Ο Δημήτρης Καρατζιάς και ο Βαγγέλης Λάσκαρης μιλούν στην ΗΠΖ για τον πολυχώρο Vault, τις νέες παραστάσεις, το θέατρο μετά από δύο χρόνια «παύσης» λόγω πανδημίας.
Ο πολυχώρος Vault άνοιξε τις πόρτες του στη γειτονιά του Βοτανικού πριν από δέκα χρόνια και από τότε κατέχει μία ξεχωριστή θέση στα θεατρικά πράγματα της πόλης. Με δική του ταυτότητα, με πολυάριθμες παραστάσεις στο ενεργητικό του, ανέβασε ψηλά τον πήχη, προσφέροντας πάντα ποιοτικά θεάματα με έντονες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Κάπως «επετειακά», ίσως για να δοθεί και μία έμφαση στη νέα αρχή του θεάτρου στην post-quarantine εποχή, θέλησα να έρθω σε επαφή με τον Δημήτρη Καρατζιά, σκηνοθέτη, ηθοποιό και την καρδιά του Vault, αλλά και το σκηνοθέτη και ηθοποιό Βαγγέλη Λάσκαρη που είναι πια μόνιμος συνεργάτης του χώρου.
Με υποδέχθηκαν στη φιλόξενη και μιλήσαμε περισσότερο ως φίλοι, έξω από τα στενά όρια που επιτάσσουν οι συνεντεύξεις. Αυθεντικοί θεατράνθρωποι, έκαναν εκείνη τη μέρα λίγο πιο πλούσια με τα λόγια, τις απόψεις τους, τα όνειρα και τα καλλιτεχνικά τους σχέδια.
To Vault φέτος κλείνει 10 χρόνια ύπαρξης στο χάρτη της θεατρικής Αθήνας. Πώς ξεκίνησε η ιστορία του;
Δημήτρης Καρατζιάς: Το θέατρο αποφασίσαμε να το ανοίξουμε το 2011, μέσα στην οικονομική κρίση. Ήταν αρκετά θαρραλέο εγχείρημα, αφού τότε η γειτονιά του Βοτανικού δεν είχε χώρους πολιτισμού ή εστίασης. Τώρα πλέον, αυτή η γειτονιά αποτελεί το νέο θεατρικό κέντρο της πόλης, είναι πλέον γεμάτη ζωή. Και είναι περίεργο 10 χρόνια μετά, που ξανανοίγουμε έπειτα από 2 χρόνια παύσης λόγω του κορωνοϊού. Όπως δείχνουν τα πράγματα, είναι ακόμη θαρραλέο να έχεις ένα δικό σου κλειστό χώρο.
Είναι καλό να είναι μια γειτονιά θεατρική ή υπάρχει ανταγωνισμός;
Δ.Κ. Είναι πολύ καλό. Γιατί έρχεται ο κόσμος. Και είμαστε πολύ χαρούμενοι γι’αυτό. Προσωπικά πιστεύω ότι όσο τα θέατρα πάνε καλά και όσοι περισσότεροι χώροι ανοίγουν, τόσο καλύτερα είναι. Τα θέατρα είναι η παρακαταθήκη μας και ο πολιτισμός μας. Μακάρι να ασχολούνται οι άνθρωποι με το θέατρο, μακάρι να έρχονται στα θέατρα. Ευγενής άμιλλα υπάρχει, αλλά ανταγωνισμός όχι. Αν σε άλλα θέατρα πάνε καλά οι παραστάσεις και στο Vault δεν πάνε, σημαίνει ότι εγώ δεν έκανα κάτι καλά. Δε φταίει ο άλλος που γέμισε το θέατρό του, φταίω εγώ αν δεν έχω δημιουργήσει μία καλή παράσταση.
Εσύ, Βαγγέλη, από πότε συνεργάζεσαι με το Vault;
Βαγγέλης Λάσκαρης: Ήρθα κι εγώ το 2012, ψαρωμένος, με θράσος, δευτεροετής ακόμη στη Δραματική Σχολή. Μου είπε τότε ο Δημήτρης: «Έλα εδώ, να κάνεις την παράστασή σου» και από τότε δεν έφυγα!
Δ.Κ. Αυτό θα πει αρμένικη βίζιτα (γέλια).
Β.Λ. Είμαστε πια μόνιμοι συνεργάτες. Έχουμε εξαιρετική σχέση. Νιώθω τον Δημήτρη και τον Μάνο Αντωνιάδη σαν μία δεύτερη οικογένεια πια. Και είναι μεγάλη μου χαρά που μπορώ να δημιουργώ ελεύθερα μέσα σε ένα χώρο. Αυτό είναι πάντα πολύ σημαντικό για έναν καλλιτέχνη.
