Μια περιήγηση σε τόπους της Αθήνας, όπου τα ανθρώπινα πάθη και η Ιστορία διασταυρώθηκαν με τη βία και τον θάνατο. Μια καταγραφή των σκοτεινών πλευρών της αθηναϊκής πατριδογνωσίας, απ’ όπου αναβλύζει η απωθημένη αστεακή «μνήμη του αίματος».
Το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» της πλατείας Συντάγματος, ένα από τα εμβληματικότερα τοπόσημα της Αθήνας, συνδέθηκε με σημαντικές στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ορισμένες από αυτές, αποδείχθηκαν ιδιαίτερα αιματηρές…
Το 1842, στη συμβολή των οδών Βασιλέως Γεωργίου Α΄ και Πανεπιστημίου, στην βορειοανατολική πλευρά της πλατείας Συντάγματος, ανεγέρθηκε ένα τριώροφο μέγαρο για τον πλούσιο έμπορο από την Τεργέστη Αντώνιο Δημητρίου (αργότερα, οικία Λημνίου), σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν.
Το 1874 στο κτήριο αυτό εγκαταστάθηκε το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία», που είχε ιδρυθεί το 1866 και αρχικά στεγαζόταν στο μέγαρο Γιαννόπουλου (στην συμβολή των οδών Σταδίου και Καραγεώργη Σερβίας). Η «Μεγάλη Βρετανία» ήταν εξ’ αρχής από τα πολυτελέστερα ξενοδοχεία και ένα από τα πρώτα κτήρια της Αθήνας που ηλεκτροδοτήθηκε, ενώ κατά τη δεκαετία του 1960 ανακατασκευάστηκε με την προσθήκη νέων ορόφων. Για πολλές δεκαετίες αποτέλεσε το κέντρο της κοσμικής ζωής της ελληνικής πρωτεύουσας, αλλά και το θέατρο σημαντικών πολιτικών εξελίξεων.
Η «Μεγάλη Βρετανία» κατά τα πρώτα χρόνια εγκατάστασης στη σημερινή θέση της (δεκαετία 1870).
Στο σημείο ανάμεσα στο μέγαρο Δημητρίου και το παρακείμενο μέγαρο Σκουλούδη (σήμερα, ξενοδοχείο «King George»), λίγο πριν τις 9 το βράδυ της 6ης Σεπτεμβρίου 1861 παραφυλούσε οπλισμένος με ένα πιστόλι ρεβόλβερ ο 18χρονος φοιτητής Αριστείδης Δόσιος, γόνος επιφανούς αθηναϊκής οικογένειας και μέλος της αντιδυναστικής οργάνωσης «Χρυσή Νεολαία», Την περίοδο εκείνη, η λαϊκή δυσαρέσκεια σε βάρος του βασιλιά Όθωνα που κατηγορούνταν για αυταρχική διακυβέρνηση, δεσποτισμό και παραβίαση του Συντάγματος, είχε κορυφωθεί, με το Παλάτι να επιλέγει πρακτικές αυταρχισμού και διώξεων κατά των αντιπάλων του και ιδιαίτερα των φοιτητών.
Λίγα λεπτά μετά, στο σημείο πλησίασε η βασίλισσα Αμαλία με τη συνοδεία της, επιστρέφοντας στα ανάκτορα (σημερινή Βουλή) από έφιππο περίπατο στην περιοχή του Ελαιώνα. Μόλις την αντιλήφθηκε και χωρίς να χάσει χρόνο, ο Δόσιος πυροβόλησε εναντίον της Αμαλίας, αλλά αστόχησε και αμέσως μετά συνελήφθη και οδηγήθηκε κατευθείαν στο υπουργείο Στρατιωτικών, όπου εκείνη την ώρα συνεδρίαζε το υπουργικό συμβούλιο. Ενώπιον του εμβρόντητου πρωθυπουργού Αθανάσιου Μιαούλη και των υπουργών της κυβέρνησης ομολόγησε την πράξη του, λέγοντας πως δεν είχε συνενόχους και πως πρόθεσή του ήταν να απαλλάξει τη χώρα από την τυραννία. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η απόπειρα δεν αποτελούσε προϊόν προσωπικής απόφασης του Δόσιου, αλλά είχε σχεδιασθεί από κύκλους αντιπολιτευόμενων που θεωρούσαν πως η Αμαλία ήταν η εμπνεύστρια της σκληρής πολιτικής του στέμματος και ο Δόσιος ανέλαβε (ή, κατ’ άλλους, κληρώθηκε) να την εκτελέσει.
