Η Αθήνα , όπως την έχουμε γνωρίσει οι περισσότεροι, είναι μια πρωτεύουσα, από τις ελάχιστες στην Ευρώπη, χωρίς κάποιο μεγάλο κι εντυπωσιακό ποταμό να τη διαρρέει.
Δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι, τουναντίον μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, διέσχιζαν το λεκανοπέδιο, 700 χείμαρροι, ποτάμια και ρυάκια. Κατά τον 20ό αιώνα, όσο αυξανόταν ο πληθυσμός κι η έκταση της πόλης, τόσο μειώνονταν οι υδάτινοι δρόμοι, μέχρι που σήμερα δεν υπερβαίνουν τους 50. Υπολογίζεται ότι στο λεκανοπέδιο της Αττικής έχουν μπαζωθεί και τσιμεντοποιηθεί περίπου 550 χιλιόμετρα ρέματα και χείμαρροι.
Στην αρχαιότητα τρεις ήταν οι βασικοί ποταμοί που διέρρεαν την πεδιάδα της Αττικής, οι δύο εκ των οποίων συνέχιζαν να κυλούν μέχρι τον 20ό αιώνα.
ΚΗΦΙΣΟΣ
Το δυτικό και μεγαλύτερο τμήμα της πεδιάδας της Αττικής έβρεχε ο Κηφισός, που πήγαζε απ’ τους πρόποδες της Πάρνηθας και συνέχιζε την πορεία του για 27 χλμ. διερχόμενος από τουλάχιστον δέκα σημερινές περιοχές όπως: η Νέα Ερυθραία, η Κηφισιά, η Λυκόβρυση, η Μεταμόρφωση, η Νέα Φιλαδέλφεια, ο Ελαιώνας, το Μοσχάτο, του Ρέντη και το Φάληρο όπου και εκχυνόταν στον κόλπο του. Οι πρώτες αναφορές για τον Κηφισό απαντούν στην αρχαιότητα κατά την οποία θεωρούνταν ιερός ποταμός και πηγή ζωής για τη μεγάλη, εύφορη αττική πεδιάδα.
Μέχρι περίπου τα μέσα του 20ού αιώνα είχε ως βασική πηγή του, κεφαλόβρυσο, το Κεφαλάρι στην Κηφισιά. Επιπλέον, είχε δύο κοίτες και πολλά ρέματα και αυλάκια να τις ενώνουν. Τα ρέματα αυτά αποτελούσαν ένα πυκνό δίκτυο που ξεκινούσε περίπου από τη σημερινή οδό Δυρραχίου στα Σεπόλια και δημιουργούσαν έναν υγροβιότοπο μέχρι την θάλασσα.
Μετά την απελευθέρωση και την οικιστική ανάπτυξη της Αθήνας και του Πειραιά ο Κηφισός άρχισε να διευθετείται και δημιουργήθηκε μια ξεκάθαρη κοίτη μέσω της οποίας τα νερά οδηγούνταν στο Φάληρο, όπου εκβάλλουν μέχρι σήμερα. Την ίδια περίοδο το νοτιοδυτικό τμήμα του ποταμού εγκλωβίστηκε στη βιομηχανική ζώνη που αναπτύχθηκε στην Αττική. Αμφίπλευρα του Κηφισού εγκαταστάθηκαν εργοστάσια, βιομηχανίες και βιοτεχνίες βαρέως τύπου, χωρίς σχέδιο διευθέτησης των εκτάσεων και σχέδιο απορροής των βιομηχανικών αποβλήτων, τα οποία κατέληγαν στον ποταμό. Εν τέλει στις αρχές του 2000 υλοποιήθηκε ο εγκιβωτισμός του Κηφισού σε μήκος 13 χιλιομέτρων, από το ύψος της Νέας Φιλαδέλφειας μέχρι τις εκβολές του.
ΙΛΙΣΟΣ
Ιλισός, ή Ιλισσός, και Ειλισσός , όπως αναφέρεται σε ορισμένες αρχαίες επιγραφές.
Το ανατολικό τμήμα της Αττικής διέσχιζε ο Ιλισός, που από την αρχαιότητα μέχρι τον 20ό ήταν παραπόταμος του Κηφισού και εκκινούσε από τις υπώρειες του Υμηττού. Στην αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν ιερός και σύμφωνα με τη μυθολογία, στις όχθες του διέμεναν οι Μούσες, προς τιμή των οποίων υπήρχε και ο «βωμός των Ιλισιάδων». Τόσο στις όχθες, όσο και κατά μήκος του ποταμού υπήρχαν πολλά ιερά και δημόσια οικοδομήματα όπως το Ολυμπιείο, το Πύθιο, το Παναθηναϊκό στάδιο, το Ηρακλείο (Κυνόσαργες) κ.ά.
Το έργο κάλυψης του Ιλισού ξεκίνησε τη δεκαετία του 30 με τη μνημειώδη φράση του Μεταξά « Θάπτομεν τον Ιλισόν». Στη δεκαετία του ’50, επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, ολοκληρώθηκε η κάλυψη της κοίτης του ποταμού και τη θέση του πήραν οι οδοί Μιχαλακοπούλου, Βασιλέως Κωνσταντίνου και Καλλιρρόης. Από το ποτάμι το μόνο που απομένει σήμερα εμφανές είναι η στεγνή κοίτη του, δίπλα στην η Αγία Φωτεινή του Ιλισού.