Πώς επιλέγεται το πρόγραμμα του θεάτρου;
Δ. Κ. Κάποιες είναι αναθέσεις, κάποιες συμπαραγωγές και κάποιες φιλοξενούμενες παραγωγές. Έχουμε στο νου μας ότι στο θέατρο πρέπει να έρχονται παραστάσεις που τους «ταιριάζει» ο χώρος. Είναι κρίμα μια παράσταση να σβήσει σε ένα θέατρο. Επιπλέον, πρέπει να υπάρχει μια συνέπεια στο πρόγραμμα. Γι’αυτό, επιλέγουμε προτάσεις με έντονο κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο. Το θέατρο έχει πια μια δική του ταυτότητα και το κοινό περιμένει συγκεκριμένα δημιουργικά και καλλιτεχνικά πράγματα από εμάς. Όσο για τις συνεργασίες, πάντα μελετάμε, ψάχνουμε, αντιπροτείνουμε, δεν επεμβαίνουμε όμως στη δουλειά των συνεργατών. Πλέον, γνωρίζομαι αρκετά με τους ανθρώπους και περιμένω να απολαύσω καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ως θεατής.
Β.Λ. Έχω εναρμονιστεί κι εγώ με αυτήν την κουλτούρα. Ψάχνω συνεχώς έργα στο εξωτερικό ώστε να ανεβάσουμε παραστάσεις που θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Και επιλέγω πάντα έργα που έχουν ένα κοινωνικό πρόσημο.
Πώς ήταν αυτά τα χρόνια του κορωνοϊού για εσάς;
Β.Λ. Από τη δική μου σκοπιά, θεωρώ ότι για εμάς τους καλλιτέχνες δεν ήρθε «παύση» μόνο στη δουλειά μας, αλλά και στην κοινωνική μας ζωή. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, η συγκεκριμένη δουλειά είναι συνυφασμένη με την κοινωνική μας ζωή. Όταν κάνεις θέατρο, ταυτόχρονα οι συνεργάτες σου γίνονται φίλοι σου. Όχι μόνο λόγω του χρόνου που συναναστρέφεστε, αλλά και επειδή μοιραζόμαστε τις ζωές μας. Για εμάς ήταν δέκα φορές περισσότερο άγρια η διακοπή. Ο δικός μας κλάδος δε, δεν είχε και καμία στήριξη.
Πέρα από τους εργαζόμενους του πολιτισμού οι οποίοι άργησαν μεν, αλλά εν τέλει βοηθήθηκαν με την αποζημίωση ειδικού σκοπού, τα θέατρα στηρίχθηκαν;
Δ.Κ. Τα μικρά θέατρα, δηλαδή στη δική μας κατηγορία που έχουμε κάτω από 150-200 θέσεις, όχι .Τα μεγαλύτερα πήραν την επιδότηση της κενής θέσης. Αντέξαμε παίρνοντας επιστρεπτέες προκαταβολές, χρήματα βέβαια που κάποια στιγμή θα πρέπει να επιστραφούν! Έχω σταματήσει όμως να αγχώνομαι γι’ αυτά τα υλικά. Εφόσον ξεκινήσαμε και μέσα στην κρίση, είμαστε λίγο συνηθισμένοι στην πίεση. Όπως και να το κάνουμε, εμείς τα καταφέραμε, επιμείναμε, είμαστε πια ανοιχτοί και ευτυχώς ο κόσμος δείχνει ότι θέλει να έρχεται στο θέατρο
Β.Λ. Είναι και πολιτική πράξη το γεγονός ότι επιλέγεις να επιμείνεις. Από την άλλη, προσωπικά συνεχίζω και δε βλέπω στήριξη. Ποια καμπάνια έχει κάνει το αρμόδιο Υπουργείο, ας πούμε, για να ξαναφέρει τον κόσμο στα θέατρα; Καμία. Περάσαμε τόσο δύσκολα και έμπρακτα δεν ασχολείται κανείς. Πώς στηρίζεις ως πολιτεία τον πολιτισμό;
Δ.Κ. Βαγγέλη, νομίζω ότι εδώ και καιρό το βλέμμα της πολιτείας είναι στραμμένο αλλού. Πάντα ο πολιτισμός αντιμετωπιζόταν ως ένας δευτερεύων τομέας ή, για να το θέσω καλύτερα, ως πολυτέλεια. Θέλοντας και μη, θα στηριχθούν όλα τα άλλα και μετά εμείς. Πρώτα ο άνθρωπος θα κοιτάξει να καλύψει τις βασικές ανάγκες και μετά όλα τα άλλα. Πάντα ήμασταν με ένα τρόπο δεύτεροι, παρότι θεωρώ ότι η δουλειά που κάνουμε όλοι οι καλλιτέχνες είναι η «πρώτη ύλη», αυτό που μπορεί να κατευνάσει την ψυχή ενός ανθρώπου. Με όλα τα ζόρια που τραβάμε όμως, εδώ και πάρα πολύ καιρό, αναγκαστικά ο πολιτισμός πάει πίσω.
