Φίλοι και φίλες μου ακούστε… Κάποιες από εμάς τα καλοκαίρια μας δε τα περνάγαμε σε(ή μόνο σε)hot προορισμούς, κοσμοπολίτικα μπαρ, νησιά με ινσταγκραμικά ηλιοβασιλέματα σε μαξιλάρες στην παραλία. Πηγαίναμε στο χωριό μας και ζούσαμε το ΑΛΗΘΙΝΟ, το ΑΠΟΛΥΤΟ βουκολικό μας καλοκαίρι!
Σε αυτά μας τα καλοκαίρια πρωτοστατούσαν και οι βουκολικοί μας έρωτες. Που δεν είχαν καθόλου πιτσουνίσια χοροπηδητά σε αμμουδιές, πιασμένα χέρια και γαριδομακαρονάδες σε ρομαντικά δείπνα και άλλα τέτοια γλυκανάλατα.
…Είχαν αγροτικό που οδηγούσε ο άλλος από τα 12 και κλαρίνα, τρακτέρ σε χωράφια, μπουκάλια haig και Βασίλη Καρρά, δευτεροκλασάτο σκυλάδικο κάπου ανάμεσα σε περιβόλια με ελιές και ηχητικό background βέλαγμα από πρόβατα… Στα γράφω και πορώνομαι! Είχαμε και το πανηγύρι –talk of the town- που όλες μας ντυνόμασταν λατέρνες (επιεικώς το λέω το λατέρνες) για να πάμε μέχρι την πλατεία που ήταν μαζεμένο όλο το χωριό αλλά και αυτός ο έρωτας- αυτό τα’ αγόρι! Και να κοιτάμε ο ένας τον άλλο με το τηλεσκόπιο από το τραπέζι μας ως το τραπέζι τους. Πως καταβρόχθιζε το ψ’το στη λαδόκολλα και κάπως έτσι θα καταβρόχθιζε κι εμάς σκεφτόμασταν.
Έστυβε την πέτρα, λέμε, το παλικάρι μπάλες τριφύλλι φόρτωνε στο φορτηγό και τις φιστικιές του περιποιείτο ωσάν μεγαλο-τσιφλικάς και όλες τόνε θέλανε για την κούρσα, το τρακτέρ, το αγροτικό, τα πολλά τα χωράφια, τη βάρκα, τα πρόβατα, τις κότες και τα σκυλιά! Κι όταν βγαίνατε για ποτό (όταν και αν) τον έπαιρνε ο ύπνος πάνω στην μπάρα με το κινητό στο ένα χέρι και το στο άλλο χέρι το ποτό με οινόπνευμα 250%. Συνήθως οι βόλτες ήταν «φυσιολατρικού» περιεχομένου, επισκέψεις σε βάλτους και υδροβιότοπους του χωριού (καθ’ ότι παραλιακό) με κίνδυνο να κολλήσει το αυτοκίνητο στις λάσπες (καθ ότι δεν ήταν και 4Χ4). Έτσι τα ραντάρ του χωριού δεν εντόπιζαν την « ένοχη» σας δραστηριότητα του φλέρτ. Μόνο τα βατράχια γνώριζαν…
Το αγόρι είχε γιαγιαδοφοβία- δε τον κατηγορώ μα ΑΠΟΡΩ! Τέτοιο παλικάρι… ΤΟΣΟ «κοκοκο»; Δηλαδή φίλη μου ένα αθώο φιλί δίνατε και τον έλουζε κρύος ιδρώτας τι θα πει η κυρά Δέσπω που ασβεστώνει την αυλή της/ πνίγει τον κόκορα (5 η ώρα το ξημέρωμα) αν σας δει να περνάτε ανίδεοι (και ντίρλα)στον απάνω μαχαλά; Θα το πει στη γιαγιά σου και μετά θα ξεροκαταπίνει το σουβλάκι του δίπλα σας στην πλατεία (με ΤΙ ΜΟΥΤΡΑ άραγε;)! Θα τον περιφέρουν με ταμπέλα στο τρακτέρ είμαι ΤΕΝΤΙΜΠΟΗΣ θα ντραπεί τα κολοκύθια και τις πιπεριές , τα τριφύλλια που λέγαμε . Μα πάνω απ’ όλα θα ντραπεί το κεραυνοβολημένο βλέμμα του φάδερ σου (που ούτε καν τον ξέρει) και θα τον σούρει από το καγκουρέ τσουλούφι ως της εκκλησιάς την πόρτα (που ούτε εσύ δε θα’ σαι εκεί).
…Μου έλεγε η σικάτη η ξαδέρφη μου (που κρυφάκουγε κι αυτή Καρρά) όταν ερχόταν να παραθερίσει στο διπλανό χωριό, «τι μπλέκεις ρε ξαδέρφη με δαύτους;» Λείψανε οι γκόμενοι από την Αθήνα, λείψανε τα σικ αγόρια με τα γλυμμένα μαλλιά και τα ωραία τους (φλώρικα) πουκάμισα; Η τότε καψούρα μου πιο προχώ απ’ όλους με το πουκάμισο και το σκαρπίνι έκανε τις αγροτικές δουλειές, έβαζε το βράδυ τη κολώνια κουκουνάρι και κατέβαινε στη πλατεία, πάντα στην πένα με τα after shave του και τα φρεσκοπλυμμένα και σιδερωμένα… «Το φεγγάρι αλήτης σου χαϊδεύει το κορμί και η νύχτα μυρίζει καζολίν»