Στιγμιότυπα, φωτογραφίες φτιαγμένες από λέξεις, αφηγήσεις, αρετουσάριστες, ντόπιων και αλλοδαπών. Ένας κόσμος που αναζητάει το βήμα του και το λόγο ύπαρξής του. Από τετράγωνο σε τετράγωνο κι από τεύχος σε τεύχος. Σε αυτοτελείς συνέχειες. Αποσπάσματα μιας “λογοτεχνίας του δρόμου”.
Τρείς δρόμοι.
Οι δυο κεντρικοί
κι ένας τρίτος, μικρός, που έρχεται πλάγια
και σφηνώνεται στον σταυρό που σχηματίζουν οι άλλοι δυο.
Πεντάκτινο αστέρι.
Παλιά, διόροφα σπίτια,
πρόχειρα μετασκευασμένα
σε φωλιές του έρωτα.
Λάμπες με θολό γυαλί πάνω από τις ανοιχτές πόρτες.
Έντονα χρώματα στην είσοδο.
Ένα στέκι, κάτι ανάμεσα σε πιτσερία και καφετέρια
με σκεπασμένη τζαμαρία στον πεζόδρομο.
Στο σταυροδρόμι.
Οχτώ τραπεζάκια.
Καρέκλες με κόκκινη ράχη.
Κάποιοι κάθονται.
Άλλοι μπαινοβγαίνουν.
BREAKFAST
OMELETTE JUICE COFFEE
5,00 EURO
ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ ΚΙΜΑ 4
WELLCOME.
Φτιαγμένο από μικρά κόκκινα λαμπάκια.
Καμπύλο.
Από κάτω,
OPEN – ΑΝΟΙΧΤΑ.
Όμικρον, κόκκινο
Πι, μπλε
Έψιλον, κίτρινο
Νι, πράσινο.
Στους πιο κάτω δρόμους
κι άλλα τέτοια σπίτια, πιο αραιά.
Πόρτα δίφυλλη, σιδερένια.
Μισάνοιχτη.
Διώροφο.
Παλιού στυλ κεραία τηλεόρασης
σ’ ένα παράθυρο.
Ένας κάθεται στη γωνία,
τριάντα μέτρα απόσταση.
Θέλει να δείξει ότι δεν τρέχει τίποτα.
Στην πιτσερία.
Βράδι.
Γεμάτη.
Πέντε γυναίκες.
Στην άλλη πλευρά του πεζόδρομου,
ένας σκύλος, ξαπλωμένος,
με τα δυο του πόδια μπροστά,
τεράστιος, μαύρος,
δεμένος από ένα μικρό σακ βουαγιάζ,
αφημένο στο οδόστρωμα.
Μεσημέρι, απόγευμα.
Μπροστά στην πιτσερία.
Γυναίκες. Νέες, άλλες μέσης ηλικίας.
Ντυμένες πρόχειρα.
Προβάλλουν ξαφνικά από κάπου,
η μια συναντά την άλλη,
σταματάνε, κουβεντιάζουν.
Όλες έχουν ένα μικρό σακίδιο στην πλάτη.
Δίπατο οίκημα.
Δυο πόρτες.
Τα παράθυρα σφραγισμένα.
Δίπλα, μια ακόμα πόρτα,
σε μια παλιά αποθήκη
καλυμένη με λαμαρίνα.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα,
εβδομήντα χρονών περίπου,
βγαίνει και κοιτάζει έξω.
Προχωρούν ένας-ένας,
ή δυο-δυο ή και τρείς.
Δήθεν αμέριμνοι, ευθυτενείς,
περπατούν κάπως γρήγορα, κοιτώντας μπροστά.
Ίσως έτσι νομίζουν ότι δεν θα τους προσέξει κανείς.
Οι περισσότεροι, με το ίδιο βήμα,
σαν να είναι σε παρέλαση.
Ειδικά αυτοί που είναι μόνοι.
Ξαφνικά στρίβουν, σε ορθή γωνία
και μπαίνουν, απότομα, σε μια από τις ανοιχτές πόρτες.
Χάνονται στα σκαλοπάτια,
που οδηγούν συνήθως στον πρώτο όροφο,
καμιά φορά στο υπόγειο.
Την ίδια στιγμή άλλοι κατεβαίνουν τη σκάλα
και βγαίνουν στο δρόμο.
Προχωρούν ή μπαίνουν
στην επόμενη πόρτα.
Έλληνες.
Από 20 ώς 50 χρονών.
Και αλλοδαποί.
Άλλοι τόσοι.
Μελαμψοί.
Τα απογεύματα
γεμίζει ο τόπος από Κούρδους. Και Πακιστανούς.
Γύρω στο 1,60.
Δυο, τρεις, καμιά φορά και πέντε μαζί.
Σαν τις μέλισσες
μπαινοβγαίνουν από τη μια πόρτα στην άλλη.