Μέσα στην καραντίνα, ξεκίνησε και το κίνημα #MeToo. Πώς αισθάνθεστε γι’αυτό; Σας πέρασε από το μυαλό ότι όλες αυτές οι αποκαλύψεις θα απομακρύνουν τον κόσμο από το θέατρο;
Δ.Κ. Δε νομίζω να απέτρεψε τον κόσμο από το να πηγαίνει στο θέατρο όλη αυτή η δημοσιότητα που πήρα το θέμα. Ίσα ίσα. Μακάρι να έχουν όλοι το θάρρος να βγουν δημόσια να μιλήσουν για όποιου είδους κακοποίηση έχουν υποστεί και σε όποιο επαγγελματικό πεδίο. Μόνο καλό έκανε. Και μπράβο σε όσους είχαν το θάρρος να μιλήσουν.
Β.Λ. Το ίδιο πιστεύω κι εγώ. Ένα από τα μηνύματα που μας έδωσε αυτό το κίνημα είναι ότι δεν πρέπει να υπάρχουν κλειστές πόρτες. Θα πρέπει να νοιαζόμαστε λίγο παραπάνω για τον διπλανό μας. Τι συμβαίνει στους γύρω μας; Χρειαζόμαστε λίγο παραπάνω φως. Οι καλλιτέχνες και οι αθλητές σήκωσαν γενναία αυτό το βάρος και έτσι ξεκίνησε ένα ντόμινο αποκαλύψεων τέτοιων καταπιεστικών συμπεριφορών. Σε άλλους επαγγελματικούς χώρους μπορεί να συμβαίνουν πολύ χειρότερα. Κοντά στο δικό μας αντικείμενο, έχουμε αναρωτηθεί τι συμβαίνει στις πίστες για παράδειγμα; Στα νυχτερινά κέντρα; Δε χρειάζεται να πούμε παραπάνω. Μόνο καλό έκανε. Συμφωνώ με απόλυτα με τον Δημήτρη.
Αισθάνεστε ως άντρες εγκλωβισμένοι μέσα στο πατριαρχικό μοντέλο που επιβάλλει ασυνείδητα εικόνες και συμπεριφορές;
Δ.Κ. Προσωπικά, αν και μεγάλωσα σε χωριό, είχα πολλές γυναίκες δίπλα μου κι αν κάτι δεν άντεχα ποτέ ήταν η νοοτροπία του πατριάρχη. Στην κοινωνική ζωή βέβαια, αντιμετώπισα κάτι άλλο. Όμως μεγάλωσα με έναν φιλελεύθερο τρόπο. Στόχος της οικογένειάς μου ήταν να είμαστε εμείς ευτυχισμένοι. Γι’αυτό και είμαι πολύ ευαίσθητος στο θέμα των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Με αφορά, με προβληματίζει, τα ανθρώπινα δικαιώματα παίζουν κεντρικό ρόλο στις παραστάσεις που επιλέγω να ανεβάσω. Όποτε ένιωσα αυτόν τον κοινωνικό εγκλωβισμό, πήγα τελείως κόντρα.
Β.Λ. Δεν έχω νιώσει αυτό τον εγκλωβισμό. Ίσως επειδή η μητέρα μου είναι από το εξωτερικό και ο πατέρας μου είναι κι εκείνος καλλιτέχνης, ήταν λίγο διαφορετικός ο τρόπος που μεγάλωσα.
Μιλήστε μου για τις παραστάσεις που παίζονται και θα παιχτούν στο Vault.
