Κάποτε – εδώ και πολλά χρόνια – που μου ΄τυχε να κάνω Ανάσταση σε κάποιο ορεινό χωριό της Ρούμελης[1], ένας γέρος χωριάτης, υψώνοντας τη λαμπριάτικη λαμπάδα του σαν χαιρετισμό προς τ’ αναστάσιμα άστρα, μου είπε σαν να μιλούσε με τον εαυτό του :
– Ημέρεψαν απόψε, παιδί μου, τα Ουράνια.
Στα δυο αυτά λόγια ο αθώος χωριάτης είχε κλείσει επιγραμματικά το βαθύτερο νόημα του χριστιανικού θαύματος˙ «ημέρεψαν τα Ουράνια». Ο ουρανός, χωρίς το μεγάλο χριστιανικό θαύμα, θα εξακολουθούσε να είναι για την περίφοβη ψυχή του απλοϊκού ανθρώπου, για κάθε ανθρώπινη ψυχή, το κατοικητήριο ενός Θεού τρομερού, δικαιοκριτή χωρίς επιείκεια και τιμωρού χωρίς έλεος. Τέτοιοι στάθηκαν οι θεοί όλων των θρησκειών. Κυβερνούσαν τα πλάσματά τους με τον τρόμο. Τύραννοι παντοδύναμοι, μακρυσμένοι απ’ το λαό τους, δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τις αδυναμίες του, δεν είχαν πονέσει ποτέ τον πόνο του, δεν είχαν βασανιστεί ποτέ απ’ τα βάσανά του, δεν είχαν κλάψει ποτέ τα δάκρυά του. Ανίκανοι να συμπονέσουν, να λυπηθούν και να συγχωρέσουν. Πώς να μην είναι «άγρια», όπως τα ‘βλεπε το μάτι του φοβισμένου ανθρώπου, τα Ουράνια, τα κατοικημένα από τέτοιους θεούς;
Και μέσα στην ανοιξιάτικη εκείνη νύχτα, που η λαμπάδα του γέρου χωριάτη είχε υψωθεί σαν χαιρετισμός προς τα λαμπρά, αναστάσιμα άστρα, τα Ουράνια είχαν ημερέψει. Δεν κατοικούσε πια εκεί απάνω, υψωμένος στον τρομερό του θρόνο, ένας θεός ξένος για τους ανθρώπους. Κατοικούσε ένας γλυκύτατος θεός, που είχε πονέσει όλους τους πόνους των ανθρώπων, που είχε γνωρίσει όλες τις αδικίες της γης, που είχε τραβήξει όλες τις καταφρόνιες, που είχε πληρώσει όλες τις αχαριστίες. Τον έβρισαν, τον αναγέλασαν[2], τον έφτυσαν, τον έσυραν δεμένο στους δρόμους σαν τον τελευταίο κακούργο, τον σταύρωσαν. Πείνασε, δίψασε, κουράστηκε, αντίκρισε τη φρίκη του θανάτου. Για μια στιγμή είδε τον εαυτό του λησμονημένο κι απ’ τον ίδιο τον Θεό, που ήταν πατέρας του. «Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες;» Δε στάθηκε πόνος που να μην τον γνώρισε, καρδιοσωμός[3] που να μην τον ένιωσε, δυστυχία που να μη γεύτηκε το φαρμάκι της. Ήπιε όλα τα φαρμάκια που μπορεί να πιει άνθρωπος σ’ αυτόν τον κόσμο. Και τη νύχτα εκείνη, ο πονεμένος και βασανισμένος αυτός άνθρωπος είχε ανεβεί στους Ουρανούς και είχε καθίσει παντοδύναμος στον θρόνο του θεού, να κυβερνήσει τον κόσμο. Πώς να μην «ημερέψουν τα Ουράνια»; Μια απέραντη καλοσύνη είχε πλημμυρίσει το στερέωμα.
Γιατί να τρέμει πια ο αμαρτωλός; θα συλλογιζότανε ο γέρος. Εκείνος που συγχώρεσε την πόρνη, τον ληστή, κι εκείνους ακόμα που τον σταύρωσαν, είναι τώρα εκεί απάνω, για να ιδεί τα δάκρυα της μετάνοιάς του και να τον συγχωρέσει. Γιατί ν’ απελπίζεται ο άρρωστος; Εκείνος που γιάτρεψε τον τυφλό και τον παράλυτο είναι τώρα εκεί απάνω για να τον γιατρέψει. Γιατί να βαρυγκωμάει[4] ο φτωχός και ο αδικημένος; Εκείνος που πείνασε και δίψασε είναι τώρα εκεί απάνω και καταλαβαίνει τη δυστυχία του. Γιατί να λαχταράει η μάνα για το παιδί της; Εκεί απάνω στους Ουρανούς είναι μια Μανούλα που δοκίμασε τον πόνο της, για να παρακαλέσει το παιδί της, που κυβερνάει τον κόσμο, να τον ελεήσει. Και γιατί να τρέμει ο ασπρομάλλης ο γέρος την ώρα του θανάτου; Είναι και γι’ αυτόν, είναι για κάθε ψυχή, μια ανάσταση.
Τα Ουράνια είχαν ημερέψει, αλήθεια, εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα. Και η λαμπάδα του γέρου είχε υψωθεί σαν χαιρετισμός και σαν ευχαριστία προς τα αναστάσιμα άστρα.
Η Πόλη Ζει. Η αναθεώρηση της αστικής εμπειρίας, η αφήγηση της πραγματικής ζωής. Πάνω από όλα όμως να ανακαλύπτεις και να δημιουργείς ενδιαφέροντα εγχειρήματα για την ίδια την Πόλη και τους ανθρώπους της, σε όλες τις κοινωνικές εκφράσεις. Στον Πολιτισμό, στο Εμπόριο, στην Επικοινωνία.
Το νέο βιβλίο της Σωτηρίας Ορφανίδου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διαδρομή, προσφέρει μια διεισδυτική ανάλυση του μετανθρωπισμού ως φιλοσοφικού ρεύματος της...
Στον σημερινό κόσμο, εδώ και έναν αιώνα σχεδόν, η τεχνολογική καινοτομία είναι όχι μόνο συνεχής, αλλά και επιταχύνεται διαρκώς. Για τις επιχειρήσεις,...