Το ίδιο βράδυ, συνελήφθησαν και σημαίνοντα πρόσωπα της οργάνωσης, καθώς και άλλα στελέχη του αντιμοναρχικού κινήματος. Όλοι οι συλληφθέντες υποβλήθηκαν σε συνεχή σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια, προκειμένου να κατονομάσουν και άλλους συνενόχους, ενώ τις επόμενες μέρες ακολούθησε ευρύτερο κύμα συλλήψεων αντιοθωνικών φοιτητών.
Τις επόμενες ημέρες, στις εκκλησίες της χώρας εψάλλησαν δοξολογίες για τη διάσωση της βασίλισσας, ενώ την ίδια στιγμή αντιοθωνικές προκηρύξεις και συνθήματα γέμιζαν τους τοίχους και τους δρόμους της Αθήνας, του Ναυπλίου, του Άργους και της Πάτρας.
Απολογούμενος στη δίκη, που πραγματοποιήθηκε στις 14 και 15 Νοεμβρίου στο Κακουργιοδικείο Αθήνας, ο Δόσιος αποκάλεσε την Αμαλία «ύαινα» και δήλωσε πως λυπάται για το γεγονός ότι δεν κατάφερε να την σκοτώσει. Το δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο, ωστόσο με παρέμβαση της Αμαλίας του απονεμήθηκε χάρη και η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά.
Αποφυλακίστηκε από τις φυλακές του Μεντρεσέ (Πλάκα) τον Οκτώβριο του 1862 μετά την εκθρόνιση του βασιλιά Όθωνα και κατόπιν μετέβη στο Μόναχο και στην Ιταλία, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έγραψε μελέτες οικονομικού περιεχομένου, ενώ διετέλεσε και διευθυντής ναυτιλιακής τράπεζας. Πέθανε το 1881 σε φρενοκομείο όπου είχε εισαχθεί λόγω επιπλοκών («εγκεφαλική παράκρουση») από κτυπήματα που είχε δεχτεί στο κεφάλι, βασανιζόμενος στη διάρκεια της φυλάκισής του.
Ογδόντα τρία χρόνια αργότερα, την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1944, περίπου το ίδιο σημείο μπροστά στη «Μεγάλη Βρετανία» βάφτηκε με το αίμα δεκάδων διαδηλωτών, που σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν από πυροβολισμούς αντρών της χωροφυλακής και (πιθανόν) Βρετανών στρατιωτών κατά τη διάρκεια μαζικού συλλαλητηρίου διαμαρτυρίας για τον επιδιωκόμενο αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Ήταν το γεγονός που, εν πολλοίς, σηματοδότησε την έναρξη της «Μάχης της Αθήνας» (Δεκεμβριανά), η οποία διήρκεσε σχεδόν 40 ημέρες.
Οι εικόνες του σπουδαίου φωτορεπόρτερ του περιοδικού «Life», Dmitri Kessel, με πτώματα διαδηλωτών να κείτονται μπροστά στην είσοδο του ξενοδοχείου, εξακολουθούν να στοιχειώνουν τη (συλλογική) μνήμη της πόλης.
Το ξενοδοχείο, όπως έχει ανακατασκευαστεί τις τελευταίες δεκαετίες.
photo: Κατερίνα Ράγκου
*Δάνειο από την ομότιτλη ταινία του Νίκου Αλευρά (1977).