Στην ανάγκη του για χρήμα, επέστρεψε στα παλιά του λημέρια. Ο Κώστας στα 16 δούλευε σε ένα μικρό, συνοικιακό μαγειρείο ως σερβιτόρος.
Όταν ήρθε η στραβή, έπιασε τον κυρ-Παναγή και του είπε “Το και το. Αν δεν με βοηθήσεις, στον δρόμο θα μείνουμε”. Καλά δεν ήταν και στραβή ακριβώς. Εκείνος έφταιγε. Είχε τόσα πολλά νεύρα που τον έδιωχναν από όλες τις δουλειές γιατί “ο πελάτης έχει πάντα δίκιο”. Ο κυρ-Παναγής τι να κάνει, μπορεί να ήταν ζόρικος άλλος ένας μισθός, αλλά θα τα κατάφερνε. Του ‘χε και αδυναμία του Κωστάκη.
Όλα ξεκίνησαν ωραία και ήσυχα. Μέχρι που τη δεύτερη μέρα έσκασε μύτη αυτός, ο Παντελής Κανελλόπουλος. Φορούσε πάντα γαλάζιο πουκάμισο με γκρι παντελόνι κι ένα κόκκινο παπιγιόν με πουά λεπτομέρειες. Ήταν τόσο ευτραφής που η βέρα είχε κολλήσει στα δάχτυλά του και είχε δημιουργήσει ένα είδος μωβ λουκάνικου πάνω σε ένα ήδη χοντρό χέρι. Εργολάβος λέει, έκανε λεφτά πολλά επί ζιβάγκο. Τόσα που θα έχει να ταΐζει και τα εγγόνια των εγγονών του. Βέβαια δεν είχε, αλλά λέμε τώρα.
Κάθε δεύτερη μέρα ερχόταν στο μαγειρείο για να ξεσκάσει, να ξεφύγει κι από την γκρίνια της γυναίκας του “που του έχει φάει τα συκώτια”. Μόλις καθόταν στο τραπέζι, το πρόσωπό του κοκκίνιζε, αφού η κοιλιά του προσπαθούσε να στριμωχτεί και μόλις το προσωπικό έβλεπε αυτήν την κοκκινίλα και μια στάλα ιδρώτα να αχνοφαίνεται στη φαβορίτα, έτρεχε να του πάει μια φρατζόλα ψωμί κι ένα κατρούτσο κρασί κόκκινο.
Ο Κανελλόπουλος τρία πράγματα αποζητούσε: πρώτον, όλοι να τον υπηρετούν, δεύτερον το αγαπημένο του πιάτο -μοσχαράκι με μακαρόνια – να είναι στη σωστή θερμοκρασία που δεν θα καίγεται η γλώσσα του, αλλά το τυρί να λιώνει και τρίτον και βασικότερο, η κόκκινη σάλτσα να μην έχει κανέλα, αφού είχε σοβαρή αλλεργία στο συγκεκριμένο μπαχαρικό. Κι ενώ όλα ήταν κάθε φορά στην εντέλεια, η αγένεια του Παντελή Κανελλόπουλου δεν έλειπε σε κανένα τσιμπούσι. Πάντα έβρισκε ένα εύκολο θύμα από το προσωπικό για να κάνει επίδειξη της δύναμής του.
Όταν είδε τον Κώστα εκείνη τη μέρα, αμέσως τον έβαλε στο μάτι και του είπε: “Στραβάδι, εσύ να μου φέρεις το μοσχαράκι. Εγώ πλερώνω, εγώ μιλάω”.
Η φλέβα στο μέτωπο του Κώστα πετάχτηκε, ο κυρ-Παναγής τον πήρε γραμμή κι έτρεξε να του πει στο αυτί: “Άστονα Κωστάκη, ο πελάτης έχει πάντα δίκιο”. Μέτρησε κι ο Κώστας μέχρι το δέκα, μην επαναληφθούν πάλι τα ίδια και χάσει τα μεροκάματα.
Μόλις πάει το μοσχαράκι, ο Κανελλόπουλος έβγαλε ένα θερμόμετρο και το ακούμπησε μέσα στην παχύρρευστη σάλτσα. Το θερμόμετρο έγραφε 29 °C αντί για 30 °C. Έγινε ο κακός χαμός. Τόση πίεση ανέβασε, που το μωβ δάχτυλο έγινε ακόμη πιο μωβ, ενώ ο Κωστάκης κούμπωσε ένα Ζάναξ με τη μία, μην τον αρχίσει στις γρήγορες.
Έτσι έγινε η αρχή και ο Κωστάκης με τον Κανελλόπουλο ανέπτυξαν μία ιδιόμορφη σχέση. Ο Κανελλόπουλος ήθελε να τον σερβίρει μόνο το “στραβάδι” και ο Κωστάκης έβαλε σκοπό της ζωής του να χρησιμοποιήσει τον Κανελλόπουλο για να κάνει ασκήσεις ηρεμίας. “Άχρηστο” τον ανέβαζε, “ανίκανο” τον κατέβαζε.