Με τεράστια αλογοουρά,
μαζεμένη, όρθια, επάνω στο κεφάλι.
Ξανθιά.
Μια άλλη, ηλικιωμένη.
Μια νεότερη, γύρω στα σαράντα
με κόκκινο, στενό παντελόνι.
Μια άλλη με κόκκινο καπελάκι.
Δυο, μεσαίας ηλικίας, ανηφορίζουν.
Μιλάνε ρωσικά.
Ένας τριαντάρης βγαίνει από την πόρτα.
Πηγαίνει προς ένα παρκαρισμένο μηχανάκι.
Βγάζει το μπουφάν.
Δείχνει, πως θα βάλει μπρος και θα φύγει.
Αλλάζει γνώμη και τελικά μπαίνει στη διπλανή πόρτα.
Ένας ταξιτζής.
Πιάνει στο σταυροδρόμι.
Βγαίνει και κατευθύνεται προς την πιτσερία.
Μετά από λίγο,
δυο από τις γυναίκες
βγαίνουν
κρατώντας το φαγητό τους
σε νάιλον σακούλες, πακέτο.
Ο ταξιτζής
κρατώντας ένα ανοιχτό μπουκάλι μπίρα
και ένα τεράστιο, μαύρο κινητό στο αριστερό χέρι,
τους ανοίγει με το δεξί την πίσω πόρτα.
Μπαίνει κι αυτός μπροστά και φεύγουν.
Μια νέα, όμορφη,
στο μισοσκόταδο,
πάνω σ’ ένα μηχανάκι
παίζει με το κινητό της.
Βγαίνει ένας τύπος,
ανεβαίνει κι αυτός,
βάζει μπρος
και φεύγουν.
Ένα άλλο μηχανάκι.
Παρκάρει σε άλλη πόρτα.
Ο οδηγός κατεβαίνει,
μπαίνει μέσα,
μετά από δύο λεπτά
βγαίνει, παίρνει το μηχανάκι
και φεύγει σα σίφουνας.
Δέκα λεπτά αργότερα.
Το ίδιο μηχανάκι;
Μάλλον.
Ο οδηγός κρατάει μια μεγάλη τσάντα μαύρη.
Μέσα έχει μάλλον φαγητό.
Πριν είχε έρθει να πάρει την παραγγελία.
Κολοκυνθούς και Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας.
Έντονες μυρουδιές από ούρα.
Σπασμένη αποχέτευση.
Ένας, μόνος του.
Αναποφάσιστος.
Φτιάχνει τα μαλλιά του
πάλι και πάλι.
Μια με ροζ μπλούζα και άσπρα σπορτέξ,
με μια χρυσή, μεγάλη τσάντα στον αριστερό της ώμο.
Μαζί μια πιο νεαρή, με ένα κόκκινο σακίδιο στην πλάτη.
Μια τρίτη, αδύνατη, με φόρμα μαύρη.
και μια μακριά ριγέ μπλούζα.
Απομακρύνεται.
Τρεις μαύροι,
μάλλον Αιθίοπες,
αδύνατοι,
προχωράνε σχετικά γρήγορα.
Ο πρώτος προσπερνάει,
οι άλλοι δύο μπαίνουν σε μια πόρτα.
Ο άλλος γυρίζει πίσω,
μπαίνει κι αυτός.
Μετά από τριάντα, σαράντα δευτερόλεπτα
βγαίνουν όλοι έξω.
Στην είσοδο
μιας τριόροφης πολυκατοικίας
τέσσερις παίζουνε ζάρια.
Τρεις πόρτες σαν συγκοινωνούντα δοχεία.
Το κτίριο εσωτερικά είναι ενωμένο.
Κάποιος από μέσα και ξεκλειδώνει
τη μεσαία πόρτα.
Βγαίνουν τρεις γυναίκες.
Κλειδώνουν πάλι με λουκέτο.
Μιλάνε ρωσικά.
Η μία γύρω στα 65,
οι άλλες νεότερες.
Κάποιος που καθόταν, αόρατος,
στη θέση του οδηγού
σ’ ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο,
βγαίνει έξω και κάτι τους λέει.
Μπαίνουν όλες μέσα
μπαίνει κι αυτός, και φεύγουν.
Ο ένας, από αυτούς που παίζουν ζάρια,
φοράει μια φόρμα με κουκούλα.
Ο άλλος είναι μισοξαπλωμένος
στο πεζοδρόμιο, σαν ανάπηρος,
ο τρίτος κάθεται σε μια καρέκλα,
δανεισμένη από το διπλανό ψιλικατζίδικο
και ο τέταρτος κάθεται όρθιος και κοιτάει.
Ένας γυμνός από τη μέση και πάνω
προχωράει προς τη γωνία.