Δ.Κ. Από τον Οκτώβρη έχει ξεκινήσει το «THE PRUDES» του Anthony Neilson σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη. Επίσης την προηγούμενη βδομάδα ξεκίνησε και η παράσταση «Τα Πουλιά» (The Birds) του βραβευμένου Ιρλανδού συγγραφέα Conor McPherson σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Παπαδόπουλου που παρουσιάζεται πρώτη φορά στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια ατμοσφαιρική θεατρική διασκευή της συναρπαστικής ιστορίας της Daphne du Maurier στην οποία βασίστηκε και η ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Alfred Hitchcock. Αυτή την Τετάρτη 24 Νοεμβρίου ξεκινάει η «Μπομπονιέρα» (ή Πώς Έλυσα Τα Θέματά Μου) του Βασίλη Τσιγκριστάρη σε σκηνοθεσία Μάνου Κανναβού, μία σύγχρονη ελληνική κωμωδία, μία παράσταση που με οδηγό το χιούμορ πραγματεύεται τα εμπόδια των ανθρώπων να διεκδικήσουν και να διατηρήσουν ερωτικές σχέσεις. Παίζει ήδη ξανά «Η Σαμάνθα και ο Φοξ στο βυθό της ασφάλτου» του Άκη Δήμου σε σκηνοθεσία Θοδωρή Αντωνιάδη και ο «ΣΙΛΑΧ» του Μάκη Κατσανέα σε σκηνοθεσία Φανής Παρλή. Η παράσταση «Γυναικείες Ιστορίες» του Γιώργη Μασσαβέτα σε σκηνοθεσία και θεατρική διασκευή δική μου θα ξεκινήσει στις αυτό το Σαββατοκύριακο στις 27 Νοεμβρίου. Πρόκειται για αστείες και συγκινητικές ιστορίες που κρυφάκουγε ένας πιτσιρικάς από τις γυναίκες της γειτονιάς του, που συναστρέφονταν καθημερινά σε ένα πεζούλι στην Κοκκινιά και τις οποίες κατέγραψε, χρόνια μετά, σε 16 βιογραφικά διηγήματα. Είναι ουσιαστικά ένας ύμνος στη φιλία, στη μητρότητα, στις γυναίκες που μας μεγάλωσαν.
Βαγγέλη, πόσο καιρό σκηνοθετείς; Τι πραγματεύεται η φετινή παράσταση «The Prudes»;
Β.Λ. Σχεδόν 8 χρόνια σκηνοθετώ, φέτος είναι η 11η δουλειά μου που ανεβαίνει. Οι παραστάσεις μου θέλω να καταπιάνονται με επίκαιρα ζητήματα. Τη βία, το #metoo, τις οικογενειακές σχέσεις, την κακοποίηση, το φύλο, τη μισαλλοδοξία και το θρησκευτικό φανατισμό, το φασισμό. Το «Τhe Prudes» το είχα αποφασίσει καιρό πριν, απλά κατέληξε ως τραγικά επίκαιρη. Ξέρεις είναι πολύ δύσκολο να βρεις μια πολύ καλή κωμωδία. Μόλις μου πρότεινε το έργο ο Δημήτρης Κιούσης που έκανε και τη μετάφραση, με αυτό ενθουσιάστηκα. Επιτέλους μια καλή κωμωδία. Μέσα στην καραντίνα σκέφτηκα ότι όταν θα ξανανοίγαμε, ο κόσμος θα χρειαζόταν μία παράσταση πιο εύθυμη, πιο ανεβαστική.. Παρά το γεγονός ότι θέμα της είναι πάρα πολύ σοβαρό, είναι πραγματικά μια πού ωραία κωμωδία. Εξάλλου, η κωμωδία αυτό το ρόλο επιτελούσε πάντα, από την αρχαιότητα και τον Αριστοφάνη. Να παρουσιάζει κοινωνικά και πολιτικά θέματα με καυστικό τρόπο ώστε να ξεκινήσει ένας διάλογος για τα πράγματα. Ο Άντονι Νίλσον το έγραψε το 2018 με αφορμή το ξέσπασμα του #metoo στο εξωτερικό. Βρεθήκαμε μπροστά σε πολύ καινούργια πράγματα που πριν την καραντίνα δεν είχαμε καταφέρει να συνειδητοποιήσουμε ουσιαστικά. Προσπαθούμε να κρατήσουμε στην παράσταση μία πολύ λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό. Και το καταφέρνουμε νομίζω. Είμαι περήφανος για αυτή τη δουλειά. Θέλω πάντα μετά από μια παράστασή μου, να μπορεί να ξεκινάει ένας διάλογος. Να φεύγει ο θεατής λίγο μετακινημένος, με μία σειρά από ερωτήματα στο κεφάλι του.
Θυμάστε ποια είναι η πρώτη παράσταση που είδατε;
Δ.Κ. Το «Χάρολντ και Μοντ» με τη Δέσποινα Μπεμπεδέλη. Ξεκίνησα να βλέπω θέατρο, αφού πήγα στη δραματική σχολή! Ήμουν του κινηματογράφου περισσότερο.
