Λάβαμε αυτό το κείμενο από έναν φίλο μας. Το διαβάσαμε και σκεφτήκαμε αρκετά για το αν θα το δημοσιεύσουμε ή όχι. Είναι σκληρό όσο αφορά τις εικόνες που τόσο παραστατικά περιγράφει. Και είναι Χριστούγεννα. Όμως Χριστούγεννα είχαμε και το 1943… στο Νταχάου, κάποιοι θα τραγούδαγαν και θα αντάλλασσαν ευχές, θα σκέφτονταν τις οικογένειές τους. Και θα συνέχιζαν να κάνουν τη δουλειά τους…
Πέρα από γιορτές υπάρχει η πραγματική ιστορία, όπως αυτή εξελίσσεται γύρω μας, δίπλα μας… Το δημοσιεύουμε λοιπόν με τον τίτλο αταίριαστο… Και ας φύγουμε λίγο από την χρυσόσκονη των γιορτών.
Ήταν, λοιπόν, διακοπές Χριστουγέννων του 1999. Εκείνο τον καιρό ζούσα με την οικογένειά μου στη Γερμανία και είχαμε πάει λόγω των ημερών, να επισκεφτούμε συγγενείς στη Στουτγκάρδη. Αφού είδαμε ό,τι αξιοθέατο έχει να παρουσιάσει η περιοχή, οι γονείς μου αποφάσισαν σαν επίλογο στο ταξίδι μας, να περάσουμε απ’ το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου που είναι εκεί κοντά.
Εγώ, όπως κι ο αδερφός μου, λόγω του μικρού της ηλικίας μου (ήμουν σχεδόν 11 χρονών), δεν ήξερα που ακριβώς πήγαινα. Γνώριζα την «κακή» σβάστικα, αλλά όχι αυτό που αντιπροσώπευε. Και ‘γω με τη σειρά μου, σαν μετανάστης σε ξένη χώρα, είχα δεχτεί αρκετό ρατσισμό και είχα πάρει κάποια «σκατοέλληνα» από συνομήλικούς μου και όχι μόνο. Όμως έννοιες όπως εθνικοσοσιαλισμός, φασισμός, αντισημιτισμός και αρεία φυλή μου ήταν παντελώς άγνωστες.
Από τη στιγμή που περάσαμε την είσοδο, ήταν σαν να σκούρυνε ακόμα περισσότερο ο ήδη συννεφιασμένος ουρανός και η ατμόσφαιρα έγινε ιδιαίτερα αποπνικτική και ψυχρή. Δεν κατάλαβα ποτέ για ποιο λόγο ήταν τόσο έντονος ο πόνος και η απόγνωση σε αυτό το μέρος, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. Ίσως και οι πέτρες, το χώμα έχουν μνήμη.
Μπορούσες να το δεις στα σκοτεινά πρόσωπα των επισκεπτών. Πρέπει να ήταν το μόνο μέρος που έχω βρεθεί, όπου επικρατούσε απόλυτη σιωπή, παρά τη μεγάλη κοσμοσυρροή. Όσες φορές κι αν έχω προσπαθήσει να θυμηθώ, νομίζω πως δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε φωνές, ούτε βήματα, ούτε κελάηδισμα πουλιού, ούτε κι ο ίδιος ο αέρας,· νεκρική σιγή.
Πέρα απ’ τον πανύψηλο φράχτη με τις τρεις σειρές συρματόπλεγμα, που περικύκλωνε όλη την έκταση και έμοιαζε αδιαπέραστος, το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν η τεράστια, μαύρη, μεταλλική πύλη που είχε την επιγραφή: «Arbeit macht frei», δηλαδή «η δουλειά ελευθερώνει», με φόντο το συννεφιασμένο, γερμανικό ουρανό. Τί τραγική ειρωνία! Είναι λες και το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου κοροϊδεύει και υψώνει το μεσαίο του δάχτυλο σε όλες τις κοινωνίες απαρχής του ανθρώπινου πολιτισμού.
Έχοντας έτσι, εξαρχής άσχημο προαίσθημα και με μια νέα έννοια της λέξης ελευθερία να βασανίζει το μικρό μου κεφάλι, ακολούθησα τους γονείς μου στους κύριους χώρους του μουσείου. Στο προαύλιο απλώνονταν δεκάδες θεμέλια καταυλισμών σε παράλληλες σειρές, για μεγάλη έκταση και δίναν μια εικόνα, του πως περίπου έμοιαζε εξωτερικά το στρατόπεδο, τους μαύρους καιρούς της λειτουργίας του. Οι υπεύθυνοι του μουσείου είχαν κρατήσει μόνο έναν καταυλισμό απαράλλαχτο, όπως ήταν κατά το τέλος του πολέμου. Τι άσχημο που μου φάνηκε αυτό το κτίριο.
