Μετατόπιση του πρωτοτύπου κειμένου προς το συγκρατημένο μπουρλέσκ και την λαϊκή κωμωδία, εκείνη που έχει τις ρίζες της στην Αρχαιότητα (Νέα Αττική Κωμωδία – Λατινική Κωμωδία – Commedia dell’Arte – Goldoni – Μολιέρος κ.λπ.).
Έτσι γλιτώσαμε από μελοδραματικές εκδοχές αυτού του θαυμάσιου έργου που δεν είναι σε καμία περίπτωση “αστικό δράμα”, δεδομένου ότι δεν ασχολείται με τους συνήθεις μεσοαστούς, ή μικροαστούς έστω.
Ο μεγάλος ποιητής της σκηνής και της οθόνης Τεννεσσή Γουίλλιαμς είναι πάντα με το μέρος των αθώων, των αγνών, των κατατρεγμένων, των ανήμπορων, των πιασμένων στα δίχτυα της Τύχης και της Ανάγκης, των φυλακισμένων στον ιστό της Άγνοιας και της Δεισιδαιμονίας, των εξόριστων στον χωρόχρονο της Ανασφάλειας και της διαρκούς Φοβίας για τα πάντα…
“Υπέρ αδυνάτου” ο λόγος εδώ. Ποίηση των λούμπεν, των περιθωριακών και των παρηκμασμένων μιας κοινωνίας της Αφθονίας που έχει χωρίσει τους υποτελείς της σε πολλά στρώματα, διαστρωματώσεις κι υποστρώματα ανάλογα με την αγοραστική τους αξία και δύναμη, ανάλογα με την εργατική τους δυνατότητα, ενεργητικότητα, εργατικότητα, παραγωγικότητα. Η δημιουργικότητα προορίζεται για τους τυχερούς, για τους αναβαθμισμένους, για αυτούς που ξέφυγαν από τα στενά χωροχρονικά όρια της ταπεινής καταγωγής τους.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση όμως η άλλοτε πάμπτωχη και παραπεταμένη χωριάτα μεγαλοπιάνεται που παντρεύτηκε τον ξεπεσμένο ευγενή από την παραβατική και σκληρή Σικελία, ο οποίος αναγκάζεται να παίξει κορώνα-γράμματα τη ζωή του και να συμμετάσχει σε παρανομίες με σκοπό το κέρδος. Φυσικά και θυσιάζεται στον βωμό του Κερδώου Ερμή, που είναι λίγο απατεώνας και κλέφτης και προστάτης των μεταπραττών όλης της οικουμένης.
Η χήρα του μένει πίσω προσηλωμένη, αγκιστρωμένη, αγκυλωμένη ασφυκτικά στην παραισθητική θρησκοληψία της (τόσο συνήθη στα αμόρφωτα λαϊκά στρώματα) με την ψευδαίσθηση της μονογαμίας του εκλιπόντος συζύγου της (που κάνει έρωτα “σαν τσιγγάνος” και δεν αρκείται μόνον – ως κόκκορας – σε μία και μόνη πουλάδα)…
Χτυπιέται τρία χρόνια με τον εαυτό της, με την κοινωνία, με την κόρη της, με τις εμμονές της, με την αχώνευτη κι αμεταβόλιστη ιδέα της περί ερωτικής πίστεως κι αγνότητος, μέχρι να εισβάλλει στο φτωχικό της σπίτι, που λειτουργεί καν σαν μοδιστράδικο – μέχρι να της έρθει κατακέφαλα ο ζαβολιάρης Έρωτας με τη μορφή ενός μπουφόνου φορτηγατζή που μόνο στο σώμα και στο επάγγελμα μοιάζει με τον συχωρεμένο τον άντρα της. Κατά τα άλλα είναι και συναισθηματικός και προσγειωμένος και ρομαντικός και ρεαλιστής και ποιητής αλλά και απομυθοποιητής.
Έτσι παράγεται μια περίεργη “μαγεία”, παλιομοδίτικη ίσως, αλλά ανθεκτική στον Χρόνο, αφού το χρήμα πολλοί εμίσησαν, το μελό όμως ουδείς. Το αίσιον τέλος (κοινώς happy-end) αποδραματοποιεί την νοσηρή κατάσταση κι απομυθοποιεί αποτόμως το ιδεοψυχαναγκαστικό αδιέξοδο στο οποίο συμβάλλουν η Άγνοια και η κακώς πλασαρισμένη θρησκοληψία.
Ο παππάς όμως, ο καθολικός κληρικός είναι περισσότερο πραγματιστής από την ψυχανεμισμένη πρωταγωνίστρια. Είναι το αντίπαλον δέος της “μάγισσας” Στρέγκας, που έλκει την παγανιστική καταγωγή της από τις αρχαίες μικροκοινωνίες των εθνικών. Η ειδωλολατρεία όμως συνεχίζεται από τους απλοϊκούς και στους σημερινούς χρόνους, με διάφορες μορφές κι όχι μόνον θρησκευτικές. Τα είδωλα (του κινηματογράφου, της τηλεόρασης, της διαφήμισης, της πολιτικής, του ποδοσφαίρου και άλλων “αθλημάτων”) δέχονται παρόμοιες εκδηλώσεις που μόνον από την Άγνοια και την Ανελευθερία μπορούν να προέρχονται.
