Διηγήματα από την συλλογή «Μπίρα με γρεναδίνη»
Ο Νίκος Βεργέτης προσπέρασε το πενταόροφο, ογκώδες κτίριο του σταθμού των ΗΣΑΠ και την πιάτσα των ταξί και από την ακτή Καλιμασιώτη έστριψε αριστερά στην ακτή Κονδύλη.Από το τζάμι του οδηγού είδε στη σειρά τα μεγάλα φεριμπότ ακίνητα στο λιμάνι, ενώ, στην απέναντι μεριά, το μάτι του πήρε το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, όπου, μια μέρα πριν, είχε γίνει ένοπλη ληστεία.
Στο τέρμα της προβλήτας πάρκαρε δίπλα στο πεζοδρόμιο, εκεί που ο δρόμος χώριζε στα δύο, δεξιά – αφού περνούσε μπροστά από τον Άγιο Διονύση – για Δραπετσώνα, Ευγένεια και Κερατσίνι και αριστερά για τις αποθήκες του ΟΛΠ.Στη μέση της διχάλας είδε τη μικρή, σιδερένια γέφυρα. Εδώ, του είχε πει ο Φάνης, ο οπερατέρ, έχουν γυριστεί μερικά καλά βιντεοκλίπ. Έριξε μια ματιά στα αυτοκίνητα, που ερχόντουσαν απ’ όλες τις κατευθύνσεις και πέρασε απέναντι.
Η αρχική ιδέα ήταν να γίνει ένα κλιπάκι πάνω σ’ ένα τραγούδι του Σιδηρόπουλου. «Η ώρα του Stuff». Και γαμώ το τραγούδι!…«Κίτρινο το σούρουπο. Η ώρα έξι και μισή. / Πες μου κάτι. Μίλησε! Δεν αντέχω τη σιωπή…» Κοίταξε γύρω του. Αριστερά, στα διακόσια μέτρα, ο παλιός σταθμός των τρένων που έφταναν από τη Θεσσαλονίκη. Πριν απ’ αυτόν, πινακίδες με ενδείξεις για τις αναχωρήσεις πλοίων. (ΚΡΗΤΗ – ΜΗΛΟΣ – ΧΙΟΣ – ΜΥΤΙΛΗΝΗ). Δεξιά, ένα γραφικό στέκι με τζαμαρία. BISTROT 1. Μετά απ’ αυτό, φάτσα με την εκκλησία, μια σειρά στενών, πολυόροφων κτιρίων.
Διέσχισε την αυλή του μπιστρό και ανέβηκε τα σκαλιά της γέφυρας. Η σειρά των σπιτιών, που είχε μόλις δει, σχημάτιζε με μιαν άλλη, από πίσω, ένα ιδιότυπο «φαράγγι». Από εδώ έφταναν τα τρένα από την Αθήνα. Στην αντίθετη μεριά, μετά τους ευκάλυπτους, η αποβάθρα. Κάποιες διακλαδώσεις. Σταθμευμένα βαγόνια.
Είχε δίκιο ο Φάνης. Οι ράχες των κτιρίων δεξιά, που χάνονταν μέχρις εκεί που έφτανε το μάτι, θύμιζαν Λονδίνο και καλές αστυνομικές ταινίες. Θα τράβαγε από εδώ μερικά γενικά πλάνα.
Κατέβηκε τα σκαλιά της γέφυρας και κατευθύνθηκε προς το μπιστρό. Πίσω από τη τζαμαρία είδε έναν κοντό, συμπαθητικό σαρανταπεντάρη. Προφανώς ο ιδιοκτήτης. Μπήκε. Ρώτησε, αν ήταν ανοιχτά. Ο άλλος, σέρβιρετο ποτό που του ζήτησε και κάθισε δίπλα του. Συστήθηκε. Γιώργος. Παλιός Δραπετσωνίτης. Και ηθοποιός. Ο Νίκος του είπε για το βιντεοκλίπ. Έπιασαν συζήτηση.