Σκούροι, ορθογώνιοι τοίχοι και μαύρα, καταθλιπτικά κεραμίδια στη μακρόστενη σκεπή του. Από μέσα ήταν πολύ χειρότερο και θυμάμαι πως όση ώρα βρισκόμουν εκεί, ένιωθα το στομάχι μου σφιγμένο και τα χέρια μου κρύα. Ο χώρος ήταν απελπιστικά στενός, ενώ σε δύο αντικρινούς τοίχους απλώνονταν τέσσερις σειρές κρεβατιών, η μία πάνω στην άλλη, που έμοιαζαν περισσότερο με ράφια αποθήκης, παρά με κουκέτες όπου κοιμούνται άνθρωποι.
Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε μια λεκάνη που χρησιμοποιούνταν ως κοινόχρηστη τουαλέτα από περίπου εκατόν πενήντα άτομα, όπως κατάλαβα από φωτογραφίες και βίντεο που είδα λίγο αργότερα στο διπλανό κτίριο, που λειτουργούσε πλέον σαν εκθεσιακός χώρος.
Εκεί έμαθα επίσης και με τη βοήθεια των γονιών μου, για την κακομεταχείρηση που δέχονταν οι κρατούμενοι, για τα πειράματα που γίνονταν εις βάρος τους, τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής και εργασίας και για την εκτέλεση όσων δεν πληρούσαν τα κριτήρια που δήθεν έθεταν οι υπεύθυνοι κράτησης (όποιος δε δούλευε αρκετά, λόγω αδυναμίας, ασθένειας ή υποσίτισης, εκτελούνταν, αν δεν είχε ήδη πεθάνει).
Τίποτα όμως, καμιά εικόνα, κανένα βίντεο, καμία διήγηση δεν μπόρεσε να μου ξεσκεπάσει το τρομαχτικό πρόσωπο του φασισμού καλύτερα απ’ το ίδιο το μέρος, το χώρο όπου γίνονταν όλα τα παραπάνω. Αν ο καταυλισμός με τάραξε και μου έσφιξε το στομάχι, οι θάλαμοι αερίων και οι φούρνοι μου έφεραν ζάλη και το σφίξιμο μετατράπηκε σε ναυτία.
Το κτίριο των εκτελέσεων αποτελούνταν από δύο χώρους. Ο ένας ήταν χαμηλοτάβανος, αρκετά ευρύχωρος και οι επιφάνειές του ήταν όλες καλυμμένες με σκούρο, γκρι πλακάκι. Με την πρώτη ματιά έμοιαζε σαν δημόσιο λουτρό, με πολλούς σωλήνες διαφόρων μεγεθών γατζωμένους στους τοίχους και το ταβάνι. Κατά αυτόν τον τρόπο οι φύλακες, ξεγελούσαν τους κρατούμενους, που στη θέση ενός ανακουφιστικού μπάνιου, έβρισκαν το θάνατο υπό τη μορφή δηλητηριωδών αερίων.
Ο διπλανός χώρος ήταν το κρεματόριο. Μια μακρόστενη αίθουσα, με τον έναν τοίχο της γεμάτο από ψηλούς φούρνους, χτισμένους με πυρότοβλο, που είχαν δύο βαριά, σιδερένια φύλλα με τρύπες στη μέση, για πόρτες. Το να βλέπει κανείς φούρνο, φτιαγμένο σε τέτοιες διαστάσεις ώστε να χωράνε μέσα ανθρώπινα πτώματα, είναι σίγουρα πολύ περίεγη εμπειρία.
Επηρεασμένος απ’ όλη αυτήν την ατμόσφαιρα φρίκης και θανάτου, νομίζεις ότι υπάρχει ακόμα, μετά από μισό και αιώνα, μια ιδέα μυρωδιάς. Εκείνης της μυρωδιάς που έχει η καμένη σάρκα, το ανθρώπινο λίπος που ψήνεται στη φωτιά.
Μιας μυρωδιάς τρομαχτικά αηδιαστικής και μεθυστικής ταυτόχρονα. Ίσως τότε, χρησιμοποιώντας όλες σου τις αισθήσεις, μπορείς να καταλάβεις καλύτερα, σε τί βαθμό οι ναζί θεωρούσαν και μεταχειρίζονταν τους συνανθρώπους τους σαν ζώα ή χειρότερα ακόμα σαν άψυχα σώματα.