Τον ενοχλούσε το πως ήταν στρωμένο το τραπεζομάντιλο, τον ενοχλούσε το χρώμα του πιάτου, μέχρι που μια μέρα τον ενόχλησε και η θερμοκρασία του νερού που ο Κώστας έτρεξε να του πάει όταν πνίγηκε από το μακαρόνι και του βγήκε με φόρα από τη μύτη. Αλλά ο Κωστάκης έκανε προπόνηση ηρεμίας. Έπαιρνε βαθιά ανάσα και όλα κυλούσαν ομαλά.
Μια μέρα, Τρίτη και 13 ήταν, ο Κωστάκης μπήκε λίγο καθυστερημένος για τη βάρδια και τι να δει; Τον Κανελλόπουλο … επί δύο! Δύο Κανελλόπουλοι, ο ένας με γαλάζιο πουκάμισο, γκρι παντελόνι και κόκκινο παπιγιόν και ο άλλος με γκρι πουκάμισο και γαλάζιο παντελόνι, με κόκκινη γραβάτα που έφτανε μέχρι την αρχή της φουσκωτής κοιλιάς του.
Και οι δύο με μωβ δάχτυλα, κόκκινα πρόσωπα και στάλες ιδρώτα στις φαβορίτες να προσπαθούν να χωρέσουν την κοιλιά τους ανάμεσα στην καρέκλα και το τραπέζι. “Άχρηστε, σήμερα βρήκες να αργήσεις που έφερα τον δίδυμο αδερφό μου; Μόλις έφτασε από Αυστραλία και πρέπει να σε ανεχτει; Άιντε, πάρ’ τα πόδια σου. Δύο τα κατρούτσα, δύο τα μοσχαράκια και σβέλτα ανίκανε!”. Και ο αδερφός του συμπληρώνει: “Α, αυτός είναι το στραβάδι που μου ‘λεγες;”.
Η φλέβα στο μέτωπο του Κώστα έγινε τώρα εκείνη μωβ. Αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ναι, εντάξει ο ένας, αλλά οι δύο δεν αντέχονται.
Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Από έναν κόκκο κανέλας κρυφά σε κάθε πιάτο και η δουλειά έγινε.
Τρίτη και 13, δύο φορεία σκεπασμένα με σεντόνι βρίσκονται στο κέντρο του μαγειρείου του κυρ-Παντελή. Δύο νεκροφόρες γεμάτες με λευκούς κρίνους είναι σταθμευμένες απ’έξω. Τα οκτώ “κοράκια” αγκομαχούν μέχρι να σηκώσουν τα φορεία. Ο Κώστας κάθεται γαλήνια σε ένα τραπέζι και τρώει τα σχεδόν άθικτα μοσχαράκια των Κανελλοπουλαίων.
Συνταγή
Μοσχαράκι Κοκκινιστό
Υλικά:
- 1.300γρ. περίπου μοσχαράκι ελιά, σε κομμάτια
- 1 κρεμμύδι μεγάλο, ψιλοκομμένο
- 3 ντομάτες ώριμες, ξυσμένες στον τρίφτη ή 1 κονσέρβα ντοματάκια κονκασέ
- 1-2 κουτ. σούπας πελτέ ντομάτας, διαλυμένο σε 1 φλιτζάνι νερό
- 1 κουτ. σούπας ζάχαρη
- ½ φλιτζάνι ελαιόλαδο
- 3-4 κόκκους μπαχάρι
- 1 ξυλάκι κανέλας
- 2 φύλλα δάφνης
- αλάτι, πιπέρι
Διαδικασία:
Βράζετε το κρέας σε κατσαρόλα μαζί με άφθονο νερό που θα το σκεπάζει καλά, για 1 με 1μιση ώρα μέχρι να μαλακώσει. Το ξαφρίζετε κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος.
Βγάζετε το κρέας με τρυπητή κουτάλα σε πιάτο και κρατάτε το ζωμό σε μπολ. Στην ίδια κατσαρόλα ρίχνετε το λάδι και μόλις κάψει σοτάρετε το κρεμμύδι για 3-4 λεπτά. Κατόπιν, προσθέτετε και το κρέας και σοτάρετε για λίγο.
Προσθέτετε τη δάφνη, το μπαχάρι, την ντομάτα, τον πελτέ διαλυμένο σε λίγο ζωμό, αλάτι, πιπέρι, τη ζάχαρη και λίγο από το ζωμό του κρέατος. Ανακατεύετε και βράζετε μέχρι να μαγειρευτεί καλά το κρέας και να μείνει με μια ωραία σάλτσα.
Σερβίρεται με πατάτες τηγανητές ή μακαρόνια όπως ο συγχωρεμένος.