Το στέκι υπήρχε από το 1930, είπε ο Γιώργος. Καφεουζοπωλείον «Η συνάντηση». Ο σταθμός τότε ήταν στις δόξες του. Ένα τρένο ερχόταν, άλλο έφευγε. Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους. Τα ΣΕΚ. Στο λιμάνι, δίπλα, υπήρχε τελωνείο. Πάνω απ’ το σταθμό ήταν το Καστράκι. Ένας συνοικισμός όλο παράγκες, με πρόσφυγες απ’ τη Μικρά Ασία. Υπήρχαν και κάποιοι τεκέδες. Μπροστά ακριβώς, σε κάτι παλιά βαγόνια, είχαν το στέκι τους οι πουτάνες. Κατέβαιναν οι χασικλήδες – αυτοί που είχαν πέσει στην πρέζα – και την άραζαν κι αυτοί στα βαγόνια.
Αυτούς έβλεπε ο Γιάννης Εϊτζιρίδης, ο Γιοβάν Τσαούς με τ’ όνομα, που η γυναίκα του είχε ανοίξει μια ουζερί κοντά στο σταθμό, κι έγραψε ένα απ’ τα καλύτερά του τραγούδια: Τον «Πρεζάκια». Ο ιδιοκτήτης του μπιστρό σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει κάτι κασέτες. Ο Νίκος κοίταξε ολόγυρα. Φυτά εσωτερικού χώρου. Ψηλά σκαμπό και καρέκλες από ψάθα. Μαρμάρινα στρογγυλά τραπεζάκια. Ξυλόγλυπτα αναμνηστικά από ταξίδια.
«Να ’το!» είπε ο Γιώργος. «Για άκου!» Έβαλε το στερεοφωνικό.
«Είμαι πρεζάκιας, μάθε το, μα όπου και να πάω / όλοι “φύγε” με λέγουνε, νομίζουν θα τους φάω. / Με βλέπουν και σιχαίνονται, μα εγώ δυάρα δεν δίνω, / την πρέζα μόνο να τραβώ και ό,τι θέλει, ας γίνω…» το μυαλό του Νίκου πετούσε αλλού. Στη Τζίνα. Μαζί φτιάχνανε τα βιντεοκλίπ. Δική της ήταν η ιδέα να φτιάξουν κι αυτό. Φόρος τιμής στο Σιδηρόπουλο.
Η Τζίνα ήταν που είχε ρίξει το Νίκο στο λούκι. Μαζί χαρμανιάζανε, μαζί τραβιόντουσαν, μαζί βαράγανε.
Όσο για το Φάνη, καλό παιδί αλλά ψιλομαλάκας. Από τότε που έμπλεξε με την κόκα, ήταν δύσκολο να βασιστείς σ’ αυτόν. Μπορούσε να παρατήσει το συνεργείο σύξυλο – ακόμα και να σε δώσει – για μια ψιλή…
«Πώς σου φαίνεται;» ρώτησε ο Γιώργος. «Και σκέψου ότι γράφτηκε γι’ αυτή την τοποθεσία!»
«…Μες στο βαγόνι κάθομαι, για σπίτι δεν θυμούμαι / κι ένα τσουβάλι βρώμικο, το στρώνω και κοιμούμαι. / Τα ρούχα μου ελιώσανε, φάνηκε το κορμί μου, / η πρέζα με φαρμάκωσε, τέλειωσε η ζωή μου…»
Και ο Σιδηρόπουλος τα ίδια έγραφε…
«Κλείσε το παράθυρο. Τρέμω και το σκέπασμα βαρύ. / Τούτ’ η πόλη γίνηκε ανυπόφορη πληγή…»
«Έλα ένα βράδυ», ξανάπε ο Γιώργος, «να πάμε μια βόλτα, να δεις, πού ήταν οι παράγκες. Στο Καστράκι και στον Γκρεμό. Έλα νωρίς, να σε πάω στο ταβερνάκι του κυρ Νίκου, δίπλα απ’ την Πυροσβεστική, που τα ’ζησε αυτά από πρώτο χέρι, να σου πει ό,τι θέλεις».