Βγαίνοντας πάλι στο προαύλιο και με τα πνευμόνια μου γεμάτα ξανά με φρέσκο αέρα, ήταν λες και ξύπνησα από ένα μυστήριο, αλλά ταυτόχρονα πολύ αληθινό εφιάλτη. Είχαμε αρχίσει να περπατάμε προς την έξοδο, όταν μου τράβηξε την προσοχή μια παράξενη μεταλλική κατασκευή, στην οποία μπορούσε να διακρίνει κανείς σχήματα που θύμιζαν κολόνες, συρματόπλεγμα και διαλυμένα ανθρώπινα κορμιά. Πλησιάζοντάς την, αποδείχτηκε πως ήταν το μνημείο των νεκρών του στρατοπέδου.
Όλων εκείνων: των κομμουνιστών, των εβραίων, των τσιγγάνων, των ομοφυλλόφιλων, των επιστημόνων, των συγγραφέων και ποιητών, που ανεξαρτήτως καταγωγής, ηλικίας, ιδεολογίας, θρησκείας, ζωής και επαγγέλματος, βρέθηκαν εκεί γιατί διαφωνούσαν ή απειλούσαν το τρίτο ράιχ και τους ηγέτες του.
Για κάποιο λόγο που τότε δεν καταλάβαινα, αλλά πλέον μου είναι ιδιαίτερα προφανής, το μνημείο των νεκρών του Νταχάου μου προκάλεσε το ίδιο αίσθημα φρίκης, πανικού και αδυναμίας που είχα νιώσει όταν ξετύλιξα το ρολό με την αφίσα της Γκουέρνικα του Πικάσο, μια φορά που έψαχνα στα συρτάρια της βιβλιοθήκης των γονιών μου.
Το ίδιο βράδυ, στο σπίτι, όταν ξάπλωσα στο κρεβάτι, μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ. Ξενύχτισα, με τη σκέψη του απαίσιου αυτού μέρους να κάνει βόλτες μέσα στο κεφάλι μου, μέχρι που χωρίς να το καταλάβω με πήρε ο ύπνος γύρω στα χαράματα. Και ‘δω νομίζω, είναι η ουσία της εξιστόρησης των παραπάνω γεγονότων. Αυτό που συνειδητοποιούσα τότε με το παιδικό μου μυαλό και αυτό που θέλω να πω και τώρα είναι πως το πρόβλημα δεν ήταν γερμανικό.
Οι ναζί ήταν κακοί και οι «καλοί» σύμμαχοι έσωσαν την ανθρωπότητα. Το ξέρουμε, το διαβάσαμε, το ακούσαμε στο σχολείο, το είδαμε σε ταινίες και -δυστυχώς για κάποιους δήθεν πατριώτες που αποφαίνονται ότι οι αριθμοί των θυμάτων του ολοκαυτώματος είναι υπερβολικοί- δε θα το ξεχάσουμε εύκολα. Η ουσία είναι πως το πρόβλημα είναι γενικότερα ανθρώπινο. Οι Γερμανοί διέπραξαν τέτοιου είδους εγκλήματα γιατί τους το επέτρεψαν η εποχή και οι συγκυρίες.
Στη θέση τους και με τις ίδιες ιδεολογικές βάσεις θα μπορούσαν και άλλοι λαοί να πράξουν αντίστοιχα, ίσως και με παρόμοια ωμότητα και απανθρωπιά. Άλλωστε το κράτος του Ισραήλ, που ο κόσμος του υπέφερε περισσότερο απ’ όλους, μετά την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, συμπεριφέρεται τώρα με παρόμοιο τρόπο στους Παλαιστίνιους.
Έτσι και στην Ελλάδα, όπου οι πληγές του παγκοσμίου και εμφυλίου πολέμου έχουν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη και τις συνειδήσεις μας, υπάρχει σήμερα ένα ποσοστό κόσμου που έλκεται από φασίζουσες συμπεριφορές.
Ίσως φταίει η ελλιπής παιδεία, ίσως τα απανωτά σφάλματα μιας παραπαίουσας πια, πολιτικής ελίτ, ίσως πάλι το πέρασμα του χρόνου έφερε λήθη στους Έλληνες και ξέχασαν την ιστορία τους.
Κατ’ εμέ ωστόσο, για την πιθανή πτώση μιας χώρας στα δίχτυα του φασισμού, μερίδιο ευθύνης με αυτόν που υπό την κάλυψη της ιδεολογίας, της έλλειψης ευθυνών ή του «ακολουθούσα απλά διαταγές» είναι ικανός να σκοτώσει, να βιάσει, να αφανίσει το διπλανό του, έχει και αυτός, που ενώ βλέπει και αναγνωρίζει τα γεγονότα, επιλέγει να σωπάσει και αδιαφορεί για τις τύχες των άλλων, πιστεύοντας πως δε θα έρθει ποτέ η δική του σειρά. Καλές γιορτές…
Αλέξανδρος Κωστής