες αυτές νέες συνθήκες δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτούς τους ανθρώπους, που θα θυσιαστούν ―όχι στον βωμό της βελτιστοποίησης της περιβαλλοντικής πολιτικής ή της κίνησης στην πόλη, αλλά λόγω οικονομικών σκοπιμοτήτων.
Σας έρχονται στο μυαλό παραδείγματα άλλων πόλεων που να έχουν υιοθετήσει πολιτικές που να αντιμετωπίζουν ουσιαστικά το ζήτημα των τοξικοεξαρτημένων στον αστικό χώρο; Αν ναι, τι μπορούμε να μάθουμε από αυτές;
Στη Βαρκελώνη, το Βερολίνο και το Άμστερνταμ προβλέφθηκαν χώροι στους οποίους επαγγελματίες υγείας (μέσα στους οποίους και πρώην εξαρτημένοι) που έχουν επιφορτιστεί με το καθήκον να βοηθούν τους ενεργούς χρήστες. Τους επιβλέπουν κατά τη χρήση και κατά την παραμονή στη μονάδα, και με τη συμβολή ψυχολόγων τους ενημερώνουν για τα οφέλη της μονάδας και των κέντρων απεξάρτησης. Μόλις το 2020 ψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο η πρόβλεψη για τέτοιους εποπτευόμενους χώρους χρήσης, με σοβαρές αντιδράσεις από διάφορους φορείς, σχέδιο που μέχρι σήμερα φαίνεται να υποχρηματοδοτείται και να καρκινοβατεί. Οι χώροι αυτοί επιτρέπουν στους τοξικοεξαρτημένους να μην «αορατοποιηθούν», όπως συνέβη στη χώρα μας για μισό αιώνα. Δυσκολευτήκαμε για ένα δυσεξήγητα μεγάλο διάστημα να αποδεχθούμε ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη μέθοδο της απόκρυψης, αφού ήταν νομοτελειακό ότι δεν θα εξαλειφθούν οι άνθρωποι αυτοί εάν απλά το κράτος τους παρατήσει. Είναι σήμερα αρκετά συγκινητική η συγκρότηση ενός σώματος κινητών μονάδων (π.χ. ΟΚΑΝΑ) για εποπτευόμενη χρήση στο κέντρο της Αθήνας.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι και οι μετανάστες γίνονται «μπαλάκι» για την επίτευξη αντίστοιχων σκοπών μέσα στις γειτονιές της πόλης;
Τη θέση των «άλλων» στην Αθήνα των προηγούμενων δεκαετιών, θέση που είχαν για πολλά χρόνια οι τοξικοεξαρτημένοι, έχουν πλέον λάβει οι μετανάστες. Ως δια μαγείας μεταβιβάστηκε κατά βάση σε αυτούς το «πέπλο της επικινδυνότητας» με το οποίο παρουσιάζονταν οι τοξικοεξαρτημένοι των δεκαετιών 90΄και 00΄. Για τα κόμματα που πλασάρουν «πολιτική σωτηριολογία» αποτελούν μήτρες εγκληματικότητας, ενώ παρατηρείται και η διείσδυση της πολιτικής εξουσίας στο πεδίο της βιολογικής τους ζωής: εγκυμονούν άμεσους κινδύνους για την υγεία μας. Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να παρατηρήσει κανείς τα κοινά μοτίβα που εξυφαίνονται. Αναφορικά με τη σχέση τους με την πόλη, εμφανίζονται και αυτοί σαν object trouvee που τοποθετείται από ένα αόρατο χέρι, έναν αρχιτεκτονικό πανεπόπτη για να πληρώσουν ένα μέρος του περιεχομένου των κατασκευών· σαν να τους γεννάνε τα κτήρια, όταν εμείς δεν κοιτάμε. Ακολουθούν ετεροχρονισμένα το σχεδόν ριτουαλιστικό μονοπάτι που ακολούθησαν και οι τοξικοεξαρτημένοι: Ομόνοια – Πεδίον Άρεως – Μεταξουργείο…
Ποιος είναι τελικά κατά την άποψή σας ο κύριος λόγος για τον οποίο οι τοξικοεξαρτημένοι αντιμετωπίζονται με αυτόν τον τρόπο μέσα στον αστικό ιστό;
Από τη μία πλευρά συμβολίζουν το «εκεί έξω», το οποίο χρειαζόμαστε. Αυτόν που κυκλοφορεί μέσα στη Στοά Αρσάκη όταν σβήνουν τα φώτα. Ταυτόχρονα συμβολίζουν ένα απευκταίο αντιπαραγωγικό μοντέλο ζωής (εχθρικά διακείμενο απέναντι στο κυρίαρχο οικονομικό σύστημα), δηλαδή την ανεργία, την αδυναμία στέγασης, τη φτώχεια ή έναν συγκερασμό όλων αυτών. Βιώνουν μία απαγορευμένη έκφανση της ζωής και ενδεχομένως να το κάνουν και για δικό μας λογαριασμό, πριν τελικά φορτωθούν τα βάρη των μετατοπισμένων μας ενοχών. Αυτές τις εκφάνσεις της εικόνας τους τις χρειαζόμαστε. Η ρομαντικοποίηση μιας «μποέμ» αστικής επιβίωσης είναι όμως η αναίμακτη πλευρά του ζητήματος. Αυτό που δεν θέλουμε να βλέπουμε σε αυτούς είναι οι ηθικές υποχρεώσεις που έχουμε απέναντί τους, γιατί αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μας αρέσει. Και το κράτος, με τη δική του σειρά, δεν θέλει να αποδεχθεί τις δικές του υποχρεώσεις απέναντί τους, ιδιαίτερα από τη στιγμή που υποστασιοποιούν και εγκιβωτίζουν ένα μέρος της ίδιας της δυστροπίας του.