Σηκώθηκε. Έκανε να πληρώσει. Ο Γιώργος αρνήθηκε. «Για τη γνωριμία», είπε. τη βδομάδα που κύλησε, η Τζίνα γνώρισε μια καλή «άκρη». Ένα δικηγόρο που έσπρωχνε πρέζα πρώτης ποιότητας. Απ’ τις καλύτερες που παίζουν στην πιάτσα. Το Νίκο – και μόνο η είδηση – τον έφτιαξε κανονικά. Άρχισε να γράφει το σενάριο.
Πήρε τη Τζίνα και πήγαν μαζί στον Άγιο Διονύση, να δουν τους χώρους. Πίσω απ’ το γεφύρι, δεξιά, μπροστά στην οδό Κανάρη, ήταν ένα περίπτερο. Αριστερά ένα παρκάκι. Βαρέσανε εκεί, επί τόπου.
Με προσοχή, μην πάρει χαμπάρι ο Γιώργος, ο ιδιοκτήτης του μπιστρό, που κάτι πρέπει να ’χε ψυλλιαστεί.
Την άλλη μέρα πέθανε – από «όβερντόουζ» – ένα φιλαράκι. Ο Γιάννης. Στην κηδεία ο Νίκος έλεγε από μέσα του μπερδεμένους στίχους. «Σαν αποθάνω, φίλοι μου, έρχετ’ αστυνομία, / με κάρο σκουπιδιάρικο και κάνει την κηδεία […] / Ξέρω ανάσκελα θα μας βρουν ένα πρωί / σέρνοντας στο βλέμμα μας κάποια σιωπηλή κραυγή…»
λησίαζε το γύρισμα. Τετάρτη βράδυ, του Νίκου, του ήρθε η ιδέα. Ποιος ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος για να τους παραδώσει ο δικηγόρος το «σταφ»; Θα τον έβαζαν να παίξει στο βιντεοκλίπ! Θα έφτανε το τρένο κανονικά στο σταθμό. Ο δικηγόρος θα κατέβαινε. Θα τον τράβαγαν με ζουμ. Θα έβγαινε, σιγά σιγά, και θα πλησίαζε. Με ένα βαλιτσάκι στο χέρι. Πάνω στο γεφυράκι θα συναντούσε τη Τζίνα. Εκείνη θα του έδινε τα λεφτά. Εκείνος το βαλιτσάκι. Που υποτίθεται, θα είχε ναρκωτικά. Και θα είχε!
Παρασκευή. Όλα στην εντέλεια. Το συνεργείο παρόν. Ο Φάνης, ο οπερατέρ, στις καλύτερες του.
Να, το τρένο! «Μοτέρ!… Τέσσερα, τρία, δύο, ένα. Πανοραμίκ!» Πέρασε κάτω από τη γέφυρα. Έφτασε στην αποβάθρα. Ο δικηγόρος κατεβαίνει. «Κράτα το λίγο!» Ο δικηγόρος μπαίνει στο κτίριο του σταθμού. Η κάμερα αλλάζει θέση. «Πιάνει» το δικηγόρο στο πεζοδρόμιο. Έρχεται προς τα εδώ. Φτάνει. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Με το βαλιτσάκι στο χέρι.
Ο Νίκος κοιτάζει στο μόνιτορ. «Στοπ!» Κάτι δεν πάει καλά. Σύρμα! Πέσιμο*! Κάποιος τους έδωσε. Γέμισε ο κόσμος ασφαλίτικα και μπάτσους. Κι απ’ τις δυο μεριές. Ανεβαίνουν.
Κοίταξε ο Νίκος το Φάνη. Κατάλαβε απ’ το βλέμμα του. Τον κωλοκοκάκια! Τους έδωσε εν ψυχρώ.
Τους πήραν. Τη Τζίνα σε ένα ασφαλίτικο. Το Νίκο σε άλλο.
«Πριν τελειώσει η νύχτα αυτή / πριν μας εύρει το πρωί / πες μου, αν μ’ αγάπησες / όσο ο ήλιος την αυγή…»
*μπλόκο της αστυνομίας

του Ζαχαρία Ψαράκη