Ο τριαντάρης Δημήτρης Σίμος, βραβευμένος συγγραφέας και μέλος της Ελληνικής λέσχης συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας δημιούργησε έναν ήρωα και, μαζί του, ζει και μοιράζεται ιστορίες μυστηρίου και αστυνομικής τρέλας.
Ο λόγος για τον αστυνόμο Χρήστο Καπετάνο, έναν ήρωα πολύ ανθρώπινο, με τρωτά σημεία, διαζευγμένο και αφοσιωμένο στην μικρή του κόρη, αλλά και στην δουλειά του. Έχει ανασφάλειες και αδυναμίες, αλλά, ως δια μαγείας, πάντα τον εμπιστεύονται και, τις περισσότερες φορές, τα καταφέρνει. Ο συγγραφέας έχει πει για τον ήρωά του ότι είναι «ευφυής, ντόμπρος, με σκοτεινά μυστικά και μια μόνιμη μάχη με τα όρια της νομικής ηθικής».
Μετά τα βραβευμένα bestsellers Τα Βατράχια και Τυφλά Ψάρια, ο Δημήτρης Σίμος επιστρέφει με τη νέα υπόθεση του αστυνόμου Καπετάνου, «Τοξικά Μάτια», «ένα αστυνομικό θρίλερ που σε εκπλήσσει σε κάθε του σελίδα», όπως γράφτηκε γι’ αυτό. Είναι το τρίτο μέρος της σειράς «Σκοτεινά Νερά», αλλά διαβάζεται άνετα ανεξάρτητα από τα άλλα δύο.
Ευρηματικός στις περιγραφές και τις εικόνες του ο συγγραφέας, δεν ενδιαφέρεται απλώς για την δημιουργία ενός μυστηρίου και την λύση του, αλλά το χτίσιμο μιας ολόκληρης ατμόσφαιρας με τους ήρωες να κινούνται καθένας σύμφωνα με την προσωπικότητά του
Προσωπικά, δεν έχω διαβάσει τα δυο πρώτα και μια χαρά παρασύρθηκα από την ομολογουμένως σύνθετη πλοκή του. Θεωρώ πως είναι ένα κείμενο που απευθύνεται σε έμπειρους αναγνώστες και ζητεί προσήλωση. Αν χάσεις την εξέλιξη μιας σελίδας, έχεις χάσει όλη την υπόθεση. Ευρηματικός στις περιγραφές και τις εικόνες του ο συγγραφέας, δεν ενδιαφέρεται απλώς για τη δημιουργία ενός μυστηρίου και τη λύση του, αλλά το χτίσιμο μιας ολόκληρης ατμόσφαιρας, με τους ήρωες να κινούνται καθένας σύμφωνα με την προσωπικότητά του. Γυναίκες και άντρες αναπτύσσονται εξίσου ολοκληρωμένα και συνδέονται μεταξύ τους ως εραστές, ως εχθροί ή ως σύμμαχοι.
Ο Χρήστος Καπετάνος είναι αδύνατο να μη γίνει συμπαθής στον αναγνώστη και ο καπνός από τα πουράκια που καπνίζει εμποτίζει κάθε σελίδα του βιβλίου. Για τα «Τοξικά Μάτια» έγκριτοι κριτικοί έγραψαν, μεταξύ άλλων: «Καταιγιστική πλοκή, σκοτεινή και τοξική πραγματικότητα, το έγκλημα είναι δίπλα μας…» και «Μια κατάδυση στα σκοτεινά νερά του κοινωνικού εγκλήματος, μια ανάδυση με ένα εξαιρετικό δείγμα αστυνομικής λογοτεχνίας».
Η σορός ενός άντρα, διαπρεπούς στην κοινωνία, αλλά εμπλεκόμενου σε διάφορες παράνομες ιστορίες, βρίσκεται στον λόφο του Παλιού Γηροκομείου και αποκαλύπτει, σιγά σιγά, έναν κόσμο σκοτεινό, όλο μυστικά και εγκλήματα. Η υπόθεση τοποθετείται στην Εύβοια και η αφήγηση ακολουθεί δύο χρονικές διαδρομές, κοντά η μία στην άλλη, όμως αρκετά μακριά ώστε να αφήσουν την ιστορία να εξελιχθεί και να αναπνεύσει όπως της αξίζει.
Αν ο συγγραφέας «ακκιζόταν» λίγο λιγότερο με λυρικές εξάρσεις και ποιητικότητα-ώρες ώρες, κάτι «κλωτσάει» μες στο κείμενο- θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα αριστουργηματικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με υποβλητική μυρωδιά μπαρουτιού, θανάτου και έρωτα.