Η Κρητικιά συγγραφέας δεν απογοητεύει ποτέ τους πιστούς αναγνώστες, και ιδίως τις αναγνώστριές της. Με την σοφή της κουτάλα, ανακατεύει μέσα στη βαθιά της λογοτεχνία το συναίσθημα, το δίδαγμα, την εικόνα και τον λόγο. Αυτά είναι τα υλικά που χρόνια τώρα εμπιστεύεται για να γράψει κείμενα ζωής τα οποία αναβλύζουν μέσα από την καρδιά της.
Η Αλκυόνη Παπαδάκη είναι ένας άνθρωπος που, εμφανώς, έχει την Αγάπη για οδηγό της. Και αυτό φαίνεται από τον τρόπο που σκιαγραφεί τους ήρωές της: ακόμα και για αυτούς που μας παρουσιάζει ως λιγότερο δυνατούς ή καλούς, επιφυλάσσει ένα χάδι. Η δικαιοσύνη έρχεται σχεδόν πάντα στο τέλος, ακόμα και περπατώντας πάνω σε δρόμους δακρύων πικρών.
Όλα τα παραπάνω, και ακόμη περισσότερα, συμβαίνουν στο τελευταίο της έργο, το Χαμόγελο του Δράκου, ένα βιβλίο από τις εκδόσεις Διόπτρα που αγαπιέται εύκολα από… κορίτσια κάθε ηλικίας. Οι πιο συντηρητικές αναγνώστριες κοκκινίζουν και χαίρονται με τις «αντιλογοτεχνικές» και πιπεράτες εκφράσεις που χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να περιγράψει τα ερωτικά και όχι μόνο πάθη των ηρώων, ενώ οι πιο έμπειρες αναγνώστριες λογοτεχνίας βρίσκουν άλλες αρετές στο κείμενο, με εμφανέστερη ίσως τη σφιχτή πλοκή και την πολύ ωραία, συχνότατα απολαυστική, ιστορία.
Πολλοί οι ήρωες, όλοι καλοφωτισμένοι, με έμφαση στα πρόσωπα και τις ψυχές της πανούργας, αλλά αγωνίστριας Δονατέλλας, της πανέμορφης τουλάχιστον εξωτερικά Κασσιανής και του γλυκού, μετρημένου Βάιου. Ο μικροπρεπής Πανάγος και η μεγαλόψυχη Λενιώ σκιαγραφούνται λιγότερο ζωηρά, αλλά εξίσου αριστοτεχνικά, για να φανεί ο καταλυτικός ρόλος που διαδραματίζουν στην ιστορία.
Το Χαμόγελο του Δράκου είναι ένα οικογενειακό δράμα, με φόντο ένα χωριό της Κρήτης, στην παραλία του οποίου φυτρώνουν πανέμορφα κρινολούλουδα. Στις ψυχές, πάλι, των κατοίκων του χωριού φυτρώνουν όλα αυτά τα γνώριμα σε όλους και όλες ζιζάνια: ζήλια, μίσος, ανασφάλεια, φόβος, κακία. Δεν καταφέρνουν, βέβαια, σύμφωνα με το πρίσμα της Αλκυόνης Παπαδάκη την αληθινή αγάπη και το φως.
Μια μητέρα μεγαλώνει δύο κόρες με σκοπό να τις αποκαταστήσει. Η μεγαλύτερη κόρη, άβουλη, ακολουθεί τις συμβουλές της μάνας της. Η μικρότερη πλην καλλονή κόρη αγαπά τον έρωτα και την καλοπέραση του κορμιού της, είναι ατίθαση, τη σχολιάζουν οι πάντες. Ερωτεύεται έναν άντρα κι έπειτα, χρόνια αργότερα, έναν δεύτερο. Συμβαίνει όμως να έχει παντρευτεί έναν τρίτο, για τον οποίο δεν κατάφερε να νιώσει ποτέ της κάτι περισσότερο από σεβασμό. Και αυτό της το συναίσθημα ακόμα απέναντί του κλυδωνίζεται συχνά… Ο καρπός του γάμου τους είναι ένα υπέροχο πλάσμα, μια μικρή ζωγράφος, ένα κορίτσι που αντιλαμβάνεται αλλιώτικα από ό, τι η μητέρα και η γιαγιά της τη ζωή. Σα να έχει μπει από νωρίς στον πυρήνα του νοήματός της, που δεν είναι άλλος από την Αλήθεια και την Ομορφιά. Τα ψέματα όμως και τα κρυμμένα μυστικά δεν παίζουν μικρό ρόλο στη ζωή της.
Η συγγραφέας δε διστάζει να αποτίνει στους χαρακτήρες της τη μοίρα που η ίδια κρίνει πως τους αξίζουν, όμως, στο τέλος, βουτά το μελάνι της στο Φως για να δώσει ένα, ας πούμε, ιδιαίτερο φινάλε. Το κείμενό της είναι συγκλονιστικά στολισμένο από τις κορυφαίες της ατάκες, μοιάζει με καθαρό ουρανό διάστικτο από αστέρια. Οι λέξεις της ασήμια ικανά να κάνουν τη νύχτα να λάμψει. Κι αν αυτό ίσως κουράζει ορισμένους αναγνώστες, τους αποζημιώνει η ουσία στα νοήματα και τα μηνύματα του βιβλίου.
«Να’ μαστε λέει στη βαρκούλα και να΄χε φεγγαράδα…και ν΄αρμενίζαμε…», γράφει η Αλκυόνη Παπαδάκη, αισθάνομαι με χαμόγελο και με τα μάτια της υγρά.
Κυρία Παπαδάκη, και φεγγαράδα έχει και αρμένισμα. Ο λόγος; Το γεγονός ότι συνεχίζετε να γράφετε μη σταματώντας να μας ομορφαίνετε τις μέρες της ζωής μας.
Discussion about this post