Ο ιερωμένος βοηθάει την παθούσα όσο μπορεί.
Η βοτανοθεραπεύτρια, μαμή και τσαρλατάνα Στρέγκα, χρησιμοποιεί όλα τα μέσα, έχει όμως – ως φαίνεται από το ιδιοφυώς καλογυαλισμένο και στιλβωμένο κείμενο – έχει όμως σώας τα φρένας και την σαφή επίγνωση πως πουλάει “αέρα κοπανιστό” και “φούμαρα για μεταξωτές κορδέλες”, που λειτουργούν όμως placebo για τις κατατρεγμένες, ταλαιπωρημένες αυτές υπάρξεις που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Η κακία και το παθολογικό κουτσομπολιό, η αδιακρισία και η κακολογιά που δέχεται το θύμα, δίκην “αποδιοπομπαίου τράγου”, αρχαίου “φαρμακού”, από τις καλοθελήτριες γειτόνισσες αντιστρέφεται στο τέλος με έναν ιδιοφυή και φωτισμένο τρόπο που υποδηλώνει πως ο άνθρωπος είναι “φύσει καλός” κι ως εκ τούτου αθώος και πως είναι στο χέρι του να μεταστρέφει τις δύσκολες καταστάσεις προς όφελός του με την ανοχή, την αποδοχή του διαφορετικού και την παραδοχή, το αξίωμα πως όλοι είμαστε ίσοι “τέκνα του ιδίου θεού”.
Αυτός ο ουμανισμός και η διαφωτιστική βάση έκανε τον ποιητή από το Τεννεσσή διαχρονικό, αποδεκτό και λαοφιλή σε όλα τα μήκη και πλάτη αν όχι της Γης, του Δυτικού Πολιτισμού τουλάχιστον.
Αυτό είναι το μυστικό, ο “κώδικας” που ξεκλειδώνει αυτή η ευπροσήγορη εμπορική παράσταση, που είναι και πιστή στο κείμενο και στην ευδαιμονία του θεατή, τον οποίον αποσκοπεί να τον ψυχαγωγήσει χωρίς να τον ταλαιπωρήσει με σκοτάδια ξεπερασμένα και παλιομοδίτικα. Το “γκρίζο” είναι κι αυτό χρώμα στην παρούσα περίσταση.
Αμήχανο το σκηνικό με τα οριζόντια μεταλλικά τμήματα που βάζουν “ταβάνι” στην πυρπολημένη από την ζέστα και την κάψα κατοικία.
Καλή η μουσική, συμβαδίζει αρμονικά με την σκηνική ατμόσφαιρα που δημιουργείται και με την περιρρέουσα λαϊκή αισθητική που ακτινοβολείται από την σκηνή στην πλατεία.
Ρεαλιστικές όλες οι ερμηνείες. Ακόμα και τα “οράματα” της παθούσας αποδίδονται με τέτοιο φολκλορικό τρόπο που δεν προσβάλλουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κανενός.
Επίτευγμα από τα λίγα, εν ολίγοις, να αναστήσεις ένα ξηλωμένο φθαρμένο παλιό δραματικό υλικό και να του δώσεις τη στιλπνότητα του καινούργιου, που διεκδικεί το δικό του μερίδιο στη λάμψη της εμπορικότητας, πέρα κι από την θαλπωρή που εξασφαλίζουν τα “φώτα της ράμπας”.
Αποτελεσματική προσπάθεια του ΔΗΠΕΘΕ ΚΟΖΑΝΗΣ και να διεμβολίζει τα στεγανά του αθηνοκεντρικού πολιτιστικού κράτους μέσα από το πάντα φιλόξενο, διευρημένο, διερευνητικό και φιλόδοξο ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΗΣ, που συνεχίζει την βαθιά και πολυεπίπεδη λαϊκή πολιτισμική του δράση, στα χνάρια του ιδρυτή του, του μεγάλου Καρόλου Κουν, υπό την ιδιοφυή διαχείριση της τωρινής και μελλοντικής (ελπίζω κι εύχομαι) καλλιτεχνικής του διευθύντριας Μαριάννας Κάλμπαρη.
Καλή προσπάθεια, αξιοπρεπές αποτέλεσμα, παράσταση για όλη την οικογένεια, με ιδιαίτερη έμφαση στους εξ ορισμού ανήσυχους, “επαναστάτες” εφήβους, που ούτως ή άλλως ξέρουν πια περισσότερα απ’ όλους μας (με τη βοήθεια του Διαδικτύου), επομένως είναι αναχρονιστικό πλέον εκείνο το “αυστηρώς ακατάλληλον δι’ ανηλίκους” που ίσχυε κατά την περίοδο συγγραφής αυτού του υβριδικού έργου, στην παράπλευρη θέση του μεγαλειώδους δραματικού έργου του Τεννεσσή Γουίλλιαμς, του κυριότερου αμερικανού εκπροσώπου του λεγόμενου “μαγικού ρεαλισμού”.
Δείτε το. Κι όχι μόνον για λόγους ιστορικούς ή εκπαιδευτικούς. Είναι ζωντανό κι ενδιαφέρον ακόμα και σήμερα αυτό το αγώνισμα μεταξύ ενστίκτων κι αυστηρής λογικής.
Δρ. Κωνσταντίνος Β. Μπούρας
www.konstantinosbouras.gr
Πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