Χάνεται στο σκοτάδι…
Θίασος
Γιώργος ή Χασάν
Είκοσι χρόνια στην Αθήνα. Από το νομό Ξάνθης. Τα ελληνικά του λίγα, σπασμένα. Χασάν. Τον φωνάζουν Γιώργο. Έτσι του είπαν στο αστυνομικό τμήμα του Μεταξουργείου. Μαλλί μαύρο, σγουρό, πυκνό. Και ένα χρυσό δόντι. Γυρίζει με τρίκυκλο. Με δέκα χιλιόμετρα την ώρα. Μισογεμάτο με παλιά περιοδικά και άχρηστα χαρτιά.
Χωμένος με τη σκυλίτσα του τη Νόρα, στο βάθος ενός άδειου διατηρητέου. Κλειδαμπαρώνεται εκεί. Ο γιός του, μετά από το γάμο του -με νταούλια, κλαρίνα και πίπιζες- μετακόμισε. Μένει κάπου εκεί κοντά. Η γυναίκα του Γιώργου -δηλαδή του Χασάν- νεφροπαθής από μικρή ηλικία, έπαθε εγκεφαλικό πριν από δέκα χρόνια. ΄Εμεινε η μισή. Συνήλθε. Την έβγαζαν και βόλτα στον πεζόδρομο. Την έστειλε πίσω, στην Ξάνθη. “Τι να την κάνω εδώ;”. Στη μάνα της. Κι αν θα πέθαινε, πάλι εκεί θα την έστελνε. Στην Αθήνα δεν έχει νεκροταφείο για μουσουλμάνους. Ζει; Αν τον ρωτήσεις, μάλλον δεν ξέρει.
Νίνα, η αναρχικιά
Δούλευε σ’ ένα βιβλιοπωλείο με κόμικ. Περασμένα τα 40, όμορφη. Μετά έφτιαχνε κοσμήματα. Μετά σ’ ένα στέκι με είδη από την Ταϋλάνδη και σ’ ένα ουζερί στην Κωλέττη. Εξάρχεια πάντα. ΄Οταν τέλειωσε το λύκειο, φοίτησε κάπου. Για λίγο. Δούλεψε και σ’ ένα δήμο, με πρόγραμμα του ΟΑΕΔ. Και στο μαγαζί του πατέρα της, όταν ζούσε.
Εκτός από τα συγκροτήματα μέταλ, της αρέσει και η όπερα. Και η ποίηση. Εναντιώνεται σε κάθε τι “εθνικό” και “κρατικό”. Της αρέσει όμως ο Ελύτης. Κι ο Θεοδωράκης. Μένει στη Φιλαδέλφεια. Μόνη. Κυκλοφορεί μ’ ένα “παπάκι”. Τραγουδάει σ’ ένα γκρουπάκι. Η Νίνα. Την βρίσκεις συχνά σ΄ένα μπαράκι στη Σολωμού. Ψιλοσυζήτηση. Λίγη πολιτική, λίγο τέχνη, λίγο για κάποιους γνωστούς. Οργανώνουν και πάρτι σε καταλήψεις. Μπίρα, ξεροσφύρι. “Φτύνει” τους αστούς. Πρέπει να φύγει. Το πρωί – πάλι- αρχίζει δουλειά στις οχτώ.
Στέλιος, ο σκληρός
Κοιμάται σ’ ένα παρατημένο αυτοκίνητο, αραγμένο σ’ ένα στενό προς τη Βάθης. Έχει κλείσει κάποια παράθυρα με χαρτόνι. Γύρω στο 1.70, λίγο καραφλός, βλοσυρός. Τα πόδια στο περπάτημα “μπλαζέ”, το ένα χέρι στην τσέπη, το άλλο σα να κρατάει κομπολόι. Σπάνια σε κοιτάζει. Εκτός κι αν σου ζητάει χρήματα -τουλάχιστον 5 ευρώ- ή κέρασμα μια μπύρα ή φαγητό, αν σε πετύχει να κάθεσαι σ’ ένα απ’ τα στέκια της περιοχής.
Αν δεν βρει γνωστό, Αν δεν βρει κανέναν, κατευθύνεται στην κουζίνα και ζητάει από τον μάγειρα. Κάποτε δούλευε. Έτσι λέει. Ο Στέλιος. ΄Εκανε θελήματα και στον Θύμιο, τον ψιλικατζή. Δεν τα βρήκαν. Αν τον ρωτήσεις, θα βρίσει το Θύμιο. Και τον μάγειρα. ΄Ολους. Μια φορά παραλίγο ο Στέλιος να του πετάξει το φαγητό στο κεφάλι επειδή, λέει, ήταν χάλια. Μπορεί να σου κάνει παρέα με τις ώρες, να σου πει ό,τι θες, για όποιον θες. Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο.
*Τα σκίτσα είναι του Ζαχαρία Ψαράκη