ΗΡΙΔΑΝΟΣ
Μικρότερος ποταμός ήταν ο Ηριδανός, παραπόταμος του Ιλισού . Με τις έρευνες που έγιναν το 1992 για την κατασκευή του Μετρό ήρθαν στο φως πληροφορίες για ποταμό. Πήγαζε από τη νότια πλαγιά του Λυκαβηττού, έρεε νοτιοανατολικά προς στην σημερινή πλατεία Συντάγματος, κατηφόριζε προς στον Κεραμεικό ακολουθώντας την τότε Ιερά Οδό για μερικές εκατοντάδες μέτρα, μέχρι που κατέληγε στον Ιλισό (περίπου στο ύψος της οδού Πειραιώς). Σήμερα είναι ορατή μόνο η κοίτη του ποταμού στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού. Τον 4ο π.χ αιώνα στην περιοχή του Κεραμεικού και λόγω των υπερχειλίσεων του ποταμού είχε δημιουργηθεί ελώδης περιοχή με παχύ στρώμα λάσπης και αργίλου. Τότε ξεκίνησαν έργα για την υπόγεια αποστράγγιση των στάσιμων νερών και την κατασκευή των κεραμικών εργαστηρίων της περιοχής του έσω και έξω Κεραμικού. Επιπλέον λόγω της πυκνότητας της δόμησης την κλασική περίοδο, το ποτάμι άρχισε να δέχεται τα λύματα του άστεως και σύντομα μετατράπηκε σε βούρκο. Επί Αδριανού (117-138 μ.Χ.) αποφασίστηκε ο εγκιβωτισμός του. Το ποτάμι καλύφθηκε από πλινθόκτιστο θόλο (ορατός σήμερα στην πλατεία Μοναστηρακίου), επιχωματώθηκε και μετατράπηκε σε υπόνομο.
ΑΛΛΟΙ ΥΔΑΤΙΝΟΙ ΔΡΟΜΟΙ:
Yπήρχαν πολλοί ακόμη υδάτινοι δρόμοι, μικρότεροι ποταμοί, ρέματα και χείμαρροι, μερικοί απ’ τους γνωστότερους ήταν:
Ο Κυκλοβόρος , από τους μεγαλύτερους χειμάρρους της Αθήνας, που ξεκινούσε από τα Τουρκοβούνια , διέρρεε το Πεδίον του Άρεως και διαμέσου της οδού Μάρνη κατέληγε στην πλατεία Βάθης. Καλύφθηκε γύρω στο 1880.
Ο Ποδονίφτης παραπόταμος του Κηφισού που πηγάζει από τις νοτιοδυτικές πηγές της Πεντέλης, κατέρχεται από το Χαλάνδρι και από την Δουκίσσης Πλακεντίας φτάνει στη Φιλοθέη. Συμβάλλει με το Ρέμα Πολυδρόσου συνεχίζοντας από την Καποδιστρίου προς την Καλογρέζα, τη Νέα Ιωνία, τη Νέα Φιλαδέλφεια και χύνεται στον Κηφισό . Μεγάλο τμήμα του ρέματος έχει καλυφθεί και είναι υπόγειο, Το ρέμα του Ποδονίφτη έδωσε το όνομα του και στην προσφυγική συνοικία της Νέας Φιλαδέλφειας την οποία διέρρε.
Ο Βουρλοπόταμος που διέρρεε τη σημερινή Αμφιθέα και μάλιστα είχε δώσει το όνομα του στην εν λόγω περιοχή από το 1930 έως το 1960, όταν καλύφθηκε. Η γειτονιά του Βουρλοποτάμου την περίοδο εκείνη ήταν μια ελώδης φτωχική περιοχή, γεμάτη βούρλα που φύτρωναν στις όχθες του ποταμού, και εξαιρετικά κακόφημη, αφού αποτελούσε γνωστή «πιάτσα» εκδιδόμενων γυναικών. Σήμερα ο ποταμός εξακολουθεί να ρέει υπογείως εκβάλλοντας στο δέλτα του Φάληρου.
Ο Βοϊδοπνίχτης που ξεκινούσε από το Λυκαβηττό και χωριζόταν, με ένα μέρος του να περνάει από την οδό Δημοκρίτου και το άλλο από την Ακαδημίας προς το Αρσάκειο. Η υπερχείλιση μάλιστα του ποταμού λόγω ισχυρής καταιγίδας το 1852 είχε ως αποτέλεσμα να παρασύρει το γεφυράκι που βρισκόταν στο ύψος του Αρσακείου κόβοντας ουσιαστικά την πόλη στα δύο.
Ο Αλασσώνας παραπόταμος του Ιλισού. Το όνομά του πιθανότατα είναι παραφθορά του αρχαίου «Ελάσσων», δηλαδή μικρότερος συγκρινόμενος προφανώς με τον Ιλισό. Διέσχιζε το Παγκράτι και συνέβαλλε με τον Ιλισό στο ύψος της Βασιλέως Κωνσταντίνου.