Β.Λ. Επειδή μεγάλωσα σε μια «λαϊκή» γειτονιά, το Ίλιον, η πιο συχνή θεατρική έξοδος ήταν οι επιθεωρήσεις. Το πρώτο έργο που με σημάδεψε όμως ήταν «Η Αυλή των Θαυμάτων» του Καμπανέλλη.
Ποια είναι η αγαπημένη σας γειτονιά στην Αθήνα;
Δ.Κ. Ο Βοτανικός βέβαια. Μένω κιόλας εδώ. Αλλά όλο το κέντρο της Αθήνας το αγαπώ.
Β.Λ. Κι εγώ αγαπώ τον Βοτανικό.
Θα ζούσατε αλλού;
Δ.Κ. Ναι, αλλά υπό άλλες συνθήκες. Κι αυτό το «Ναι» δε θα το έλεγα ποτέ πριν απο δυο χρόνια. Μου προκάλεσε μια μετακίνηση η καραντίνα. Να φύγω απ’ αυτήν την πόλη να πάω σε άλλη πόλη, αποκλείεται. Αλλά θα ζούσα σε ένα πιο μικρό μέρος. Πάντως, η Αθήνα ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής μου. Από τα 14 που ήρθα πρώτη φορά, είπα ότι εδώ θα μείνω.
Β.Λ. Υπάρχουν στιγμές που με κουράζει αφάνταστα αυτή πόλη. Αλλά την αγαπώ. Διπολικό έτσι;
Μπα, νομίζω προκαλεί η πόλη αυτά τα αντιφατικά συναισθήματα. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες αντιθέσεις της Αθήνας για εσάς;
Δ.Κ. Το ότι έχεις τόσες πολλές επιλογές, αλλά, δουλεύοντας τόσο πολύ, δεν μπορείς να την απολαύσεις. Αυτό το διπολικό το έχει! Αν ζούσα αλλού και ερχόμουν για 20 μέρες στην πόλη, πιο πολλά θα προλάβαινα να κάνω απ’ό,τι τώρα.
Β.Λ. Είναι δύσκολη πόλη. Φτάνεις στη δουλειά σου ήδη κουρασμένος από την κίνηση. Αναγκάζεσαι να κάνεις δυο και τρεις δουλειές για να βγουν τα έξοδα. Και οι άνθρωποί της. Είναι ικανοί για το ομορφότερο και το χειρότερο πράγμα.
Δ.Κ. Αυτό το τελευταίο, για μένα, συμβαίνει παντού. Πλέον, επειδή έρχομαι σε επαφή περισσότερο με καλλιτέχνες, νομίζω ότι είμαστε σε ένα δικό μας κόσμο, μια δική μας πραγματικότητα. Είμαστε λίγο εκτός τόπου. Έχουμε μια διαφορετική οπτική που δεν έχω αποφασίσει ακόμη αν είναι καλή ή κακή.
Ποια είναι τα μελλοντικά σχέδια του θεάτρου Vault;
Δ.Κ. Μετά τα Χριστούγεννα, θα συνεχίσουμε το project «Ο γιος μου…» που ξεκινήσαμε με τη Χρύσα Σπηλιώτη και πραγματοποιείται κάθε χρόνο υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού. Πρόκειται για θεατρικούς γυναικείους μονολόγους μανάδων σπουδαίων αντρών. Ο πρώτος μονόλογος ήταν της μητέρας του Ν. Μάντζαρου σε κείμενο και ερμηνεία της Χρύσας. Φέτος, θα ανέβει ο μονόλογος της μάνας του Καβάφη σε κείμενο και σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη.
Β.Λ. Σε αυτό το project θα σκηνοθετήσω ένα μονόλογο που έγραψε η Κική Μαυρίδου για την μητέρα του Κώστα Ταχτση. Επίσης, θα συνεχιστούν και «Οι Ηλίθιοι» του Λαρς φον Τρίερ, μια παράσταση που έκανε πρεμιέρα και την επόμενη έκλεισαν τα θέατρα!
Μια ευχή για το μέλλον;
Δ.Κ. Να ‘χουμε ωραίες παρέες, ωραίες συνεργασίες και να πάμε καλά. Και να ‘μαστε όλοι ευτυχισμένοι, όπως θέλει και όπως ορίζει ο καθένας την ευτυχία.
Β.Λ. Συνυπογράφω.
Όλο το πρόγραμμα του Πολυχώρου Vault μπορείτε να το δείτε εδώ
VAULT Theatre Plus / Πολυχώρος VAULT
Μελενίκου 26 (Γκάζι) Βοτανικός
T. 21 3035 6472
fb page: VAULT Theatre Plus / Πολυχώρος VAULT