Έχετε αναρωτηθεί ποτέ αν όλα όσα λέτε ή γράφετε είναι σωστά; Πιθανότατα όχι, ειδάλλως θα σταματούσατε να χρησιμοποιείτε εκφράσεις όπως το κολοβό «Για όνομα!» (στη θέση του «Για όνομα του Θεού!» ή «Για όνομα της Παναγίας!») ή το «τα πάντα όλα» που μας κόλλησαν άλλοτε δημοφιλείς περσόνες της τηλεόρασης.
Αλλά και τι σημασία έχει από τη στιγμή που οι φύλακες της σωστής έκφρασης ηττηθούν και η λανθασμένη επικρατήσει. Ο Σατωβριάνδος είχε πει: «Μία παράδοση είναι μία καινοτομία που επικράτησε». Έτσι και μία καθημερινή έκφραση δεν αποκλείεται να είναι μια αρλούμπα που ρίζωσε!
Πόσες τέτοιες αρλούμπες υπάρχουν; Ποιος ξέρει; Μία, πάντως, είναι η λέξη «μπαγάσας». Την χρησιμοποιούμε υποτιμητικά ή επιτιμητικά για κάποιον που προσφεύγει σε κατακριτέες ενέργειες για να πετύχει τον σκοπό του λέγοντας, για παράδειγμα, «τον μπαγάσα, τι πήγε κι έκανε ο άθλιος!». Την χρησιμοποιούμε, μάλλον συχνότερα, και με μια δόση κρυφού θαυμασμού, για κάποιον καταφερτζή, έστω και με πονηριές, εκστομίζοντας για παράδειγμα: «Βρε, τον μπαγάσα! Πάλι τα κατάφερε!» ή «Βρε, τον μπαγάσα! Πάλι την σκαπούλαρε!». Για αυτές τις περιπτώσεις, μάλιστα, έχει καθιερωθεί και υποκοριστικό: το «μπαγασάκος».
Τώρα θα μου πείτε τι σχέση έχει ένας «μπαγάσας» ή και ένας «μπαγασάκος» με την επικράτηση λάθος εκφράσεων; Έχει και παραέχει! Για τρείς λόγους. Πρώτος (και ήσσονος σημασίας) λόγος: σε αντίθεση με την άποψη που επικρατεί, δεν μας ήρθε από την Ανατολή, όπως θα νόμιζε κανείς, αλλά από τη Δύση (bagáscia στα ιταλικά, bagasse στα γαλλικά). Δεύτερος λόγος: επειδή είναι απίθανο να ακούσεις να χαρακτηρίσουν έτσι γυναίκα, παρότι πρόκειται για χαρακτηρισμό γυναίκας. Τρίτος λόγος: όχι οποιασδήποτε γυναίκας, αλλά της «επί χρήμασι εκδιδομένης», κοινώς πόρνης! Μάλιστα, κατά μία θεωρία, αρχικά σήμαινε την υπηρέτρια ή το δουλικό!